Δεύτερη ματιά
“Τα θέλω και τα μπορώ της Ιστορίας τα κατάστιχα.
Βαριανασαίνει η ρόδα της εξέγερσης στις λάσπες…”
Αξιολογήσεις μας μιλάν που είναι προσυμφωνημένες.
Εξόδους στο άγνωστο, προγραμματισμένες.
Μινώταυροι μας καρτερούν, αντάμα με τις σμέρνες.
Υπάρχουν δυνατότητες μηνάει η Αριάδνη.
Κλώθουν κουβάρια ατέλειωτα, τα ανθρώπινα τα πάθη.
Τα φώτα που μας οδηγούν, στο βάθος του ορυχείου.
Μόνο απειλές μυρίζουνε και μοιάζουν με σφαγείο…
Πλήρης ο Λαβύρινθος με άρπαγες… και φίδια.
Αλαργεύουν ή πλησιάζουνε, εσύ τι λες Zορμπά μου;
“Ποτίζουν” ασταμάτητα τα χνώτα “πτωμαΐνη”,
όποιος έχει δεν μπορεί και όποιος δεν έχει δίνει…
Καζάντισμα και ξεπεσμός της νέας τεχνολογίας.
Μοιάζουν νεκροί οι ζωντανοί, αυτά δεν είναι αστεία.
Τους έμπασαν στα σπίτια μας!
Τρίζουν τα ριζιμιά μας…
Καθορίζουν και αξιολογούν τα πάντα στη ζωή μας.
Στις πλάτες μας φορτώνουνε παλιές συνήθειες, πλάνες.
Τρυγάνε και αρπάζουνε, τους κήπους οι μεγιστάνες.
Αλτ ξιφουλκούν οι πραίτορες, τα ίχνη μας εντοπίζουν.
Ποιος άραγε προεξοφλεί, την μαύρη μου κατάντια;
Κλειδωμένοι παραμένουμε σφίγγοντας τα δόντια.
Κρυφά μπαρκάρουν τα παιδιά, γεμάτα από πίκρα.
Από τις πέτρες πιο σκληρές, έγιναν οι πληγές μας.
Πόσους κηφήνες σώγαμπρους, αντέχεις Ρωμιοσύνης;
Φρουροί οθόνες από παντού, μας καταγράφουν τώρα.
Στην πόρτα μας λυσσομανούν βοριάδες με “τα δώρα”.
“Μετεωρίζουν και ζητάν” της λύτρωσης τα θέλω.
Μολυβιάζουν τα σύννεφα τον νου.
“Προκρούστιες κλίνες” εφημερεύουν παντού.
Χρονιάρες μέρες καταργούνται μονομιάς.
Φωνές μοιράζουν οι σάλπιγγες της μοναξιάς.
Εωσφορικές ανισότητες, “πληγιάζουν” τα κύματα.
Αγκαλιάζουν οι φτωχοί τη φωτιά,
με “τα πρόσφορα” της ανελέητης ανέχειας.
Ζητούμενο παραμένει η θέληση των Ραγιάδων…
Τα θέλω και τα μπορώ της Ιστορίας τα κατάστιχα.
Βαριανασαίνει η ρόδα της εξέγερσης στις λάσπες.
Τα πρόσωπα της αγοράς, πόνους και πίκρες έχουν.
Της απάτης τους δέκα μεγάλους- μικρούς μύθους…
Πορτοφόλια εξαφανίζονται σε άγνωστους τόπους.
Μόνο η ανάγκη ξυπόλητη περπατάει στους δρόμους.
Απλωμένα χέρια κραυγάζουν στα πέρατα.
“Πεινάμε”.
Αχόρταγα στομάχια στα Μέγαρα και τους Πύργους, απαιτούν…
“Θέλουμε τα πάντα”.
Ψάχνει να βρει κουράγιο και απαντοχή η μάνα.
Κοιτάζει στον ορίζοντα απεγνωσμένα.
Μπάρκα ονειρεύεται, με την ελπίδα αντάμα.
Από το σπασμένο τζάμι, αγναντεύουμε τους καημούς.
Τους λαούς να στέλνουν οβίδες, στα παιδιά τους.
Τσουνάμια ψυχές ξεψυχούν αβοήθητες.
Στις αμμουδιές με τα σκίνα και τα βότσαλα.
Τσακισμένα κόκκαλα, κολυμπάνε στον ορίζοντα.
“Η Κάθοδος των Αθλίων” αέναα πραγματώνεται.
Πνιγμένο το χαμόγελο στα αίσχη αποπατάνε.
Αυτοχειριάζεται το μέλλον “σε κρυμμένους τόπους”.
Παρόντες χρόνοι, καθαρογράφουν τον κατήφορο.
Αποθέτουν στην στράτα μας καθήκοντα.
Δεύτερη ματιά αποκτάμε με το ζόρι.
Γυρίζουν αγέρες, αρνήσεις κρύβουν στους ασκούς.
Ξημέρωμα βαρούν τα σήμαντρα οι βιγλάτορες.
“Ξυπνάνε” μάτια και καρδιές, όσων διαθέτουν τέτοια.
Πόσα χρόνια είπες πως πέρασαν;
Μνημοσύνη μου, αγρύπνια μου, σημαία μου…
“Πετροκτίζουν” οι πέρδικες στα ρουμάνια του νου…
Περάσματα αόρατα, μονοπάτια βουνίσια.
“Πετρώνουν” αδικίες και αίσχη “οι Κάτω”.
“Μαρμαρώνουν” όπλα και πραιτοριανοί.
“Ανάβουν” τα θέλω στα κιτάπια με τους κλασικούς.
“Το γελαστό παιδί” στεφανώνει πάλι τις πράξεις.
Φαρδαίνουν οι ώμοι στα λατομεία της σκέψης.
Δεν υπάρχουν “σκοτεινές ώρες” Σεφέρη μου.
Συναγερμό βαράνε στα υδραγωγεία της πάλης.
Αυτοί που θυσιάστηκαν με έργα αιμάτινα.
Παγούρια γεμίζουν στα πηγάδια με τις σιωπές.
Αντάρτες, καλόγεροι, αρματολοί και κλέφτες.
Βυζαίνουν το γάλα της χαράς τα περιστέρια.
Τώρα που πέρασε ξανά τα φράγματα,
πάνοπλο το δάκρυ της ευτυχίας…
Φροντίδα απλώνουν ξανά στα δένδρα Σολωμέ μου.
Μπάτης, Σιρόκο και Γαρμπής αντάμα και η Πούλια.
Ποτάμια πλέουν οι καημοί, τα μάτια ξεβρομίζουν.
Φλάμπουρα ανεμίζουνε, στα κάστρα των αιμάτων.
Μόνοι μένουμε εμείς, με τα φεγγάρια στρώμα.
Βροχές απλώνονται παντού, στα οργωμένα στάχυα.
Απρίληδες προσμένουνε να πιάσουνε ελάφια.
Πλατάνια να φυτέψουνε μαζί με τα πουρνάρια.
Aσμίλευτα αγάλματα γκρεμίζουνε τα βράχια.
Αυτά είναι τα όπλα μας, κρυμμένα σε κιτάπια.
Δικός μας είναι ο πόλεμος, δικά μας και τα έργα.
Μπράτσο με μπράτσο περπατούν, βία και ελευθερία.
Με ζήλο ξανακτίζουνε … τα ερείπια των βαρβάρων.
Αέναα κι’ ολημερίς οι αρνήσεις και τα θέλω.
Κεραυνοί γίνονται τα κάρβουνα των καημών.
Σφεντονάμε την αρρώστια, την ασχήμια, την αδικία.
Σκοπός της γης είναι η ζωή, πριν και μετά από μας.
Μη γίνουμε εφήμερα σκιρτήματα του χάους.
Μπορούμε, σμίγουμε, παλεύουμε, επαναστατούμε.
Έρωτα νιώθουμε για τις υποθήκες του Τσε.
Τη σοφία του Μακρυγιάννη.
Του Λεωνίδα τα ευρύστερνα στενά….
1η Νοέμβρη 21ου Αιώνα
“Παράνομος” Πολίτης και Ποιητής
Νίκος Φ. Σταθάκος