«Στον κόσμο βγαίνει το γυφτάκι και χάνεται…»
Έφευγαν σαν να μη συνέβη κάτι ιδιαίτερο, σαν να μην είδαν ή να μην ήθελαν να δουν, σαν να σιχτίριζαν τη στιγμή που ένα γυφτάκι ήρθε να διαταράξει την «άγια» ρουτίνα τους…Ο φριχτός και άδικος θάνατος της 8χρονης Όλγας, «φώτισε» σαν προβολέας την απανθρωπιά που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Η είδηση για την 8χρονη Όλγα, η οποία εγκλωβίστηκε και ξεψύχησε στην πόρτα της αλευροποιίας «Σαραντόπουλου», στο Κερατσίνι, ήρθε να προσθέσει κι άλλο θάνατο στη γεμάτη θανατικό ζωή μας. Ίσως να μη τάραζε τόσο τα συνήθως χαρτογραφημένα νερά της επικαιρότητας, αν δεν έβγαιναν στη δημοσιότητα τα όσα ασύλληπτης απανθρωπιάς διαδραματίστηκαν δίπλα στο σώμα του παιδιού μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, επί σχεδόν τρεισήμισι ώρες.
Οι σκηνές που κατέγραψαν οι κάμερες ασφαλείας του εργοστασίου χτυπούν σα σιδερένια κλωτσιά στο στομάχι. Πονάει η ψυχή όποιου διαθέτει ελάχιστη ανθρωπιά. Ένα μικρό παιδί ξεψυχά με αγωνία μπροστά στα μάτια άλλων ανθρώπων. Ένα συντριμμένο παιδικό κορμάκι, ζεστό ακόμα από τα εναπομείναντα ίχνη ζωής κείτεται δίπλα σε ανθρώπους που πηγαινοέρχονται μπροστά στην γκαραζόπορτα – που ανοίγει και κλείνει συντρίβοντάς το ξανά –, πεζή ή οδηγώντας οχήματα που οι ρόδες τους κυλούν μερικά εκατοστά από το παιδί.
Άνθρωποι της εργοδοσίας, «υπεύθυνοι», εργαζόμενοι, διερχόμενοι οδηγοί, ούτε ένας απ’ όλους αυτούς νοιάζεται, ούτε ένας δεν νοιώθει την ανάγκη να σκύψει και ν’ αγκαλιάσει το παιδί να δει αν αναπνέει, έστω να ουρλιάξει «βοήθεια». Ένας, μιλώντας στο κινητό σκουντάει με το πόδι του το σώμα του παιδιού (για να δει αν είναι ζωντανό;!) σα να πρόκειται για κάποιο ενοχλητικό σκουπίδι (για σακούλα το πέρασαν, είπαν κάποιοι…) που έφερε ο αέρας στην αυλή του. Κι όλοι στη συνέχεια αποχωρούν σα να μη συνέβη κάτι ιδιαίτερο, σα να μην είδαν ή να μην ήθελαν να δουν, σαν να σιχτίριζαν τη στιγμή που ένα γυφτάκι ήρθε να διαταράξει την «άγια» ρουτίνα τους και να χαλάσει την καθημερινότητά τους. Η εργοδοσία αντί να καλέσει ασθενοφόρο διατάζει να σταματήσει η βάρδια και όλοι να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο, και οι εργαζόμενοι αποχωρούν περνώντας κι αυτοί ένας ένας δίπλα από το σωριασμένο σώμα του παιδιού, βλέποντας και χωρίς να αντιδρούν.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι, έχουν δικά τους παιδιά ή αδέλφια, ανίψια, εγγόνια. Κάποιοι τα πηγαινοφέρνουν στο σχολείο, τα περιμένουν να παίξουν στην παιδική χαρά, επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά τα αγκαλιάζουν και τα φιλούν, τους λένε να είναι καλά παιδιά και να γίνουν σωστοί άνθρωποι όταν μεγαλώσουν. Τα Χριστούγεννα τους αγοράζουν δώρα, τα καλοκαίρια τα μαθαίνουν να κολυμπούν· τους λένε «σ’ αγαπώ».
Ο φριχτός και άδικος θάνατος της 8χρονης Όλγας «φώτισε» σαν προβολέας την απανθρωπιά που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Έβγαλε στην επιφάνεια μια διάσταση της βαρβαρότητας που φωλιάζει στις ψυχές ανθρώπων που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε μια κοινωνία όπου ο ατομισμός και το κέρδος λατρεύονται σα θεότητες· με τη συμπεριφορά τους, όταν τους δοθεί η ευκαιρία, την επιστρέφουν στο κοινωνικό σύνολο. Δεν πρόκειται για κάποιους «άλλους», αλλά για συναδέλφους, για γείτονες, γνωστούς, διπλανούς, ενδεχομένως για συγγενείς.
Αυτό που συντελέστηκε στην είσοδο του εργοστασίου στο Κερατσίνι αποτελεί ψηφίδα του ψηφιδωτού των απάνθρωπων συμπεριφορών που τα τελευταία χρόνια τείνουν ν’ αποχτήσουν χαρακτηριστικά επιδημίας. Όποιος ξαφνιάζεται και απορεί, τότε δεν ζει:
Στην κοινωνία όπου η ατομική ευθύνη προβάλλεται ως το φάρμακο δια πάσαν νόσον και δια πάσαν μαλακίαν, και η κοινωνική ευθύνη καταλαμβάνεται από την φιλανθρωπία των εταιρειών.
Σε μια κοινωνία γεμάτη διαχωρισμούς, αποκλεισμούς, ρατσισμό, φθόνο, μίσος, φόβο για το διαφορετικό· όπου κυριαρχούν η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η άγνοια ακόμα και για τα αυτονόητα, ο Φόβος.
Στην κοινωνία όπου οι φασίστες εκφράζονται επίσημα με μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, αλλά αυτοί που έχουν εκφασιστεί είναι πολύ περισσότεροι.
Στην κοινωνία όπου βγάζει μάτι η αμορφωσιά, και η μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια αντιμετωπίζονται από όλες τις κυβερνήσεις περίπου ως διεκπεραίωση και άγνωστη έννοια αντίστοιχα, ενώ η ιστορία αποσιωπάται ή παραχαράσσεται σκόπιμα.
Σε μια κοινωνία όπου το κυνήγι της επιβίωσης παραμερίζει και ενίοτε καταβροχθίζει οτιδήποτε ζεστό και ανθρώπινο, προς τέρψη εκείνων που κινούν τα νήματα και ελέγχουν – ακόμα – τις αντιδράσεις.
Στην κοινωνία όπου τον 21ο αιώνα υπάρχουν σπίτια χωρίς καθημερινό φαΐ, ηλεκτρικό ρεύμα, καθαρό νερό, χωρίς θέρμανση και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, όπως οι Ρομά, δεν ζουν καν σε κανονικό σπίτι.
Σε μια κοινωνία όπου ξεχειλίζει ο πλούτος και αυτοί που τον παράγουν είναι φτωχοί, ενώ την τεράστια πρόοδο της επιστήμης και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας δεν τα χαίρονται και δεν τα απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι.
Ο θάνατος της μικρής Όλγας και όσα διαδραματίστηκαν γύρω από το άψυχο σώμα της δεν είναι το μόνο φριχτό και άδικο κι ούτε θα ’ναι το τελευταίο, σε μια κοινωνία βαθιά άρρωστη, σ’ ένα κόσμο που σάπισε και προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανός τρώγοντας από τις ίδιες τις σάρκες του.
Θα μπορούσαν να γραφτούν κι άλλα, όμως με περιγραφές και διαπιστώσεις, το πρόβλημα δεν λύνεται. Μια άλλη κοινωνία με τον άνθρωπο στο επίκεντρό της, που να υπηρετεί τις ανάγκες των πολλών κι όχι τα κέρδη των λίγων, έχει ανάγκη και μπορεί να χτίσει ο άνθρωπος. Με τη ζεστασιά, την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά ν’ αποτελούν πηγαία αισθήματα κι όχι στιγμιότυπα φιλανθρωπίας. Σαν πρόκληση αυτή η κοινωνία στέκεται μπροστά σ’ όσους το αναγνωρίζουν και το κατανοούν και – ακόμα – δεν αντιδρούν. Η αναγκαιότητά της «φωνάζει» σ’ όσους – ακόμα – δεν μπορούν να το δουν.
«Μαύρα τα μάτια κι οι βλεφαρίδες
και μονοπάτια με νυχτερίδες
καρφί δεν καίγεται
Κι εσύ μια μέρα που δε με είδες
και τι θα γίνει και που με είδες
ζωή δε λέγεται…»