Το διήγημα της Πέμπτης: «Με τον ήλιο της Αθήνας» του Γιάννη Ρίτσου
«Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηροδρόμους, αυτοί που αφήσανε δουλειές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.»
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909, στη Μονεμβασιά κι έφυγε από τη ζωή στις 11 του Νοέμβρη 1990. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Γύθειο και το 1925 ήρθε στην Αθήνα άπου άσκησε διάφορα επαγγέλματα.
Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1934 με τον τίτλο «Τρακτέρ». Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο ΚΚΕ, ενώ συνεργάστηκε και με τον Ριζοσπάστη, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Γ. Σοστίρ, από αναγραμματισμό του ονόματός του.
Τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη συγκλονίζουν την εργατική τάξη της χώρας μας και τον ίδιο: στις 11 Μάη στέλνει τρία από τα δεκατέσσερα θρηνητικά ποιήματά του στον Ριζοσπάστη και την επόμενη μέρα η εφημερίδα τα δημοσιεύει, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι». Ολόκληρο το έργο θα κυκλοφορήσει λίγο αργότερα, στις 8/6/1936, με τον τίτλο «Επιτάφιος».
Την περίοδο της Κατοχής ο Γ. Ρίτσος πήρε ενεργό μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, ενώ μετά την απελευθέρωση, το 1948-1952, εξορίστηκε διαδοχικά στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη.
Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιείται μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ. Το 1956 τύπωσε τη Σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης, το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του Επιτάφιου από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1966 τυπώθηκε αυτοτελώς η Ρωμιοσύνη (πρώτη έκδοση το 1954), η οποία επίσης μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη.
Την περίοδο της Χούντας, συνελήφθη και εξορίστηκε και πάλι στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής, αλλά και λόγω της σοβαρής του ασθένειας, η Χούντα αναγκάστηκε να τον μεταφέρει από την εξορία θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970.
Μετά τη μεταπολίτευση έτυχε πλήθους διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό: προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το 1975, τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» το 1977, κ.α.
Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες.
Ο Γιάννης Ρίτσος παρέμεινε στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ έως την τελευταία του πνοή.
Το διήγημα εμπεριέχεται στη δίτομη συλλογή «Το διήγημα της Αντίστασης» (ανθολογία) των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή.
Με τον ήλιο της Αθήνας
του Γιάννη ΡίτσουΓιορτάζει ο ήλιος στην Αθήνα μας. Λουστράρει τα παραθυρόφυλλα, τους τοίχους. Χυμάει στην άσφαλτο γυαλί-καθρέφτης, λούζει τις ακακίες απ’ την κορφή ως τα νύχια, ξανακαινουργώνει τις παράγκες, κρεμάει φλουριά μέσα στις πιατοθήκες, βάνει δυο δάχτυλα χοντρό χρυσάφι άκρη-άκρη στον τσίγκο της αυλής. Μοσκοβολάει ολούθες λεβεντιά το πρωί. Περνάει ένα κάρο φορτωμένο παλιολαμαρίνες. Λαμποκοπάνε οι λαμαρίνες ατόφιο μάλαμα. Σου ’ρχεται να ρωτήξεις:
«Ε, μπάρμπα, πού τον πας όλον αυτό τον ήλιο;»
Και δώστου, ντάγκα-ντούγκου, οι λαμαρίνες κουδουνίζουν. Ο καροτσέρης μερακλώνεται. Το ρίχνει στο τραγούδι:
«καροτσέρη τράβα ίσα
να μας πας για τα Πατήσα».Απάνου ο ουρανός φαρδύς-πλατύς και πεντακάθαρος, σάμπως νυφιάτικο σεντόνι πλυμένο με τα χέρια μιας εικοσάχρονης ρωμιάς, πέντε βολές περασμένο απ’ το λουλάκι. Και ’κει στην άκρη, ασάλευτα και κάτασπρα τρία καλοθρεμμένα σύννεφα θαρρείς και καρτεράνε τρία στρουμπουλά αγγελούδια να χώσουν το δάχτυλό τους μέσ’ στο βάζο του ήλιου και να γλείψουνε το μέλι.
Κάτι σβαρνάει μέσ’ στα πλευρά σου, τραντάζει την καρδιά η χαρά. Θέλεις ν’ ανοίξεις τις φούχτες σου και να μοιράσεις φως στον κόσμο. Θες να σκουντήσεις κάποιον στον αγκώνα και να του πεις: «Βλέπεις; Βλέπεις; Νάτος ο ήλιος.» Σαν όταν είσαι στον κινηματογράφο και βλέπεις μια όμορφη σκηνή και σκουντάς το διπλανό σου να μοιραστείς μαζί του την ομορφιά και τη χαρά για να μπορείς να τη χαρείς έτσι διπλά. Μα βλέπεις τότες πως ο άλλος ξεθεωμένος απ’ το μόχτο της μέρας έχει αποκοιμηθεί. Θαμπίζουνε τα μάτια σου, πες από πίκρα, πες από ντροπή.
Κι οι άνθρωποι, να, σκυμμένοι ολημερίς ιδρωκοπάνε σαν τους ζευγάδες με τα μάτια κολλημένα στο χώμα, δίχως να βλέπουν παρακεί μια συντροφιά από παπαρούνες που ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους.
«Βλέπεις; Βλέπεις;» Το τεντωμένο δάχτυλο -η ψυχή- που δείχνει. Φτεροκοπάει ένα τραγούδι ολόγυρα. Δεν τ’ ακούς; Θυμάσαι τότες που διαβάζαμε… Σε ποιο βιβλίο; Τότες που γινόταν συνεδρίαση στο σπίτι του γιατρού. Κι έξω στην αίθουσα αναμονής, πρόσμενε η Μάνα του Γκόρκι με ένα κατσαρόλι στα χέρια, για να φάει ο γιος της σα θα τέλευε τη «δουλειά».
Τι παστρικά που ’ταν εκεί μέσα. Τι ήσυχα. Η Μάνα στέκονταν και κοίταζε. «Δες μάτια μ’ τι λοής πραμάτειες βρίσκουνται στον κόσμο.» Ετούτο το τραπέζι. Αμ’ η καρέκλα με τα στολίδια… Ένα τετράφαρδο παράθυρο. Μπαίνει τετράγωνος ο ήλιος στο πάτωμα. Γυαλοκοπάει το χερούλι της πόρτας.
«Μπα, μπα, τι πράματα, μαθές…»
Παίρνει δειλά κάποιο βιβλίο στα χέρια. Το ξεφυλλίζει. Έχει ζωγραφισμένες πεταλούδες…
«Για δες, για δες… Ετούτο εδώ το ζούδι έχει μια ολάκερη πολιτεία από λουλούδια ζουγραφισμένη στα φτερά του. Αμέ δαύτο… Πού να ξέρω αυτά τα ζούδια… Α, ναι, καλέ. Είναι πεταλούδες. Για δες…»
Χαμογελάει βαθιά και συλλογιέται περιμένοντας το γιο της:
«Πόσα όμορφα πράματα βρίσκονται στον κόσμο, που περνάνε κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας και ’μείς μηδέ τα νογάμε, μηδέ τα βλέπουμε…»
Πάλι χαμογελάει στοχαστικά πάνου στο βιβλίο με τις πεταλούδες. Α, τώρα ξέρει. Μέσα ’κει ο γιος της κάτι όμορφο ετοιμάζει μαζί με τους άλλους… και…
«Αχ, θε μου, πότες πια θα ξαστερώσει το μάτι κι η ψυχή τ’ ανθρώπου, να ξαστερώσει πια για πάντα ο ουρανός…»
Πιάνει απ’ όξω το κατσαρόλι με το φαΐ του γιου της: «Αργεί. Θα κρυώσει το φαΐ του. Πάλι παγωμένο θα το φάει. Μα… ναι. Δεν πειράζει… Θα ξαστερώσει κι η ψυχή κι ο ουρανός…»
Εκεί έξω, μέσ’ στο φως της Αθήνας, περνούν με συνοδεία τρία παλικάρια αλυσοδεμένα, σκονισμένα.
«Τι είναι; Ποιοι είναι;»
«Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηροδρόμους, αυτοί που αφήσανε δουλειές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.»
«Πού τους πάνε;»
«Να τους σκοτώσουν.»
«Γιατί;»
«Αυτή ’ναι τώρα η “λευτεριά”.»
Βουρκώνει ο ουρανός. Τα τρία αγγελούδια κουτρουβαλιάζονται απ’ τα σύννεφα. Χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα. Η Μάνα του Γκόρκι κλείνει το βιβλίο με τις πεταλούδες.
«Μπα», λέει. «Πώς άλλαξε μονομιάς ο καιρός. Τι κρύο.» Ανεβάζει το μαύρο μποξά της ως το κεφάλι και συμμαζώνεται στην καρέκλα της.
Στην άλλη κάμαρα ο γιος της κι ο γιατρός και τ’ άλλα παιδιά του λαού, κουβεντιάζουν:
«Πρέπει να…»
Σφιχτές οι γροθιές τους πάνου στο τραπέζι, σα να δίνουν τον όρκο του Μακρυγιάννη:
«Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;»
«Στο Μισολόγγι.»
«Πού το τσάκισα αυτό εγώ;»
«Στους Μύλους τ’ Αναπλιού.»
«Γιατί τα τσακίσαμε;»
«Για τη λευτεριά της πατρίδας.»
«Πού ’ναι η λευτεριά κι η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου.»
Σφίγγουνε πιότερο οι γροθιές, κι όλες μαζί οι καρδιές μια πέτρινη γροθιά, που αστράφτει μ’ όλη την άγριαν ομορφιά της, μ’ όλη της τη μεγάλη απόφαση.
Μεθαύριο, θ’ ανοίξει τρυφερά η παλάμη να χαϊδέψει, θ’ ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα στον ήλιο, θ’ ανοίξουν τα πνεμόνια στον αγέρα κι όλες οι μάνες θα ρίξουν απ’ τη ράχη τους το μαύρο τους μποξά και θ’ ανοίξουν τα βιβλία με τις πεταλούδες – κάτι καινούργιες πεταλούδες… Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους – τις ολοκαίνουργες ζητωκραυγές τους. Και τότες, βέβαια, θ’ ακούει όλος ο κόσμος.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.