Θυμηθείτε γιατί χανόμαστε
Μια κριτική προτροπή για το βιβλίο που τρύπησε το σκοτεινό δωμάτιο της άθλιας χουντικής επταετίας και φάνηκε η φτηνή ταπετσαρία με την αμερικάνικη αστεροέσσα και το πάτωμα που σάπισε από αίμα και δάκρυα αλλά κι η εγγλέζικη ψευδοροφή με τα κούφια δοκάρια. Σ’ αυτό το δωμάτιο ακούγονται ολοζώντανα και τα ζόμπι και τα φαντάσματα και οι επιζήσαντες της κυπριακής τραγωδίας
Ο Αλέξης Παπαχελάς κλείνει τα 13 το ’74, τη χρόνια που γκρεμίζεται η Χούντα. Εγώ έκλεισα τα 13 το ’67, όταν επιβλήθηκε η Χούντα, κι εκείνη την αποφράδα 21η Απριλίου τη θυμάμαι σαν το δολοφόνο της πρώτης μου εκδρομής ως πρωτάκι του Γυμνασίου. Είχα μείνει άυπνη από την αγωνία. Το καλαθάκι έτοιμο και θα πήγαινα με τα πόδια απ’ τη Ντούσα Μπότσαρη στο Κουκάκι στους Στύλους του Ολύμπιου Διός, όπου τα λεωφορεία θα μας περίμεναν για την ημερήσια στους Αγίους Αποστόλους. Βρίσκω χαράματα τον πατέρα μου στην κουζίνα, βουρκωμένο για πρώτη φορά στη ζωή μου, η μόνη άλλη ήταν η κηδεία της μάνας του, όρθιο δίπλα απ’ το ψυγείο ν’ ακούει απ’ το τρανζίστορ κάτι ακατάληπτα περί εθνοσωτηρίου επαναστάσεως. Μ’ αγκάλιασε και ψιθύριζε ένα «καταστραφήκαμε παιδί μου, καταστραφήκαμε». Εγώ μπήκα στην πρώιμη εφηβεία μου μαζί με τη χώρα σε «ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974», κατά τον ακριβέστατο τίτλο του βιβλίου του Αλέξη, κι εκείνος ομήλικος εφτά χρόνια μετά, έβλεπε την πόρτα να ανοίγει. Απ’ αυτήν μαζί με το αμυδρό φως, ήρθε και το δράμα, το έγκλημα, η αιμάτινη κι αγκαθωτή ως σήμερα διχοτόμηση της Κύπρου.
Ο πρώτος τίτλος κεφαλαίου στο εξαιρετικό, ερευνητικά δημοσιογραφικό, βιβλίο του Παπαχελά είναι «το θρίλερ της γενιάς μου». Και είναι όντως θρίλερ, γιατί όπως γράφει ο διεισδυτικός και εξαντλητικός στην έρευνα συνάδερφος συγγραφέας στο κλείσιμο: «Έχουν περάσει από τότε 46 χρόνια. Η Κύπρος παραμένει υπό τουρκική κατοχή, οι πρόσφυγες δεν έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους και η Τουρκία κατέχει το 37% του νησιού. Η Ελλάδα περιμένει ακόμη να συμφωνήσει η Τουρκία στην παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.»
Ο αείμνηστος Π. Κονδύλης, που πήγε τον Κλαούζεβιτς ένα βήμα παραπέρα, έλεγε πως η Ιστορία αρχίζει εκεί που τελειώνει η Δημοσιογραφία. Και με όσα βλέπουμε κι ακούμε ξέρουμε καλά τί εννοούσε, τώρα που η «γνωμοδοτική αυθαιρεσία» του Διαδικτύου έχει μετατρέψει την έννοια του ντοκουμέντου και της μαρτυρίας σ’ ένα αφόρητο γλιστερό ίσωμα. Ο Παπαχελάς με το βιβλίο του είναι η εξαίρεση, ευτυχώς, που βεβαιώνει τον κανόνα κι αποδεικνύει ότι η ερευνητική δημοσιογραφία, με πολύ κόπο, πολλαπλάσια επιμονή και κυρίως εμμονή για τα δύσκολα, μπορεί να είναι και πηγή της Ιστορίας. Σπάνια συνιστώ με τόσο πάθος το διάβασμα ενός βιβλίου, που ούτως ή άλλως είναι υποκειμενική επιλογή, αλλά το τολμώ για τούτο δω, που το ρούφηξα σ’ ένα εικοσιτετράωρο. Όχι από συναδερφική αλληλεγγύη. Ούτε από ιδεολογική συνάφεια. Αλλά γιατί είναι απίστευτα καλογραμμένο. Αφηγηματικό με τόσο έξυπνο και σύγχρονο τρόπο, που τα ενσωματωμένα κομμάτια συνεντεύξεων κι αποσπάσματα εγγράφων να μην διακόπτουν, αλλά να ενισχύουν την ροή της αφήγησης. Αυτό κι αν είναι αρετή στις μέρες μας, που ακόμα και οι μύθοι του Αισώπου ή ο χαμένος χρόνος του Προυστ λόγου χάρη, έχουν τεμαχιστεί σε τουιτεράκια και πωλούνται στο κλικοπάζαρο με το κιλό.
Επιπλέον, εκτός από ελκυστικό, το βιβλίο του Αλέξη είναι ειλικρινές και αντικειμενικό. Το τελευταίο όσο κι αν ακούγεται ακατόρθωτο είναι εφικτό, όταν μιλάμε για τη δημοσιογραφική έρευνα που προσπαθεί να διεισδύσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο μεγάλων αποφάσεων από μικρούς ανθρώπους, τρυπώντας το σε όλους τους τοίχους και στο πάτωμα και στο ταβάνι, τόσες φορές ώστε να δείχνει και το μέγεθος του και την πολιτική και ιμπεριαλιστική μπόχα που αναδύεται απ’ αυτό.
Υπάρχει όμως πέρα από μια πλούσια βιβλιογραφία και έναν χρηστικότατο κατάλογο πρωταγωνιστών στο τέλος, και η τεχνολογική σύγχρονη πρωτοτυπία να μπορεί κάποιος σκανάροντας QR codes διάσπαρτα στις σελίδες, ν’ ακούσει ή να δει και σε βίντεο: σε ποια χέρια κρεμάστηκαν λαοί, πρόσφυγες, αίμα, προδοσίες, φτηνά κλειδιά για άλωση ακριβών πατρίδων, όπως η Κύπρος.
Τέλος το βιβλίο «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, του Αλέξη Παπαχελά, εκτός από ελκυστικό για ανθρώπους της γενιάς μου και λίγο μεγαλύτερους, που θέλουν να θυμούνται πραγματικά κι όχι σαν αυτοκόλλητο που γράφει ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, είναι απίστευτα χρήσιμο για τους νεότερους, ακόμα και για τους σημερινούς εφήβους. Είμαι σίγουρη ότι πολλούς θα τους πείσει να ψάξουν κι αλλού και κυρίως να κουβεντιάσουν, πριν παγιδευτούν σε φτηνιάρικες πολιτικές εκδοχές και αληθοφανείς συνωμοσιολογικές παπάρες, τι παίχτηκε στην Κύπρο, τι χάθηκε και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο, και εν τέλει και στον κόσμο σε μια χουντική εφταετία. Εγώ πάντως όταν το τελείωσα, είχα ένα πικρό αίσθημα δίκιου να αποδώσω σ’ αυτούς που επιμένουν, όχι απλώς σήμερα αλλά ειδικά σήμερα, να φωνάζουν «φονιάδες των λαών αμερικάνοι» και «έξω οι βάσεις του θανάτου».
Καλή ανάγνωση και καλή επίγνωση.