Αναλώσιμοι εργαζόμενοι
Στον εικοστό πρώτο αιώνα, καλλιεργείται από την κυρίαρχη ιδεολογία το πέρασμα από την υπερηφάνεια στην υποτίμηση, από το «εμείς εναντίον των εκμεταλλευτών», που ξεχώριζε την εργατική τάξη από τους αστούς, σε έναν κόσμο της εργατικής τάξης τόσο διαιρεμένο και απαξιωμένο, που οι ίδιοι οι εργάτες να θέλουν να διαφοροποιηθούν απ’ αυτόν.
Οι κινητοποιήσεις στο λιμάνι του Πειραιά, που ο φρικιαστικός θάνατος του λιμενεργάτη Δημήτρη Δαγκλή εν ώρα εργασίας από γερανογέφυρα πυροδότησε, παρόλο που η απεργία των λιμενεργατών και οι συγκεντρώσεις αλληλεγγύης είναι σχεδόν ανύπαρκτες στην ειδησεογραφία των ΜΜΕ, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο το επιχειρηματικό μοντέλο του παγκόσμιου καπιταλισμού, που αναζητά ανά τον κόσμο το χαμηλότερο κόστος παραγωγής, το πιο ευάλωτο εργατικό δυναμικό και τις πιο συμμορφούμενες στα καπιταλιστικά συμφέροντα κυβερνήσεις. Οι εργαζόμενοι βιώνουν στην καθημερινή τους εργασία τη βάναυση προσέγγιση των εργοδοτών προς αυτούς σε όλα τα επίπεδα. Καθώς λοιπόν θεωρούνται αναλώσιμοι, τα καπιταλιστικά συμφέροντα υπονομεύουν την ασφάλειά τους και η πίεση στις συνθήκες εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων πλήττει όλους τους χώρους εργασίας του κόσμου στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.
Από τις επιχειρήσεις επιδιώκεται το κόστος της βελτίωσης της ασφάλειας στο χώρο εργασίας να μη βγαίνει από τα κέρδη, αλλά να καλύπτεται από τις υψηλότερες τιμές των προϊόντων ή τους χαμηλότερους μισθούς των εργαζομένων. Καθώς οι επιχειρηματίες λειτουργούν τις επιχειρήσεις αποκλειστικά με κριτήριο το κέρδος, αδιαφορούν αν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων, πιέζοντάς τους να παρακάμπτουν τις ασφαλείς διαδικασίες εργασίας. Κι αυτοί, φοβούμενοι την απόλυση, πολλές φορές αφήνουν τους εργοδότες να τους ασκούν υπερβολική πίεση για επιτάχυνση της παραγωγής. Κι επειδή οι καπιταλιστικοί εργοδότες γνωρίζουν την ευάλωτη θέση των εργαζομένων τους είναι εύκολο να απορρίπτουν χωρίς συνέπειες τις ανησυχίες τους σχετικά με την ασφάλειά τους. Ο φόβος της απόλυσης συχνά επαρκεί για να μην τολμά μεμονωμένα ο κάθε εργαζόμενος ούτε καν να εκφράζει αυτήν την αγωνία του. Είναι λοιπόν μόνο μέσα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που μπορούν οι εργαζόμενοι να υπερασπίζουν τις ζωές τους στην εργασία, να ζητούν αξιοπρεπή εξοπλισμό ασφαλείας και ασφαλείς διαδικασίες εργασίας. Γι’ αυτό και όλες τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις, από το κράτος και την εργοδοσία κλιμακώνονται οι επιθέσεις στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων και μεθοδεύεται η αποδυνάμωση της απεργίας, του κύριου μέσου που έχουν οι εργαζόμενοι για να αγωνιστούν και να προστατεύσουν την ασφάλεια στο χώρο της εργασίας και ως εκ τούτου την ίδια τους τη ζωή.
Το εργοδοτικό σωματείο στην COSCO, «ΣΕΕΔΠ, για τις Προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά», με τις ανακοινώσεις του είναι ένα κραυγαλέο παράδειγμα για τους τρόπους που χρησιμοποιούνται για να διαλύσουν οι εργοδότες κάθε οργάνωση των εργαζομένων, συνεπικουρούμενοι από την ευνοϊκή γι’ αυτούς νομοθεσία της κυβέρνησης. Δεν είναι μόνο πως στρέφονται ξεκάθαρα ενάντια στο ταξικό σωματείο της ΕΝΕΔΕΠ. Είναι ο ευτελισμός στη χρήση της γλώσσας που χρησιμοποιείται για να συγκαλυφτούν στόχοι και πολιτικές που προωθούνται. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που χρησιμοποιούνται εκφράσεις θετικές για να συγκαλύψουν στόχους και προθέσεις και να υπονομεύσουν τον αγώνα των εργαζομένων, συκοφαντώντας και διχάζοντας. Έτσι στην ανακοίνωση της 30ής Οκτωβρίου γίνεται αναφορά σε «όνειρα για το μέλλον», για να δηλωθεί εμμέσως η ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη αυτής της δουλειάς, σε «ενωτικό κάλεσμα», στο οποίο περιλαμβάνει εργαζομένους, σωματεία και διοίκηση εταιρειών, ταυτίζοντας τα εργοδοτικά συμφέροντα με των εργαζομένων, ενώ χαρακτηρίζονται παραλογισμός οι μέρες τις απεργίες, εφόσον «χάθηκαν ήδη 5 μεροκάματα», απαξιώνοντας έτσι την απεργία, για να καταλήξει σε «πρόσκληση επαγρύπνησης για ευσυνείδητους εργαζόμενους που σέβονται τον εαυτό τους, τους συναδέλφους τους και την εργασία τους», δηλ. που δεν αντιστέκονται, δεν αγωνίζονται αλλά εκλιπαρούν, υπακούν και ευγνωμονούν την εταιρεία.
Οι επιχειρήσεις βέβαια έχουν αρωγό τους στην διασφάλιση των συμφερόντων τους τα αστικά κράτη. Και στα καθ’ ημάς, η κρατική μηχανή με νόμους διαδοχικών κυβερνήσεων, όπως του ΣΥΡΙΖΑ με την υπουργό εργασίας Ε. Αχτσιόγλου, που καθιστά δυσκολότερη την κήρυξη της απεργίας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, και βέβαια τον αντεργατικό νόμο 4808/2021 του Κ. Χατζηδάκη της κυβέρνησης της Ν.Δ, φαίνεται πως τίθεται απροκάλυπτα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων ιδιοκτητών επιχειρήσεων. Από κοντά, μαζί με την κυβέρνηση, και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν εχθρικά κάθε αγώνα των εργαζομένων, στις σπάνιες περιπτώσεις που αναφέρονται σ’ αυτόν, ενώ αποσιωπούν την τρομοκρατία που οι καπιταλιστές εργοδότες ασκούν στους εργάτες τους, παραβιάζοντας σκληρά την ασφάλεια στο χώρο εργασίας και πιέζοντας επικίνδυνα τους εργαζόμενους σε ατύχημα. Και αυτό είναι αυτονόητο, αφού τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξυπηρετούν τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης στην οποία ανήκουν οι ιδιοκτήτες τους.
Κι επειδή τα συμφέροντα των επιχειρήσεων σε καπιταλιστικές συνθήκες εξαρτώνται από την πάλη των τάξεων σε ιστορικά κληρονομούμενες συνθήκες, ο ρόλος της εργατικής τάξης είναι καθοριστικός. Καθώς λοιπόν ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε, μετά από έναν αιώνα αγώνων, από την κεντρική θέση στην πολιτική σκηνή της εργατικής τάξης που εδραίωσε την πεποίθηση για τη δύναμη του εργατικού κόσμου, ο οποίος φαίνεται ικανός να επηρεάσει την πορεία της ιστορίας, οι προσπάθειες της κυρίαρχης εξουσίας επικεντρώθηκαν στον περιορισμό της δύναμής της εργατικής τάξης με την ενσωμάτωσή της. Έχοντας στην ουσία το αστικό κράτος καταγράψει μάλλον υποχωρήσεις με την κατά μέτωπο σύγκρουση και απροκάλυπτη καταστολή απέναντι στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρεί με την άλωση του ταξικού συνδικαλισμού, με τη μεταμόρφωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε κοινωνικών εταίρων και τον κατακερματισμό και διάσπασή τους να οδηγήσει τους εργαζόμενους στην απόσυρση σ’ ένα περιθώριο που θα ελέγχει πλήρως η κυρίαρχη τάξη.
Ο κατακερματισμός στους εργαζόμενους, μεταξύ ειδικευμένων και ανειδίκευτων, ντόπιων και μεταναστών, επεκτείνεται πια, εξαιτίας των συνεπειών από το μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας που αποσταθεροποιεί τη μόνιμη σχέση με την εργασία, σε εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με προσωρινή εργασία ή μερική απασχόληση εκθέτοντας τους εργαζόμενους σε επισφάλεια. Αυτή η πολλαπλότητα καταστάσεων και συμβάσεων στους ίδιους χώρους εργασίας περιπλέκει, ακόμη και απαγορεύει, το έργο της ενοποίησης και κατακερματίζει μια εργατική ομάδα. Η διαδικασία ενοποίησης των εργατών διακόπτεται και ανατρέπεται, προωθώντας έναν αρνητικό ατομικισμό, ο οποίος συμβάλλει δυναμικά στη διάσπαση της εργατικής τάξης, που ενισχύουν οι αντεργατικοί νόμοι οι οποίοι δυσκολεύουν την συνδικαλιστική οργάνωσή τους. Ο ενιαίος λοιπόν ως ένα βαθμό εργατικός κόσμος, χάρη ιδιαίτερα στην κομμουνιστική ιδεολογία, με τις ταξικές οργανώσεις, όπου διασταυρώνεται το ατομικό με το συλλογικό, ωθείται όλο και πιο πολύ να αποκτά μια αντίληψη για τον κόσμο ολοένα πιο ιδιωτική και ατομική. Και έτσι κάπως μεταμορφώνεται και η σχέση του εργάτη με την κοινωνική κατάστασή του. Ενώ μετά από αγώνες έφτασε να ενστερνίζεται την πεποίθηση ότι ήταν μια κατάσταση που του επιβλήθηκε και για την οποία έπρεπε να επαναστατήσει, την βλέπει σήμερα ως ατομική αποτυχία κι έτσι εξαφανίζεται η αγωνιστικότητά του και η υπερηφάνεια του ότι είναι εργάτης.
Στον εικοστό πρώτο αιώνα, καλλιεργείται από την κυρίαρχη ιδεολογία το πέρασμα από την υπερηφάνεια στην υποτίμηση, από το «εμείς εναντίον των εκμεταλλευτών», που ξεχώριζε την εργατική τάξη από τους αστούς, σε έναν κόσμο της εργατικής τάξης τόσο διαιρεμένο και απαξιωμένο, που οι ίδιοι οι εργάτες να θέλουν να διαφοροποιηθούν απ’ αυτόν. Οι νέες μέθοδοι και μορφές εργασίας, όπως οι υπηρεσίες μεταφορών ή logistics, που ευνοούν τον ατομικισμό, η αντικατάσταση της διαίρεσης της ημέρας σε τρία οκτάωρα από τις λεγόμενες άτυπες και αποσταθεροποιητικές μορφές εργασίας, η πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, οι συνεχείς υπονομεύσεις των εργατικών διεκδικήσεων δια της νομοθεσίας, η απαξίωση του ίδιου του εργαζομένου, όλα συμβάλλουν στην παγίδευση των εργαζομένων ανάμεσα στις υποσχέσεις για σύγκλιση των τρόπων ζωής τους με της κυρίαρχης τάξης και στην πραγματικότητα της περιθωριοποίησής τους και εξαθλίωσης.
Αν λοιπόν την εργατική συνείδηση, την εργατική κουλτούρα – αυτό το μείγμα υπερηφάνειας και περιφρόνησης της κατεστημένης τάξης πραγμάτων – η κυρίαρχη τάξη θέλει να εξαφανίσει, υπάρχει άλλη από την κομμουνιστική ιδεολογία που θα την ξαναστήσει στα πόδια της; Υπάρχει πια άλλο από το Κομμουνιστικό Κόμμα, τώρα που στη χώρα μας βαθαίνουν οι ταξικές διαιρέσεις, που να υπερασπίζεται τα εργατικά συμφέροντα;