Η δίκη των αξιωματικών του γερμανικού υποβρυχίου U-852, για τη δολοφονία του πληρώματος του Φ/Γ «Πηλεύς»
Μία αναφορά που εκτίμησα ότι έχει τη δική της διαχρονική αξία να γίνει και πάλι γνωστή για δύο λόγους, αφ’ ενός να μάθει η νέα γενιά της Χίου τη μεγάλη προσφορά των ναυτεργατών της πατρίδας στο βωμό της λευτεριάς και αφ’ ετέρου να κατανοηθεί η αναγκαιότητα της έντασης του αγώνα όλων μας ενάντια στις αιτίες που προκαλούν τους πολέμους.
Τα ναυτοχώρια της Χίου -η Συκιάδα και η Λαγκάδα- κατά την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου πολέμου θρήνησαν αρκετές φορές, αφού πολλοί ναυτεργάτες πνίγηκαν σε τορπιλισμούς των πλοίων που μπαρκάριζαν, από γερμανικά υποβρύχια.
Μελετώντας την έκδοση «Η Λαγκάδα της Χίου» του Πολιτιστικού Συλλόγου Λαγκάδας Χίου «Ο Φάρος» (έκδοση 1985), έπεσα πάνω στην ιστορική αναφορά των Πρακτικών της Δικής του Φ/Γ «Πηλεύς».
Μία αναφορά που ήρθε στο φως, χάρις στην κατάθεση του ναυτεργάτη Α. Λιόση του Ελληνικού πλοίου Φ/Γ «Πηλεύς», ο οποίος διασώθει του τορπιλισμού από γερμανικό υποβρύχιο και ενημέρωσε για το έγκλημα του Γερμανού κυβερνήτη του υποβρυχίου U- 852.
Μία αναφορά που αναδεικνύει τον τιτάνιο αγώνα των ναυτεργατών της Ελλάδας και όλων των χωρών «να κρατήσουν τα πλοία εν κινήσει» στη σύγκρουση με το φασισμό.
Έκδηλη είναι η βιαιότητα και η όξυνση των συγκρούσεων κατά τις ναυμαχίες και γενικότερα τις πολεμικές συγκρούσεις του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Μία αναφορά που εκτίμησα ότι έχει τη δική της διαχρονική αξία να γίνει και πάλι γνωστή για δύο λόγους, αφ’ ενός να μάθει η νέα γενιά της Χίου τη μεγάλη προσφορά των ναυτεργατών της πατρίδας στο βωμό της λευτεριάς και αφ’ ετέρου να κατανοηθεί η αναγκαιότητα της έντασης του αγώνα όλων μας ενάντια στις αιτίες που προκαλούν τους πολέμους.
Μία αναφορά τιμής και μνήμης στα θύματα του ιμπεριαλιστικού Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που ανάμεσα στους ναυτεργάτες που χάθηκαν ήταν και Χιώτες, Βρονταδούσοι, Καρδαμυλίτες, Αιγνουσιώτες και στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα χωριά της Λαγκάδας, Συκιάδας και Αρμολίων. Τα αδέλφια Παναγιώτης και Βασίλης Λεοντάρας του Παντελή, ο άντρας της αδελφής τους Αλεξάνδρας, Λεωνίδας Κουκούμυαλος, ο Λουκάς Τσίγκος του Στεφάνου, ο Σ. Χαβιάρας, ο Ε. Φύκαρης και ο Κ. Κοσμίδης.
Το πλήρωμα ήταν 35 ναυτεργάτες, με την ακόλουθη εθνική σύνθεση: 18 Έλληνες, 8 Άγγλοι, 3 Κινέζοι, 2 Αιγύπτιοι, 1 Ρώσος, 1 Πολωνός, 1 Χιλιανός, 1 από Υεμένη. Όλοι άφησαν πίσω απορφανισμένες τις οικογένειές τους, με αρκετά παιδιά.
Στο παρόν άρθρο, παρουσιάζω τα πρακτικά της δίκης – αντιγράφοντάς τα έτσι όπως είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο του πολιτιστικού συλλόγου – των εγκληματιών πολέμου, που έγινε στο Κούρο Χάουζ του Αμβούργου και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ναυτική Ελλάς, προσθέτοντας νέα ιστορικά στοιχεία και φωτογραφίες.
Η Δίκη δια την καταβύθισιν του φορτηγού Πηλεύς και την απάνθρωπον συμπεριφοράν των Γερμανών προς το πλήρωμα του
Η Δίκη του πληρώματος του υποβρυχίου U-852 είχε ως Δικαστές το Βρετανό ταξίαρχο Τζωνς, τρείς ακόμα Βρετανούς και δύο Έλληνες αξιωματικούς του Βασιλικού Ναυτικού, τον πλοίαρχο Εμ. Ματθαίο και τον πλωτάρχη Νικόλαο Σαρρή και ως κατηγορούμενους τον κυβερνήτη υποπλοίαρχο Χάιντς Εκ., τον ανθυποπλοίαρχο Αουγκούστο Χάρμαν, τον πλοίαρχο ιατρό Βάλτερ Βάισπφένιχ, τον αντιπλοίαρχο μηχανικό Χάνς Λέντς και το δίοπο Βόλφαγκ Σβέντερ.
Η κατηγορία ήταν ότι κατά τη νύκτα μεταξύ 13 και 14 Μαρτίου 1944, αφού εβύθισαν το πλοίο προέβησαν στη δολοφονία των διασωθέντων ναυτικών του, δια πυροβολισμών και χειροβομβίδων, εκ προθέσεως κατά παράβασιν του δικαίου του πολέμου.
Στη Δίκη διαβάστηκε η ένορκος κατάθεση του εκ Κρανιδίου υποπλοιάρχου Α. Λιόση, που έχει ως εξής:
«Εμπαρκάρισα στο Πηλεύς ως υποπλοίαρχος τον Ιούλιο του 1943 αφού είχα διαφύγει από την Ελλάδα με καΐκι και έφτασα στη Μέση Ανατολή. Το Φ/Γ «Πηλεύς» είχε έλθει είς το Σουέζ από τας Ινδίας και κατευθύνετο είς την Αγγλίαν με γενικόν φορτίον. Από το Σουέζ φύγαμε με την πρώτη νηοπομπή που έγινε από την Αλεξάνδρεια διά την Αγγλία διά Γιβραλτάρ, μετά την κατάληψη της Σικελίας.
Είς το ταξίδι δεν είχαμε κανένα εξαιρετικόν επεισόδιο και φθάσαμε εις το Ναντίν της Σκωτίας όπου και ξεφορτώσαμεν. Από κει κενό φορτίου, με νηοπομπήν εις το Θρι Ρίβερς του Καναδά όπου φορτώσαμε σιτάρι για το Λονδίνο. Από εκεί πήγαμε στο Ίμινχαμ και πήραμε κάρβουνο και αυτοκίνητα για ένα λιμάνι της Β. Αφρικής. Στο Λακ Γιού της Σκωτίας ενταχθήκαμε σε νηοπομπή 65 εμπορικών πλοίων και 12 συνοδά πολεμικά πλοία αρχές Ιανουαρίου 1944 για το Αλγέρι. Στο Αλγέρι ελάβαμεν διαταγή να φύγωμεν κενοί δια την Ν. Αμερικήν, για προορισμό που θα καθωρίζετο εν καιρώ.
Στο Γιβραλτάρ ενταχθήκαμε σε νηοπομπή δια Φρι Τάουν της Σιέρα Λεόνε και μετά από ταξίδι 11 ημερών φθάσαμε είς Φρι Τάουν προς ανθράκευσιν. Εκεί αφού πήραμε κάρβουνο μπήκαμε σε νέα νηοπομπή και στις 8 Μάρτη εφύγαμεν για τον προορισμόν μας.
Εταξιδεύαμεν με την νηοπομπήν επί τρία ημερόνυχτα και το πρωί της 11ης Μαρτίου ελάβαμεν σήμα αρχηγού νηοπομπής να αποχωρισθώμεν των άλλων σκαφών και να πλεύσωμεν μόνοι μας προς τον προορισμόν μας σύμφωνα προς τας εμπιστευτικάς οδηγίας που είχε δώσει ο αντιπρόσωπος του Αγγλικού Ναυαρχείου στο Φρι Τάουν και περιείχον τας διαδοχικάς πορείας, που θα ακολουθούσαμε μέχρις να φθάσωμεν είς τό λιμένα προορισμού μας.
Ο Τορπιλισμός
Το Φ/Γ «Πηλεύς» αποχωρίστηκε της νηοπομπής και αρχίσαμε να ταξιδεύουμε μόνοι μας εις τον ωκεανόν εταξιδεύαμεν έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και νύχτας, χωρίς κανένα επεισόδιο με καλό καιρό. Μία ελαφρά όστρια νότιος άνεμος ερυτίδωνε τη θάλασσα.
Το βράδυ της επόμενης μέρας Δευτέρα 13ης Μαρτίου 1944, ενώ είχε πέσει καλά το σκοτάδι κάνοντας βάρδια στη γέφυρα διέκρινα δύο φωτεινές γραμμές να σχίζουν τη θάλασσα και να κατευθύνονται προς το καράβι μας.
Κατάλαβα ότι επρόκειτο περί δύο τορπιλών που άφηναν λόγω του φωσφόρου τις φωτεινές γραμμές και ήρχοντο στα αριστερά μας προς το μέσον του πλοίου. ‘Εβγαλα τότε μία φωνή στον τιμονιέρη να πάρει το τιμόνι όλο αριστερά, για να αποφύγωμεν τις τορπίλες και ταυτοχρόνως έτρεξα να σημάνω τους κώδωνες συναγερμό στα εσωτερικά διαμερίσματα, όμως δεν προλάβαμεν το πλοίο να πάρει τη νέα του θέσιν. Οι τορπίλες ήταν τόσο κοντά μας…
Ακούσθηκαν τότε τρομακτικοί κρότοι και τα πάντα έγιναν συντρίμμια. Τότε εκσφενδονίστηκα στη θάλασσα αναίσθητος, με αρκετούς μώλωπας στο πρόσωπο και σε διάφορα μέρη του σώματος μου. Όταν η θάλασσα με έφερε στην επιφάνεια συνήλθα και άρχισα να κολυμπώ. Διέκρινα τότε μέσα στο σκοτάδι τα φωτάκια των φανών των σωσιβίων των άλλων ανδρών και άκουσα τις επικλήσεις βοήθειας των, καθώς και τις σφυρίχτρες που ήταν εφοδιασμένοι για την περίπτωσιν αυτήν.
Το καράβι είχε γείρει με την πρύμνη και σε λίγα λεπτά αφού έβγαλε καπνούς και ατμούς χάθηκε μέσα στα κύματα, με τρομερούς κρότους, που προήρχοντο από την ανατίναξη των ζεσταμένων καζανιών του.
Μέσα στα κύματα
Κολυμπώντας συνάντησα μία μπουκαπόρτα απ’ την οποία πιάστηκα. Οι φωνές των συναδέλφων μου ακουγόντουσαν ακόμη, μα πουθενά δεν εφαίνετο βάρκα. Όσο έκοβε το μάτι μου έβλεπα τα φωτάκια μόνον των ναυαγών και τα συντρίμμια του βυθισθέντος πλοίου. Είμεθα 600 μίλια από την πλησιέστερη αμερικανική ακτή, καταμεσής του ωκεανού και μόνο σ’ ένα θαύμα θα μπορούσαμε να ελπίσωμεν ότι θα φθάναμε ποτέ στη ξηρά.
Η θέληση για ζωή και το αίσθημα αυτοσυντηρήσεως κυριαρχούσαν μέσα μου πέρα από κάθε άλλο συναίσθημα. Ενώ κολυμπούσα άκουσα φωνές και πλησίον μου κολυμπούσε ο ναύτης Κωνσταντινίδης από τη Σύρο, ο οποίος ζητούσε βοήθεια γιατί δεν είχε σωσίβιο.
Ενώ κολυμπούσαμε, είδαμε να πλέει πλησίον μας το υποβρύχιο. Δυο άνδρες του αφού φώναξαν να σβήσουν τα φωτάκια των σωσιβίων, άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις:
Ποιο πλοίο είσαστε;
Ποίας εθνικότητας;
Τι φορτίον είχαμε;
Από πού ερχόμαστε;
Πού πηγαίναμε;
Εμείς λόγω της μικρής απόστασης από αυτό δεν μιλήσαμε μην τυχόν και μας χτυπήσουν. Οι άλλοι απαντούσαν και παρακαλούσαν να τους περιμαζέψουν παίρνοντας τους πάνω στο υποβρύχιο. Οι Γερμανοί δεν εσυγκινούντο και στριφογύριζαν γύρω από τους ναυαγούς ζητώντας να μάθουν ότι περισσότερο μπορούσαν.
Το Υποβρύχιο U- 852
Ενώ εξακολουθούσε η ανάκρισις από τους Γερμανούς, παρασυρμένοι από το θαλάσσιο ρεύμα συναντήσαμε μία σχεδία πάνω στην οποία ήταν ένας Ρώσος ναύτης που είχε μπαρκάρει στο Λονδίνο!
Ανεβήκαμε κι εμείς πάνω στη σχεδία κι αρχίσαμε να κωπηλατούμε προς το μέρος των καλούντων σε βοήθεια συναδέλφων μας. Σε λίγο συναντήσαμε ακόμα μία σχεδία και μπήκε μέσα ο Ρώσος ναύτης… Τραβήξαμε γρήγορα προς τα συντρίμμια και βρήκαμε να ‘ναι πιασμένοι τρείς από το πλήρωμα ο ανθυποπλοίαρχος Άγις Κεφαλάς, από την Κεφαλλονιά, ο λιπαντής Σταύρος Σόγιας και ένας Κινέζος θερμαστής.
Ξαφνικά είδαμε το μελανό όγκο του υποβρυχίου να περιφέρεται ανάμεσα μας και να έρχεται κοντά και να μας ρωτά τα σχετικά… Εγώ με τον Κωνσταντινίδη μείναμε μακριά γιατί λόγω της ιδιότητας μου οι Γερμανοί θα με υποβάλλαν σε βασανιστικές ανακρίσεις και μετά θα με πέταγαν στη θάλασσα.
Η Ανάκρισις
Το υποβρύχιο είχε βγει ολόκληρο στην επιφάνεια και πολλοί άνδρες του ήταν στον πυργίσκο. Στην πλώρη εφαίνεντο δύο σκιές… Ο Κεφαλάς μόλις ανέβηκε στο υποβρύχιο υποβλήθηκε σε ανάκρισιν υπό την απειλή περιστροφών δύο Γερμανών αξιωματικών.
Η ανάκρισις του κράτησε πολύ ώρα και επειδή κρατούσε επιμελώς απέφευγε να πει πράγματα, που θα έθιγαν τους συμμάχους, οι Γερμανοί τον απέπεψαν σκαιώς λέγοντας του: «Πήγαινε κι αύριο θα έλθουν οι Άγγλοι να σας σώσουν.» Ένας μάλιστα νεαρός Γερμανός αξιωματικός που έφερε γαλόνια υποπλοιάρχου, την ώρα που ο Άγις Κεφαλάς κίνησε να κατέβει στην σχεδία, του είπε σπρώχνοντας τον: «Τσακίσου από δω και αν δης και εσύ και οι σύντροφοι σου σωτηρία από τους φίλους σας τους Άγγλους, να μας το γράψετε.»
Ο Κεφαλάς κατέβηκε στη σχεδία και αμέσως το υποβρύχιο έκανε πρόσω ολοταχώς και χάθηκε…
Οι Γερμανοί πολυβολούν…
Στον ωκεανό μείναμε με συντροφιά τον ουρανό και τη θάλασσα και το βαθύ σκοτάδι. Η νοτιά να μας παρασέρνει…
Η πολύωρος ανάκρισις μας είχε απομακρύνει από τους συναδέλφους μας, που κολυμπούσαν ή κρατούνταν από διάφορα συντρίμμια και ακούγαμε τις φωνές τους μακριά να ζητούν βοήθεια. Αρχίσαμε να κωπηλατούμε τις σχεδίες προς το μέρος τους, όμως η κατάσταση δυσκόλευε λόγω του βάρους τους φωνάζοντας δυνατά και προσπαθώντας, με ενθαρρυντικά λόγια να τους κάνουμε κουράγιο..
Η αγωνία στο κατακόρυφο… Η προσπάθεια μεγάλη, για να σώσουμε τους συναδέλφους μας… Όμως εκείνη την ώρα αναδύθηκε το υποβρύχιο μπροστά μας και μας εκάλεσε να πλησιάσομε…
Εγώ φοβηθείς την εξαντλητικήν ανάκρισιν είπα στον Κεφαλά να μπει στην άλλη σχέδια και να πει στους άλλους, που ήταν στη σχεδία να μην αποκαλύψουν ότι είμεθα αξιωματικοί, αλλά ότι ανήκομεν στο κατώτερο πλήρωμα.
Το υποβρύχιο πλησιάζει και αμέσως αρχίζει να βάζει με ριπή πολυβόλου εναντίον μας. Εγώ και ο Κωνσταντινίδης που είμαστε στην ίδια σχεδία επέσαμε αμέσως πρηνείς για να αποφύγωμεν τις ριπές… Ο Κωνσταντινίδης όμως δεν την είχε γλυτώσει, ετραυματίσθει σοβαρώς, όπως εκατάλαβα από τις σπαρακτικές κραυγές του. Δεν μπορούσα να του κάνω τίποτα γιατί αν σηκωνόμουν να τον βοηθήσω θα με θέριζε και μένα το γερμανικό πολυβόλο. Ο Κωνσταντινίδης ωρύετο και σπαρταρούσε από τον πόνο…
Σε λίγη ώρα έπαυσε να φωνάζει και κάθε του κίνησις είχεν εκλείψει! Είχε πεθάνει!
Το πολυβόλο εξακολουθούσε να γαυγίζει και τα βλήματα του έπεφταν σαν το χαλάζι στη θάλασσα και τη σχεδία.
Η πρώτη σκέψις μου μόλις άρχισε να πυροβολή το γερμανικό υποβρύχιο ήταν να μείνω πεσμένος όπως ήμουν και τελείως ακίνητος, για να δώσω την εντύπωσιν του σκοτωμένου. Έτσι ήλπιζα να παραπλανήσω τους Γερμανούς και να τούς κάνω να πιστέψουν ότι δεν είχε μείνει κανείς ζωντανός απ’ την σχεδία μας.
Κάποια στιγμή σταμάτησε ο πυροβολισμός, έριξαν το μικρό προβολέα τους επάνω στη σχεδία μας για να βεβαιωθούν ότι το απάνθρωπο έγκλημα τους είχε ολοκληρωθεί. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ότι οι δύο που είμαστε πάνω στη σχεδία, δεν είχαμε σκοτωθεί και έριξαν χειροβομβίδες. Μία από αυτές έσκασε στη δεξιά πλευρά της σχεδίας και μου προξένησε πολλά και μεγάλα τραύματα στην ωμοπλάτη. Παρά τους τρομερούς πόνους εξακολουθούσα να κάνω τον πεθαμένο.
Την ίδια ώρα το υποβρύχιο ξανάριξε τον προβολέα του επάνω στη σχεδία και επειδή δεν είδε καμία κίνηση με εξέλαβε νεκρό. Τότε άρχισε να πολυβολή χαμηλά τη σχεδία για να καταστρέψη τα στεγανά της και να τη βυθίση ώστε να συμπαρασύρη στο βυθό τα πτώματα μας για να μην υπάρξει απόδειξις του εγκλήματος του. Όμως και εκεί η τύχη, με βοήθησε γιατί τα ντεπόζιτα δεν ήσαν γεμάτα από αέρα, όπως εφαντάζοντο ο Γερμανός κυβερνήτης, αλλά από μπαμπάκι, που τη συγκράτησε στην επιφάνεια.
Κατόπιν αντήχησεν πάλιν ο κρότος των μηχανών του και το είδα να απομακρύνεται.
Σε λίγο άκουσα πάλι το πολυβόλο του είχε πλησιάση τους δυστυχισμένους συντρόφους μου που κολυμπούσαν απεγνωσμένα στο νερό ή είχαν πιαστεί από επιπλέοντα συντρίμμια και είχαν αντιληφτεί τις διαθέσεις των Γερμανών… Οι ριπές των πολυβόλων ήταν γρήγορες κατόπιν έγιναν αραιότερες. Έγινε σε μένα καθαρό ότι σκότωναν τούς συγκεντρωμένους στα συντρίμμια και έψαχναν τους μεμονωμένους…
Το μακελειό κράτησε όλη τη νύχτα κι όταν άρχισε να γλυκοχαράζει οι πολυβολισμοί έπαυσαν. Φαίνεται πώς το υποβρύχιο είχε καταδυθεί αφού βεβαιώθηκε ότι ολοκλήρωσε τη σφαγή.
Ο υγρός τάφος
Όπως ήμουν ξαπλωμένος, γεμάτος αίματα από τα τραύματα μου, με συνεπιβάτη το πτώμα του Κωνσταντινίδη, άκουσα τον παφλασμό και το βογγητό δίπλα στη σχεδία. Φοβισμένος έριξα μία ματιά και είδα να ξεπροβάλλη ένα χέρι μέσα από τη θάλασσα και να πιάνεται από τη σχεδία. Ήταν ο Κεφαλάς!
Τον βοήθησα να ανεβή στη σχεδία και τότε είδα πως ήταν τραυματισμένος σοβαρά στο δεξί χέρι. Το είχε πάρει ριπή και κρεμόταν από το βραχίονα. Του συνέστησα να μείνει ακίνητος για να μην μας δη το υποβρύχιο, με το περισκόπιο και μας αποτελειώση. Οι πόνοι του όμως ήταν φριχτοί, ο δυστυχισμένος σπάραζε κυριολεκτικώς και δάγκανε από τους πόνους τα ξύλινα δεσίματα της σχεδίας.
Η πρώτη μέρα μετά το συμβάν στη μέση του ωκεανού και τον ήλιο να καίει μέσα στη σχεδία το νεκρό Κωνσταντινίδη και μένα και τον Κεφαλά τραυματισμένους.
Μείναμε όλη τη μέρα ακίνητοι, φοβισμένοι, διψασμένοι και πεινασμένοι κάτω από τον καυτερό ήλιο και τα τραύματα μας να τρέχουν αίμα. Η μοναδική σκέψις μας ήταν η παρουσία του υποβρύχιου που συνεχώς φανταζόμεθα ότι έπλεε εκεί κοντά και μας παρακολουθούσε με το περισκόπιο.
Το απόγευμα το πτώμα του Κωνσταντινίδη, με τα μεγάλα ανοικτά τραύματα, λόγω της μεγάλης ζέστης άρχισε να αποσυντίθεται… Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε να το ρίξουμε στη θάλασσα, όμως οι δυνάμεις μας και τα τραύματα μας δεν μας το επέτρεπαν. Το σώμα του ήταν μέσα στη λακκούβα, που υπήρχε στο κέντρο της σχεδίας.
Αγωνιζόμαστε εγώ με το γερό αριστερό χέρι μου και ο Κεφαλάς με τα πόδια, μα μόλις το ανασηκώναμε εκείνο ξανάπεφτε στη θέση του. Τέλος περάσαμε μία σανίδα κάτω από το σώμα του άτυχου συναδέλφου μας και το σπρώξαμε στη θάλασσα, στον υγρό τάφο του.
Οι Καρχαρίαι
Το πτώμα του άτυχου εκ Σύρου Κωνσταντινίδη μόλις έπεσε στη θάλασσα το άρπαξαν τα πελώρια σκυλόψαρα που τριγύριζαν τη σχεδία, αφού η μυρωδιά του αίματος ήταν διάχυτη. Η σχεδία μόλις εξείχε τριάντα εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας και τα σκυλόψαρα τριγυρνούσαν γύρω από τη σχεδία και με τα χτυπήματα τους ήθελαν να την ανατρέψουν, για να κατασπαράξουν και εμάς.
Έτσι πέρασε η νύχτα ανάμεσα σε χίλιους εφιάλτες.
Οι καρχαρίαι μας παρακολουθούσαν και κάθε τόσο ορμούσαν και χτυπούσαν τη σχεδία να την ανατρέψουν, αλλά αυτό δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο ο φόβος του υποβρυχίου που πιθανολογούσαμε ότι μας παρακολουθεί και ότι θα μας έβαζε με τα πολυβόλα του.
Έτσι περνούσαν οι μέρες με τη συντροφιά των καρχαριών, που μας ακολουθούσαν ελκυόμενοι από το αίμα που έτρεχε από τίς πληγές μας.
Την τετάρτη μέρα κατορθώσαμε να ανασηκωθούμε λίγο και να ψάξουμε στο κάτω μέρος τής σχεδίας και να βρούμε μερικά φάρμακα. Τότε άρχισα να περιποιούμε το τραύμα του Κεφαλά.
Την όγδοη μέρα το πρωί είδαμε στον ορίζοντα ένα μελανό σημείον το οποίον μας γέμισε χαρά, γιατί νομίσαμε πως είναι κανένα βαπόρι που θα μας έσωζε… Η ματιά μας σταθερή πάνω στο περίεργο αυτό αντικείμενο. Οι ώρες όμως περνούσαν και το μαύρο στίγμα παρέμενε ακίνητο!
Οι άλλοι ναυαγοί
Το απόγευμα πλησιάσαμε το αντικείμενο και τότε καταλάβαμε ότι ήταν μια ακόμα σχεδία από το πλοίο μας με δυο ναύτες το Δημήτρη Αργυρό από τους Οθωνούς και ο Ρόκα Σάιτ από τη Μάλτα. Αγκαλιαστήκαμε και φιλιόμαστε κλαίγοντας από χαρά. Μας διηγήθηκαν ότι όταν το υποβρύχιο πολυβολούσε αυτοί ήταν πιασμένοι από ένα κομμάτι ξύλο και με βουτιές κατάφεραν να αποφύγουν τον πολυβολισμό.
Αποφασίσαμε να μπούνε στη δική μας βάρκα, για να περιποιούνται τα τραύματα μας και να μοιραστούμε τη γαλέτα και το νερό, που είχαν τελειώσει σ’ αυτούς.
Μετά από δέκα ημέρες προσπαθούσαμε να συγκεντρώσουμε το νερό της βροχής. Απλώναμε το τεντάκι και με μία τρύπα στη μέση γεμίζαμε το τάνκι με νερό. Ήμασταν τυχεροί γιατί άρχισε να βρέχει τακτικά.
Όσο περνούσαν οι μέρες τα τραύματα μου εκαλυτέρευαν, ενώ του Κεφαλά αντιθέτως το τραύμα εχειροτέρευεν είχε μεγάλο πυρετό παραμιλητό και εφιάλτες.
Μετά από 15 ημέρες τελείωσε η γαλέτα παρ’ όλη τη οικονομία που κάναμε. Και τότε εφευρίσκαμε απίθανους τρόπους ψαρέματος, γιατί το μόνο μέσο διατροφής, που μας έμεινε ήταν τα ψάρια.
…Οι μέρες περνούσαν χωρίς να βλέπουμε τίποτα στον ορίζοντα. Ο Κεφαλάς εχειροτέρευε και από την 17ην Απριλίου, δηλαδή 25 ημέρες, αφ΄ ότου ξεκινήσαμε να περιπλανιόμαστε στον ωκεανό, πριν ακόμα ξημερώσει υπέκυψε στο μοιραίο, έπειτα από υψηλό πυρετό και παραλήρημα. Τον ρίξαμε στη θάλασσα όπου τον άρπαξαν τα σκυλόψαρα και τον κομμάτιασαν.
Το φρικιαστικό τέλος του συντρόφου μας, μας έκανε λιγότερη εντύπωση, απ’ όση μας κάνει τώρα η ανάμνηση του συγκλονιστικού εκείνου θανάτου, γιατί συνέβη σε στιγμές υπέρτατης αγωνίας, που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε κυριαρχήσει μέσα μας και μας είχε κάνει πολύ εγωιστές. Οι τρεις που μείναμε είχαμε τελείως εξαντληθή και περιμέναμε μέσον σωτηρίας ή το θάνατο από την πείνα.
Ο Μαλτέζος λιπαντής άρχισε να παρουσιάζει σημάδια παράκρουσης. Έκλαιγε συνεχώς και φώναζε σπαρακτικά: «Τι θα γίνουν τα παιδιά μου;» ενώ ταυτόχρονα ζητούσε να είναι ξαπλωμένος, γιατί έτσι ενόμιζε πως δεν ξόδευε δυνάμεις και θα μπορούσε να μείνη περισσότερο στη ζωή. Προσπαθούσαμε να τονώσουμε το ηθικό του παρηγορώντας τον, πως δεν απέχουμε πολύ από την ξηρά.
Το σημάδι της ελπίδος
Σ’ αυτή την κατάσταση μας βρήκε η 20η Απριλίου, τελείως απελπισμένους και εξαντλημένους. Έξαφνα ενώ βλέπαμε τον ορίζοντα διέκρινα πρώτος εγώ κατά τις εννέα το πρωί ένα μικρό σημάδι μακριά στο βάθος. Στην αρχή υπέθεσα πως ήταν υποβρύχιο και άρχισα να βασανίζω το μυαλό μου, πώς θα το αποφύγουμε. Σε λίγο ξεχώρισα επάνω σ’ αυτό δύο αρμπουράκια κι έτσι δεν έμεινε καμία αμφιβολία πως ήταν μέσον σωτηρίας μας.
Αρχίσαμε να κωπηλατούμε με μεγάλη προσπάθεια , χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας το σημάδι της Ελπίδος. Σε λίγη ώρα διακρίναμε καθαρά το σκάφος. Κρατούσε σταθερά πορεία επάνω μας. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Γελούσαμε και κλαίγαμε μαζί σαν παιδιά, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον και φιλιόμασταν από ενθουσιασμό. Το σκάφος μας επλησίασε και από τις σημαίες που είχε ζωγραφισμένες στα πλευρά του καταλάβαμε, πως ήταν πορτογαλικό.
Εσταμάτησε, μας έριξε σκοινιά και εδέσαμε τη σχεδία. Έπειτα μας έριξε ανεμόσκαλα να ανεβούμε. Στάθηκε αδύνατο, γιατί η εξάντλησις ήτο πολύ μεγάλη και ο Πορτογάλος κυβερνήτης έστειλε δύο ναύτες κάτω οι οποίοι μας έδεσαν με σκοινιά και μας βιράρισαν επάνω.
Μόλις πατήσαμε στο κατάστρωμα εχάσαμε τις αισθήσεις μας και πέσαμε χάμω. Τόση ήταν η εξάντλησις και η συγκίνησίς μας.
Οι Πορτογάλοι μας περιποιήθηκαν, όσο μπορούσαν καλύτερα και με ζεστά ροφήματα και εντριβές, μπάνιο και νοσοκομειακή περίθαλψη μας ξανάφεραν στη ζωή. Όταν συνήλθαμε εμάθαμε ότι ήταν φορτηγό το «Αλεξάντρα Σύλβα» που είχε φύγει από Λισαβώνα και πήγαινε στο Λουμπίτο της Πορτογαλικής Αγκόλας στη Δ. Αφρική. Μας είχε βρει σε στίγμα που καθωρίζετο 120 μίλια μακριά από το μέρος που είχαμε τορπιλισθή και τα οποία είχαμε διανύσει σε 36 ημέρες παρασυρόμενοι από τα ρέματα του ωκεανού.
Το Πορτογαλικό πλοίο μας έβγαλε στο Λουμπίτο και μας ανέλαβε το αγγλικό προξενείο. Εμείναμε εκεί 20 ημέρες σ’ ένα νοσοκομείο και κατόπιν με το πορτογαλικό υπερωκεάνειο «Αγκόλα» φτάσαμε στο Καίηπ – Τάουν, όπου οι Αγγλικές αρχές αφού μας πήραν καταθέσεις, μας έβαλαν σε νοσοκομείο.»
Η κατάθεση αυτή του Λιώση έκανε μεγάλη εντύπωση στις αγγλικές αρχές.
Η απόφασις
«Το δικαστήριο σας καταδικάζει να υποστήτε την ποινήν του θανάτου, δι’ αγχόνης .»
Η σκηνή επαναλήφθη με τον Χόφμαν, που κατεδικάσθη εις την αυτήν ποινήν.
Και ο γιατρός κατεδικάσθη επίσης εις θάνατον δι’ αγχόνης. Κατόπιν ο Λέντς εις ισόβια δεσμά και ο δίοπος Σβέντερ εις δεκαπέντε ετών ειρκτήν. Οι κατηγορούμενοι ωδηγήθηκαν εις την αίθουσαν, ήκουσαν την ποινήν τους και ωδηγήθηκαν πάλιν εις παρακείμενην μικράν αίθουσαν.
Μετά παρέλευσιν αρκετών ημερών κι αφού εξαντλήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίαι οι τρεις φονείς των αθώων ναυτικών του «Πηλεύς» εξετελέσθησαν .
Σημείωση: Στο κείμενο διατηρήθηκε η γλώσσα και η ορθογραφία του κειμένου.
Aξιοποιήθηκαν :
–«Η Λαγκάδα της Χίου» του Πολιτιστικού Συλλόγου Λαγκάδας Χίου «Ο Φάρος» έκδοση 1985.
–Επαμ. Μπαμπούρη «το Ελληνικόν Εμπορικόν Ναυτικόν κατά τον τελευταίον πόλεμον, Δράσις και Θυσίαι» Αθήνα 1949,σελ.83-84. αρχείο Μικέ Ν. Παππά.
–Το υποβρ. Πηλέας: « Η πρωτοφανής εγκληματική επίθεση γερμανικού υποβρυχίου το 1944,σε ελληνικό φορτηγό πλοίο», άρθρο του Β. Μαρκουλή στην ηλεκτρονική σελίδα presspublica.gr
–Milestones, ΑΝΑΔΡΟΜΗ στις ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ Η Τραγωδία του «Πηλέα» σελ.152-167. αρχείο Δήμητρα Λ. Παππά
—Η κατάσταση του πληρώματος δημοσιεύεται όπως είναι στο βιβλίο «THE PELEUS TRIAL» στο Milestones, ΑΝΑΔΡΟΜΗ στις ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ Η Τραγωδία του «Πηλέα» σελ.161.αρχείο Δήμητρα Λ. Παππά
Οικογενειακές φωτογραφίες και πληροφορίες είναι από τους Δημήτρη Παππά, Μάρκο Ι. Ψωμαδάκη, Ειρήνη Γ. Νικήτα και τη Δήμητρα Λ. Παππά κατοίκους των χωριών Συκιάδα και Λαγκάδα Χίου.
Γιώργης Η. Αμπαζής
Δάσκαλος
Χίος, Δεκέμβριος 2021