Το διήγημα της Πέμπτης: «Γάντι σε ξύλινο χέρι» του Μάνου Κοντολέων
«Ναι, ξύλινο! Από τον καιρό που του κόψανε το χέρι το κανονικό, έχει ένα ξύλινο!» συνέχισε και πριν ρουφήξει τη μύτη του, πρόλαβε να συμπληρώσει, «Επειδή το ψεύτικο χέρι είναι άσχημο, γι’ αυτό φορά το γάντι. Για να το κρύβει»…
Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946.
Ασχολούμενος με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια πρωτοεμφανίζεται στα Γράμματα το 1969 συμμετέχοντας σε ανθολογία νέων πεζογράφων (Διήγημα ’69, εκδ. «Κάλβος»).
Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Συνεργασίες του και βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι, θέατρο και δοκίμιο, ενώ έχει μεταφράσει αρκετά βιβλία για παιδιά και νέους.
Έχει τιμηθεί δύο φορές (1997 και 2009) με Κρατικό Βραβείο, υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία Άντερσεν και Λίνγκστριγκ, ενώ βιβλία του έχουν κατά καιρούς βραβευτεί από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.
Εκτός από το καθαρώς λογοτεχνικό του έργο, έχει επίσης γράψει (μόνος ή σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς) μια πλήρη σειρά βιβλίων-περιοδικών για παιδιά από 6 έως 16 χρονών.
Έργα του μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ταϊλάνδη
Κείμενά του (διηγήματα και άρθρα) περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες πεζογραφίας και δοκιμίου.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πολιτιστική” τον Αύγουστο του 1984.
Γάντι σε ξύλινο χέρι
του Μάνου ΚοντολέωνΕκείνα τα χρόνια που ήμουνα παιδί, οι πολυκατοικίες στην Αθήνα ήτανε λίγες. Στη γειτονιά μου – λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από το Στάδιο – δεν είχαμε καμιά. Μονάχα μονοκατοικίες. Με κήπους, πρασιές κι αυλές στρωμένες με πλακάκια.
Κι οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι. Χώμα που το χειμώνα γινότανε λάσπη και το καλοκαίρι σκόνη. Μα καλά ήταν κι έτσι. Δεν περνούσαν αυτοκίνητα – είχαμε, λοιπόν, χώρο για τα παιχνίδια μας· για τα μήλα, το γερμανικό, λίγο ποδόσφαιρο και για κυνηγητό, κρυφτό, αμάδες. Τέτοια παίζαμε.
Στη γειτονιά μου τα παιδιά της ηλικίας μου δεν ήτανε πολλά. Τρία τέσσερα. Ο Φώτης, η Δώρα, η Νέλλη, η ξαδέλφη μου… ποιος άλλος; Α, κι ο Τάκης – αυτός που τώρα μένει στην Αμερική – νομίζω στο Σικάγο.
Μα μαζευόντουσαν παιδιά κι από τις άλλες γειτονιές.
Ο δρόμος μας ήταν πλατύς και ίσιος. Είχε και κάτι δέντρα που ρίχνανε τη σκιά τους. Ήταν κι η αυλή του σπιτιού της Δώρας με τις μεγάλες αποθήκες, που κλεινόμαστε και παίζαμε «μπερλίνα», «πινακωτή» και λέγαμε ιστορίες – τότε, τις ώρες που ο ήλιος χαμήλωνε κι έπαιρνε να βραδιάζει ή τις άλλες, με τη βροχή που λάσπωνε το δρόμο.
Τις πιο παράξενες ιστορίες – όχι όμορφες, μα παράξενες – τις έλεγε, θυμάμαι, ο Κώστας – ένα αγόρι από την πέρα γειτονιά, που είχε κατσαρά μαλλιά και μόνιμα συναχωμένη μύτη.
Άραγε από πού τις μάθαινε; Ή μήπως μόνος του τις σκαρφιζόταν; Δεν ξέρω!
Μας ιστορούσε – λες και τον ακούω – για κάποιους γύφτους που πίνανε τις νύχτες το αίμα των κοκοριών και για κάποιους άλλους που είχανε –λέει– κάτι τεράστια βαρέλια με καρφιά στο μέσα μέρος τους κι εκεί χώνανε τα παιδιά και μετά – εδώ ο Κώστας σταμάταγε για να ρουφήξει τη μύτη του – και μετά, συνέχιζε, άφηναν τα βαρέλια να κατρακυλήσουν στην κατηφόρα και τα καρφιά χωνόντουσαν μέσα στις σάρκες των παιδιών… Α, τέτοια τρομερά μας έλεγε ο Κώστας κι εμείς τον ακούγαμε κι ο ιδρώτας έλουζε τα πρόσωπά μας – ήτανε βλέπεις σκοτεινές οι αποθήκες του σπιτιού της Δώρας, σκοτεινές και υγρές, ημιυπόγειες κι έτσι μέσα στο μισοσκόταδο τα λόγια του Κώστα μοιάζανε αληθινά και γι’ αυτό ήτανε ευχάριστο ν’ ακούς τις φωνές των μανάδων μας,
«Δώρα!»
«Τάκη!»,
Να σκίζουνε την ησυχία του σούρουπου, να διαλύουνε με τους αγαπημένους, γνώριμους ήχους τους, τον τρόμο, να διώχνουνε μακριά κακούργους και βαρέλια με καρφιά.
Μα την άλλη μέρα πάλι εκεί κλεινόμαστε. Στις αποθήκες.
«Άντε μωρέ! Όλο παραμύθια μας λες!» τον αποπαίρναμε τον Κώστα, μ’ αυτός κούναγε το κεφάλι του, «Καλά! Καλά!» μουρμούραγε. «Λοιπόν, ακούστε…» κι άρχιζε μια νέα ιστορία.
Η Δώρα, η Νέλλη, ο Φώτης, ο Τάκης κι εγώ, προσπαθούσαμε να πείθουμε ο ένας τον άλλο, πως δεν μπορεί, δε γινότανε να ήτανε αλήθεια όλα αυτά. Αφού ποτέ κι από κανένα άλλο στόμα δεν είχαμε ακούσει τέτοιες ιστορίες, κανείς άλλος δεν μας είχε πει πως υπάρχουν τέτοιοι κακοί γύφτοι.
«Καλά! Καλά!» μουρμούραγε ο Κώστας και ρούφαγε τη μύτη του.
Ώσπου μια μέρα ο Κώστας βγήκε αληθινός.
Πιο σωστά, την ιστορία του εκείνης της μέρας τη στήριξε σε κάποιον που τον είχαμε δει με τα ίδια μας τα μάτια.
Ήταν ένας άντρας – κάπου γύρω στα σαράντα με σαρανταπέντε. Ήτανε ψηλός, λεπτός, μελαχρινός. Πολύ μελαχρινός. Σαν Τσιγγάνος. Μα με κοστούμι και καπέλο. Και στο ένα του χέρι – αυτό ήταν το παράξενο – στο ένα του, μονάχα, το χέρι φορούσε ένα γάντι. Μαύρο. Από δέρμα.
Πέρασε, εκείνο το απόγεμα, από το δρόμο μας, για πρώτη φορά. Σοβαρός, αγέλαστος, με βήμα σταθερό κι αλύγιστο.
Ποιος ήταν;
Τους πιο πολλούς που πέρναγαν από το δρόμο μας τους ξέραμε. Κάπου εκεί γύρω μένανε. Αυτός ποιος ήταν; Και το γάντι — στο ένα το χέρι! — τι το ’θελε;
Ούτε η Νέλλη ήξερε, ούτε η Δώρα. Μήτε κι ο Φώτης ή ο Τάκης. Ούτε κι εγώ. Ο Κώστας, όμως…
Αυτός μας έγνεψε στα κρυφά και μόλις ο άντρας χάθηκε από τα μάτια μας, ο Κώστας μας μάζεψε γύρω του και
«Πάμε στην αποθήκη, να σας πω!» μας είπε.
Τον ακολουθήσαμε.
«Αυτός ο άντρας», άρχισε ο Κώστας «φορά το γάντι που είδατε για να κρύψει το ξύλινο το χέρι του!».
«Ξύλινο χέρι!» γούρλωσε η Νέλλη τα μάτια της.
Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι του.
«Ναι, ξύλινο! Από τον καιρό που του κόψανε το χέρι το κανονικό, έχει ένα ξύλινο!» συνέχισε και πριν ρουφήξει τη μύτη του, πρόλαβε να συμπληρώσει, «Επειδή το ψεύτικο χέρι είναι άσχημο, γι’ αυτό φορά το γάντι. Για να το κρύβει».
Ο Φώτης γέλασε.
«Ε, καλά! Και πού βλέπεις το σπουδαίο;» είπε.
Δεν είχανε περάσει πολλά χρόνια από τον πόλεμο κι είχαμε κάμποσες φορές δει άντρες με ψεύτικα χέρια και πόδια, με γυάλινα μάτια – ήτανε άντρες που είχανε τραυματιστεί σε κάποια μάχη.
Τώρα, όμως, ήτανε η σειρά του Κώστα να γελάσει.
«Μ’ αυτός δεν το ’χασε το χέρι του στον πόλεμο, αλλά… μ’ άλλον τρόπο!» είπε.
«Πώς;» ήμουνα εγώ που ρώτησα.
Ο Κώστας έσκυψε προς το μέρος μας. Μέσα στο μισοσκόταδο τα μάτια του γυαλίζαν.
«Λοιπόν, ακούστε…» άρχισε.
Κι ακούσαμε.
Αυτός ο άντρας, λέει, ήταν κάποιος που το ’χε συνήθεια ν’ αρπάζει τα παιδιά. Όχι πως ήθελε να τα πουλήσει στους γύφτους. Ούτε πως τα ’βαζε στο βαρέλι με τα καρφιά. Μα τ’ άρπαζε και τα τράβαγε στο βουνό κι εκεί έχωνε τα δάχτυλα του χεριού του μέσα στα μάτια τους και τους τα ’βγαζε κι έπειτα τ’ άφηνε στην ερημιά, αναίσθητα από τους πόνους, με τα αίματα να τρέχουν πάνω στα μάγουλά τους, τ’ άφηνε κι έφευγε κι όταν έπεφτε η νύχτα, οι τυφλοπόντικες μυρίζανε το αίμα, πλησιάζανε τ’ αναίσθητο παιδί, του ροκανίζανε τις σάρκες κι αυτό πέθαινε.
«Ψέματα!» φώναξε η Νέλλη.
«Ψέματα!» είπε κι ο Τάκης.
Ο Κώστας ρούφηξε τη μύτη του.
«Αλήθεια είναι!» επέμεινε. «Μονάχα ένα παιδί σώθηκε. Μα έμεινε τυφλό. Όμως πήγε στην αστυνομία κι έτσι τον πιάσανε τον κακούργο».
«Κι αφού τον πιάσανε πώς τώρα γυρνά λεύτερος και δεν είναι στη φυλακή;» ρώτησα εγώ.
Ο Κώστας ήξερε πάλι την απάντηση.
«Δεν τον βάλανε φυλακή! Μα του κόψανε το χέρι και μετά τον αφήσανε λεύτερο. Αυτή ήταν η τιμωρία του. Να είναι δίχως χέρι κι όλοι να μαθαίνουνε ποιος είναι και να τον περιφρονούνε…».
Μέσα στην αποθήκη το σκοτάδι πύκνωνε, η υγρασία νότιζε τα ρούχα μας κι η ησυχία έμοιαζε να κρύβει κάποιους κινδύνους.
«Ε, παιδιά! Καιρός να πάτε στα σπίτια σας! Φτάνει για σήμερα το παιχνίδι!» ήταν η φωνή της μητέρας της Δώρας που μας ξαναγύρισε στην πραγματικότητα.
Σουρούπωνε. Οι δικοί μας θα μας περίμεναν για φαγητό. Χωρίσαμε.
Κι ίσως η ιστορία του Κώστα να ξεχνιότανε, αν μετά από δυο ή τρία απογέματα δεν ξαναπέρναγε από το δρόμο μας ο άντρας με το μαύρο γάντι.
«Νάτος!» άκουσα τη Νέλλη να ψιθυρίζει κι είχε ένα τρέμουλο η φωνή της.
Κουρνιάσαμε γύρω από την ακακία. Τα μάτια μας δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το χέρι το ξύλινο.
Κι έπειτα ο άντρας χάθηκε στους πιο κάτω δρόμους.
«Τον είδατε;» είπε ο Κώστας, «Είδατε τι σκοτεινό πρόσωπο που έχει;»
Κουνήσαμε τα κεφάλια μας. Είχαμε δει;
«Ναι!» είπε ο Φώτης.
Οι υπόλοιποι δε μιλήσαμε. Είχαμε χάσει την όρεξη και για κουβέντες και για παιχνίδια.
Το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στους γονείς μου.
Η μητέρα μου γέλασε.
«Μα τι ανοησίες είναι αυτές!» είπε.
Ο πατέρας μου χάιδεψε το κεφάλι.
«Δεν φανταζόμουνα πως έχω ένα τόσο κουτό γιο!» μου είπε. «Αυτός που είδατε θα’ ναι κάποιος τραυματίας από τον πόλεμο!»
«Μα δεν τον έχω ξαναδεί!» είπα.
«Και τι μ’ αυτό; Θα’ ναι καινούργιος στη γειτονιά».
Η μητέρα συμφώνησε.
«Έτσι θα ’ναι!» είπε. «Άσε και θα ρωτήσω μια απ’ αυτές τις μέρες τον κύριο Μάνθο, στο φούρνο. Αυτός θα ξέρει».
Ίσως η μητέρα κάτι να μάθαινε από τον κύριο Μάνθο, το φούρναρη.
Μα πριν προλάβει, εγώ είχα μάθει περισσότερα. Και μάλιστα από πρώτο χέρι. Και το επόμενο κιόλας βράδυ.
Μ’ είχαν στείλει στο σπίτι της γιαγιάς μου – δέκα λεπτά δρόμο με τα πόδια από το δικό μας. Η γιαγιά μου έφτιαχνε κάτι πολύ νόστιμες τηγανίτες.
«Κάτσε να σε φιλέψω!» μου πρότεινε κι εγώ ξεχάστηκα με τη γλύκα του μελιού και τη μυρωδιά της κανέλας, ξεχάστηκα κι άργησα να φύγω, το σούρουπο μ’ έπιασε στο δρόμο του γυρισμού. Ήταν συννεφιασμένο δειλινό. Φθινοπωριάτικο. Βαρύς ο ουρανός.
Πήρα να προχωρώ πιο γρήγορα.
Και τότε άκουσα κάτι βήματα πίσω μου, γύρισα και…
Θε μου! Τον είδα! Ήταν αυτός! Ο άντρας με το μαύρο γάντι στο ξύλινο χέρι.
Λες και κάποιος μου έδεσε τα πόδια.
Τα λόγια του Κώστα βούιξαν μέσα στ’ αυτιά μου κι έτσι όπως οι πρώτες ψιχάλες πέσανε πάνω στα μάτια μου και θόλωσαν το βλέμμα μου, ο τρόμος μου κυρίεψε το κορμί.
Κι ο άντρας ερχότανε προς το μέρος μου. Κι εγώ δεν έκανα βήμα.
Κι αυτός με πλησίαζε. Νάτος! Τέσσερα βήματα πιο πέρα. Τρία. Δυο.
Τότε συνήλθα και πήγα να το βάλω στα πόδια.
Η βροχή δυνάμωνε.
Εγώ έκανα το πρώτο μου βήμα, στο δεύτερο σκόνταψα, παραπάτησα, έπεσα.
Μια σουβλιά στο γόνατο, γεύση από βρεγμένο χώμα στο στόμα. Δεν ήταν αυτά που με φοβίζανε. Μα κείνος. Που πλησίαζε.
Να σηκωθώ! Να τρέξω!
Δεν πρόλαβα.
Η ανάσα του πάνω στο σβέρκο μου. Το χέρι του – αυτό το χέρι το ξύλινο; – πάνω στον ώμο μου. Θε μου! Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
«Χτύπησες;» με ρώτησε και με τ’ άλλο του το χέρι με τράβηξε, μ’ έστησε όρθιο.
«Πονάς;»
Η φωνή του ήταν ζεστή. Και –ναι! – κάποιο χαμόγελο στα χείλια του υπήρχε.
«Τώρα θα με τραβήξει κατά το βουνό!» σκέφτηκα κι ήταν μια σκέψη – πύρινο καρφί μέσα στο μυαλό μου.
«Πάρε να σκουπίσεις το πρόσωπό σου!» μου έδωσε το μαντήλι του. «Κι άλλη φορά να προσέχεις που πατάς», μου είπε.
Άπλωσα το χέρι –έτσι μηχανικά το άπλωσα– τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν στο λευκό πανί και τότε κατάλαβα πως κρατούσε το μαντήλι με το γαντοφορεμένο του το χέρι – αλήθεια, πώς το ’χε καταφέρει; – και ξαφνιάστηκα, τα δάχτυλά μου ακούμπησαν το μαύρο δέρμα, από κάτω το ένιωσα το ξύλο.
Ποιος ξέρει τι έκφραση θα πήρε το πρόσωπό μου! Φόβο, αγωνία, έκπληξη;
Εκείνος κατάλαβε. Κοίταξε το χέρι του. Το βλέμμα του θλιμμένο, η φωνή του πάντα ζεστή.
«Το ’χασα σ’ ένα βομβαρδισμό. Χρόνια πριν. Εσύ δε θα ’σουνα γεννημένος. Εγώ έχασα το χέρι μου. Ο γιος μου τη ζωή του. Είχε, πάνω-κάτω τη δική σου ηλικία, τότε…» είπε κι έτσι όπως η βροχή δυνάμωνε κι ένα μπουμπουνητό ακούστηκε, «Άντε, τρέχα τώρα σπίτι σου. Θα γίνεις μούσκεμα!» συνέχισε.
Τον άφησα. Άραγε του είπα ευχαριστώ; Δεν θυμάμαι. Δεν είχα άλλωστε, το νου μου σ’ αυτό. Εκείνο που σκεπτόμουνα –-το μόνο– ήταν το ξύλο που την άλλη μέρα θα ’δινα στον Κώστα.
Και του το ’δωσα. Αλήθεια, λέω! Τόπι τον έκανα! Κι ούτε που τον άφησα να ξανάρθει στο δρόμο μας, να παίξει μαζί μας – με το Φώτη, τη Δώρα, τη Νέλλη την ξαδέλφη μου, τον Τάκη.
Κι έπειτα από καιρό, άκουσα – ποιος να μου το ’πε – πως ο Κώστας έφυγε από τη γειτονιά μας. Χάρηκα.
Μα ο άντρας με το μαύρο γάντι εξακολουθούσε να περνά από το δρόμο μας. Κι εγώ έτρεχα δίπλα του, «Γειά σας! Τι κάνετε; Καλά ’στε;» τον χαιρέταγα κι αυτός μου χαμογέλαγε – το χαμόγελο του μια αχτίνα στο σοβαρό του πρόσωπο.
Αλήθεια, λες ακόμα να ζει; Θα κοντεύει τα ογδόντα.
Πρέπει να πάω, μια από τις μέρες αυτές, στην παλιά μου γειτονιά και να ρωτήσω. Ίσως κάποιον να βρω που να ξέρει. Ίσως.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.