Πάμπλο Νερούδα: Στοχασμός Επάνω Στη Σιέρα Μαέστρα (Γραμμένο Το Έτος 2000)
Ένα άλμπουρο λαμπρό είν’ η Κούβα που το βλέπουν / να βγαίνει απ’ τα πηχτά σκοτάδια κι απ’ τα χάη, / σαν δέντρο από της Καραϊβικής το κύμα / κι απ’ τους καημούς της τους αρχαίους γεννημένο: / Από παντού είναι ορατή η φυλλωσιά του / κι οι σπόροι του στη γη βαθιά είναι ριζωμένοι…
1 – 8 Γενάρη 1959, το Καραβάνι της Ελευθερίας του Αντάρτικου Στρατού της Κούβας κάνει το θριαμβευτικό πέρασμά του από το Σαντιάγο δε Κούβα στην Αβάνα.
Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση σφραγίζει τον 20ο αιώνα και αποτελεί το φωτεινό παράδειγμα των λαών που θέλουν να είναι πραγματικά ελεύθεροι.
Ο Στοχασμός επάνω στη Σιέρα Μαέστρα προέρχεται από την όχι πολύ γνωστή –για λόγους ποιητικού… εμπάργκο– συλλογή του Πάμπλο Νερούδα, Επικό Τραγούδι, που εκδόθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο της Κούβας τον Δεκέμβρη του 1960, με τη φυσική παρουσία του ποιητή στο Νησί.
Το 1958, ο Νερούδα είχε αρχίσει να γράφει κάποια ποιήματα για το Πουέρτο Ρίκο και για τους αγώνες ανεξαρτησίας του από την κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά και για τους λαούς της Καραϊβικής και της ευρύτερης περιοχής –Ελ Σαλβαδόρ, Βενεζουέλα, Γουατεμάλα–, όταν ξαφνικά, μέσα από τους ματωμένους υφάλους των κοραλλιών –«μονάχα το αίμα γύρω απ’ τα κοράλλια»– Προβάλλει η Κούβα, όπως τιτλοφορείται το τέταρτο ποίημα της συλλογής:
Μα όταν μαρτύρια αρχίζουν και σκοτάδια
κι ασφυκτικά ο αέρας λιγοστεύει
και δεν θωρείς το κύμα τ’ αφρισμένο,
μονάχα το αίμα γύρω απ’ τα κοράλλια,
βγαίνει το χέρι του Φιντέλ κι απάνω,
η Κούβα της Καραΐβας τ’ αγνό ρόδο.
Το Επικό Τραγούδι –μια μικρογραφία του «Κάντο Χενεράλ»– περιέχει 42 ποιήματα. Τα 8 είναι για την Κούβα και την Επανάστασή της (30 συνολικά αναφορές), εκ των οποίων ένα ποίημα είναι για τον Φιντέλ και δύο ποιήματα για τον Χοσέ Μαρτί.
Στον πρόλογό του ο Νερούδα γράφει χαρακτηριστικά:
Το βιβλίο μεγάλωσε έπειτα από τα μεγαλόπνοα γεγονότα της Κούβας και αναπτύχθηκε στο σκηνικό της Καραϊβικής.
Το αφιερώνω, λοιπόν, στους ελευθερωτές της Κούβας: Στον Φιντέλ Κάστρο, στους συντρόφους του και σε ολόκληρο τον κουβανικό λαό.
Το αφιερώνω σε όλους εκείνους που αγωνίζονται στο Πουέρτο Ρίκο, και σε όλη την ταραγμένη περιοχή της Καραϊβικής, για την ελευθερία και για τη μόνιμα απειλούμενη αλήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής.
Τα ποιήματα έχουν λατινική αρίθμηση από I – XLI. O Στοχασμός επάνω στη Σιέρα Μαέστρα (Meditación Sobre La Sierra Maestrα) είναι ο τίτλος από το δεύτερο μέρος του βιβλίου, με το ένα και μοναδικό, αυτοβιογραφικό ποίημα, το 42ο (χωρίς αρίθμηση) –το μεγαλύτερο σε έκταση (169 στίχοι)– υπό τον μελλοντολογικό τίτλο: Γραμμένο Το Έτος 2000 (Escrito En El Año 2000). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το 41ο (XLI) ποίημα τιτλοφορείται Ενός Λεπτού Τραγούδι για τη Σιέρα Μαέστρα –Un Minuto Cantado Para Sierra Maestra. (Βλ. λινκ κάτω).
Ο Στοχασμός είναι ο απολογισμός του Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος επαναπροσδιορίζει τη ζωή του με τις νέες πλέον αξίες της Κουβανικής Επανάστασης.
Πάμπλο Νερούδα
Στοχασμός επάνω στη Σιέρα Μαέστρα
(Meditación sobre la Sierra Maestra)
Από την ποιητική συλλογή
Επικό Τραγούδι (1960)
Εισαγωγή – Μετάφραση – Σημειώσεις (αναφέρονται στα λοξά στοιχεία)
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Πάμπλο Νερούδα
Γραμμένο Το Έτος 2000
Στα τελευταία αστέρια θέλω να μιλήσω
τώρα, στ’ ανθρώπινο βουνό ανεβασμένος,
μονάχος είμαι με τη νύχτα συντροφιά μου
και μια καρδιά σπαταλημένη από τα χρόνια.
Δρόμος μακρύς εδώ στις ερημιές με φέρνει,
σ’ αυτό το υπέροχο όνειρο δικαίωμα έχω,
ν’ αναπαυτώ με τα ορθάνοιχτά μου μάτια
μέσα στο βλέμμα τόσων αποκαμωμένων,
κι ενώ οι άνθρωποι κοιμούνται εκεί στις πόλεις,
καθώς όλα τα μάτια μένουν σφαλισμένα
και οι λαοί είναι στη νύχτα βυθισμένοι
κι ο ουρανός μες στα τριαντάφυλλα των άστρων,
στο πρόσωπό μου αφήνω ο χρόνος να κυλήσει
σαν μαύρη αύρα ή σαν ψυχή ψιχαλισμένη
και να που βλέπω αυτό που φτάνει και γεννιέται,
όλους τους πόνους νικημένους μια για πάντα
κι όλες τις φτωχικές ελπίδες του λαού μου:
παιδιά ξυπόλητα δεν πάνε στο σχολειό τους,
δικαιοσύνη και ψωμί μοιράζονται ίσια,
καθώς μοιράζεται στο καλοκαίρι ο ήλιος.
Μπορώ να δω όλα τ’ απλά να μας γεμίζουν,
την ομορφιά βλέπω του ανθρώπου με το αλέτρι,
κι όπως πηγαινοέρχομαι μες στα χωράφια
δεν συναντιέμαι με κτηνώδεις κτηματίες.
Είναι το φως τόσο απλό μα δεν βρισκόταν
και τόσο απόμακρη φαινόταν η αγάπη·
το λογικό πάντα τριγύρω μας βρισκόταν·
μα ήμαστε εμείς διαρκώς οι παραπλανημένοι,
πιστεύαμε πως είναι ο κόσμος σκέτη θλίψη
γεμάτος λες με βασιλιάδες και στρατιώτες,
ωσότου είδαμε μεμιάς να μένουν πίσω,
για τα καλά, το άδικο κι η κτηνωδία
κι ο κόσμος όλος εξανάγινε γαλήνιος
μέσα στα σπίτια του, στις βόλτες, στις δουλειές του.
Και τώρα πια το ξέρουμε άδικο πως είναι
να εγκαταλείπουμε τη γη σε λίγα χέρια
και δεν υπάρχει λόγος να τραβολογιέσαι,
από τους δικαστές να τρέχεις στο γκουβέρνο.
Πόσο γλυκιά είναι η ειρήνη κι άγριο πόσο
να μας τσακίζουνε με πέτρες και στειλιάρια
απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, κάθε μέρα,
σαν να είμαστε κι απ’ το θεό αποδιωγμένοι.
Βαθιά είν’ η νύχτα και ανόθευτη σαν πέτρα
και με την ψύχρα της χαϊδεύει τα πλευρά μου
σαν να μου λέει κοιμήσου εσύ και μη σε νοιάζει
μιας και τα έργα μου τα έχω τελειωμένα.
Μα να μιλήσω πρέπει πρώτα με τ’ αστέρια,
με μια κουβέντα καθαρή και τσεκουράτη·
μ’ αυτή ακριβώς τη νύχτα πρέπει να μιλήσω
απλά όπως ένας αδερφός στην αδερφή του.
Με το μεθυστικό άρωμά της με τυλίγει
και με τα τρυφερά της χέρια με χαϊδεύει
κι ευθύς κάποια παρόμοια νύχτα αναθυμάμαι
που σε καιρούς αλλοτινούς άφησα πίσω,
όταν μια άνοιξη φοιτητική σκιρτούσε
κάτω απ’ το επαρχιώτικό μου το κουστούμι.
Όλος ο πόθος του χαμένου εκείνου χρόνου,
η συντριβή από ένα άρωμα αρπαγμένο,
τα χρώματα από έναν δρόμο μες στις στάχτες,
απέραντος ο ουρανός μες σε δυο χέρια!
Κι ύστερα εκείνοι οι τροπικοί οι αδηφάγοι
εκεί όπου κατασπαράχτηκε η καρδιά μου,
τα πλοία δίχως προορισμό να αναχωρούνε,
σε χώρες που ήταν φτωχικές, σκοτεινιασμένες,
ο πυρετός στη Βιρμανία να με ψήνει
κι ο έρωτάς μου που σταυρώθηκε στο τέλος.
Άνθρωπος είμαι που εκτίω την ποινή μου,
όπως εκείνοι οι θνητοί που είναι θλιμμένοι
που αγαπάνε και ποτέ δεν αγαπιούνται
και που αγαπιούνται δίχως να ’χουν αγαπήσει.
Και κάποιας νύχτας αναβλύζουνε οι στάχτες
σ’ ένα ιερό, κοντά στη θάλασσα, ποτάμι
όπου το μελαμψό κορμί κάποιας γυναίκας
λαμπάδιαζε εγκαταλειμμένο σαν καμίνι·
κι ο Ιραουάντι σέρνει μέσα από τις λόχμες
το υγρό του σώμα και το φως σαν καρχαρίας.
Σηκώνανε της Κεϋλάνης οι ψαράδες
τη θάλασσα όλη με τα ψάρια της, μαζί μου,
και μες στα δίχτυα τους σπαρτάραγε ένα θαύμα
σάμπως πολύχρωμο βελούδο η ψαριά τους,
την ώρα που πιο κει οι ελέφαντες προσμέναν
από τα χέρια μου να πάρουνε ένα φρούτο.
Ω, πόσα χρόνια αργοκυλούν στα μάγουλά μου
κι ένα θαμπό ρολόι έχουνε χαράξει
που με το εύθραυστο τικ τακ του ξετυλίγει
μακρύ κουβάρι που ποτέ του δεν τελειώνει
με ένα παιδί στη μια του άκρη που όλο κλαίει
κι έναν αιώνιο στην άλλη ταξιδιώτη!
Ήρθε ο πόλεμος μετά κι οι πίκρες του όλες
μπροστά στα μάτια μου περνούν, μ’ αναζητάνε
μέσα στη νύχτα όλοι οι νεκροί της Ισπανίας
κι εγώ τους ψάχνω ενώ εκείνοι δεν με βλέπουν
μόνο το θάμπος τους κοιτάω που τρεμοσβήνει:
Χωρίς ελπίδα να πεθαίνει ο Δον Αντόνιο,
στη φυλακή να ξεψυχάει ο Μιγέλ Ερνάντες,
μπρος μου ο φτωχός ο Φεδερίκο σκοτωμένος
απ’ του Μεσαίωνα τους στυγνούς εγκληματίες,
από το συρφετό των άπιστων Πανέρος,
σ’ ενέδρα από των αηδονιών τους δολοφόνους.
Πόσοι, ω πόσοι ίσκιοι, πόσο πολύ αίμα
έρχονται απόψε με ζητούν και με φωνάζουν!
Με τα φτερά τους με ακουμπούν τα παγωμένα
και το αβάσταχτο μαρτύριο τους μου δείχνουν:
να πάρω εκδίκηση γι’ αυτούς, μου το ζητάνε.
Και μοναχά η τρυφεράδα μου τους ξέρει.
Ω, πόσες νύχτες να χωράνε σε μια νύχτα
χωρίς ποτέ να ξεχειλίζ’ η ουράνια κούπα,
ν’ ακούω τον ήχο της σιωπής από τα μάκρη,
όπως κοχύλι που είναι άφταστο μπροστά μου
και πέφτουνε μέσα στις φούχτες μου τ’ αστέρια
με μουσική γεμάτα ακόμα και με ίσκιους.
Σ’ αυτό το χάος η ζωή μου η ταραγμένη
νικήτρια δεν είναι μα ούτε κλαψουρίζει,
την πίκρα που ήρθε να με βρει την κάνω πέρα
σαν περιστέρι που το αφήνεις να πετάξει:
κι αν τους λογαριασμούς μου πρέπει να τους κλείσω
με ό,τι πρόκειται να ’ρθεί, τότε ας κλείσουν
μέσα απ’ την ευτυχία ολόκληρου του κόσμου
κι όχι μ’ εκείνα που ο χρόνος παρασέρνει.
Κι εδώ, κάτω απ’ τον ουρανό της Σιέρας Μαέστρα
μόλις προφταίνω την αυγή να χαιρετίσω
γιατί αργοπόρησα πολύ με τις δουλειές μου,
μέσα σε τόσα που ξοδεύτηκε η ζωή μου·
τώρα το πόστο μου το αφήνω σε άλλα χέρια
και θα ’ρθουν άλλοι το τραγούδι μου να πιάσουν.
Γιατί έτσι μόνο έχει αξία το ταξίδι
κι έτσι μπορεί το τριαντάφυλλο ν’ ανθίζει.
Ο άνθρωπος στο δρόμο δεν τα παρατάει:
άλλοι θα πάρουνε τα όπλα τα κρυμμένα·
του ανθρώπου η άνοιξη ποτέ δεν τελειώνει,
πρόβαλε μέσα απ’ το χειμώνα η πεταλούδα,
κι ήταν από άνθος πιο απαλή και ντελικάτη,
γι’ αυτό ποτέ η ομορφιά της δεν γερνάει,
με τα πολύχρωμα φτερά της πεταρίζει
σε μια τροχιά αστραφτερής γεωμετρίας.
Και ένας άνθρωπος μια πόρτα άνοιξε μόνο
κι από τη θάλασσα επήρε μια σταγόνα,
ώσπου απ’ τη μια ζωή να φτάσουμε στην άλλη
να ανεγείρουμε μια πόλη ευτυχισμένη
με τις γροθιές εκείνων που είναι πεθαμένοι
και με τα μπράτσα όσων αγέννητοι είναι ακόμα.
Είναι η ενότητα αυτή η κατορθωμένη,
όταν το φως χιμάει μέσα απ’ το σκοτάδι,
για να μπορέσουνε οι πόθοι μας να υπάρξουν
να υπάρχει ο χρόνος που διασχίζει όλες τις ώρες,
ώσπου κι εμείς θα είμαστ’ όλοι ευτυχισμένοι.
Κι έτσι μπορεί και ξαναρχίζει η Ιστορία.
Τώρα σ’ ετούτες τις κορφές ανεβασμένος,
μακριά πολύ από της Χιλής τις Κορδιλιέρες,
το παρελθόν μου ρίχνω πάλι σε μια κούπα,
και την υψώνω στην υγειά όλου του κόσμου,
και παρά το ότι η πατρίδα μου κυλάει
στο αίμα μου δίχως ο αγώνας μου να πάψει,
τούτη την ώρα μες στη νύχτα αυτός ο λόγος
δείχνει στην Κούβα την κοινή μας τη σημαία
του σκοτεινού ημισφαιρίου που καρτερούσε
μια νίκη εντέλει αληθινή πέρα για πέρα.
Εδώ σ’ ετούτη την κορφή τώρα τον μπήγω,
φρουρό, να κυματίζει πάνω απ’ τα λιβάδια
για να αποδείχνει σε λαούς τυραννισμένους
την περηφάνια που γεννιέται απ’ τους αγώνες.
Ένα άλμπουρο λαμπρό είν’ η Κούβα που το βλέπουν
να βγαίνει απ’ τα πηχτά σκοτάδια κι απ’ τα χάη,
σαν δέντρο από της Καραϊβικής το κύμα
κι απ’ τους καημούς της τους αρχαίους γεννημένο:
Από παντού είναι ορατή η φυλλωσιά του
κι οι σπόροι του στη γη βαθιά είναι ριζωμένοι,
για να υψώσουν στης Αμερικής το ζόφο
το οικοδόμημα της άνοιξης το μέγα.
Επικό Τραγούδι
Εθνικό Τυπογραφείο Κούβας, 1960 (σελ. 69-74)
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος,
Πρώτη μορφή, 4 Φεβ, 2016.
Δεύτερη μορφή σε 13σύλλαβο στίχο, 27 Δεκ. 2021
Το ισπανικό κείμενο στο τέλος
Η πρώτη μορφή της μετάφρασης σε 11σύλλαβο από την Μποτίλια.
Κεντρική εικόνα: Σιέρα Μαέστρα, (1957 – 1958). Καμίλο (πάνω αριστερά), Φιντέλ, Τσε, κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης του Pino del Agua, 16-17 Φεβ. 1958. (Πηγή φωτό)
Φωτό του Ενρίκε Μενέσες (Enrique Meneses, Μαδρίτη, 21 Οκτ. 1929 – 6 Ιαν. 2013), που κατέχει ένα ιστορικό ρεκόρ: Εμεινε στη Σιέρα Μαέστρα με τον Φιντέλ και τους αντάρτες τέσσερεις μήνες (Δεκέμβρη 1957 – τέλος Μαρτίου 1958) και έβγαλε 2.000 φωτογραφίες, μία εκ των οποίων, ο Φιντέλ που σημαδεύει με ένα μπράουνινγκ, έγινε και εξώφυλλο του περιοδικού Paris Match, στις 19 Απριλίου 1958 (εδώ), κάνοντας ουσιαστικά γνωστή στον κόσμο την Κουβανική Επανάσταση. Ο Ενρίκε Μενέσες από Κατιούσα.
*
*
Ο Πάμπλο Νερούδα απαγγέλλει το τελευταίο μέρος από τον Στοχασμό του
Βίντεο με σκηνές – ντοκουμέντα από το Αρχηγείο της Σιέρα Μaέστρα
Ω, πόσες νύχτες να χωράνε σε μια νύχτα… (μέχρι τέλος)
*
Σημειώσεις
[1] Βιρμανία: Η Μιανμάρ. Βιρμανία ή Μπούρμα, πριν το 1989. Ο Νερούδα από το 1927 (23 ετών) ως το 1935, βρίσκεται πρόξενος σε Βιρμανία, Κεϋλάνη, Ιάβα, Σιγκαπούρη, Μπουένος Άιρες, Βαρκελώνη, Μαδρίτη.
[2] Ιραουάντι: Ο σπουδαιότερος ποταμός της Μιανμάρ. Στις εκβολές του βρίσκεται η μεγαλύτερη πόλη Γιαγκόν (Ραγκούν), πρωτεύουσα της χώρας μέχρι το 2005, οπότε και… ανέλαβε η Νέπιντο.
[3] Κεϋλάνη: Η σημερινή (από το 1972) Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα.
[4] Δον Αντόνιο: Ο ποιητής Αντόνιο Ματσάδο –Antonio Cipriano José María Machado Ruiz (Σεβίλλλη, 26 Ιουλίου 1875 – 22 Φεβρουαρίου 1939, Κολιούρ).
Τα έντονα δημοκρατικά του αισθήματα τον έσπρωξαν να αφήσει την πατρίδα του, στις 22 Ιανουαρίου 1939 λίγο πριν την κατάληψη της Βαρκελώνης. Κατέφυγε στη Γαλλία, όπου ένα μήνα αργότερα (22/2/1939), εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη θλίψη του για τη φρανκική δικτατορία, θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
[5] Μιγέλ Ερνάντες (Miguel Hernández). Ο επίσης Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (30 Οκτωβρίου 1910, Οριουέλα – 28 Μαρτίου 1942, Αλικάντε). Μετά το τέλος του Εμφύλιου συνελήφθη πολλές φορές για αντιφασιστική δράση, και τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση 30 ετών. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του από φυλακή σε φυλακή, κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες, υποκύπτοντας τελικά από τις κακουχίες και τη φυματίωση το 1942. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Ερνάντες έγραψε στον τοίχο του νοσοκομείου τους τελευταίους του στίχους:
Αντίο, αδέρφια, φίλοι και συντρόφια γκαρδιακά μου
στον ήλιο δώστε και στα στάχυα τα φιλιά μου.
Ο Νερούδα στο Κάντο Χενεράλ τού έχει αφιερώσει το ποίημα: Στον Μιγέλ Ερνάντες, που δολοφονήθηκε στις φυλακές της Ισπανίας. Το ποίημα από την Κατιούσα:
[6] Φεδερίκο: Ο Λόρκα βεβαίως. Βλέπε από Κατιούσα:
Ραφαέλ Αλβέρτι – Μπάμπης Ζαφειράτος: Δύο Σονέτα και ένα Επίγραμμα για τον Λόρκα
[7] H συμμορία των Paneros. Από το όνομα του ποιητή και υμνητή του Φρανκισμού, Λεοπόλδο Πανέρο (17 Οκτ. 1909 – 27 Αυγ. 1962).
*
Περισσότερα για τη συλλογή και το ιστορικό της πλαίσιο βλέπε από Μποτίλια: Ο Φιντέλ του Πάμπλο Νερούδα: Για να μπορούν τα γιασεμιά να λάμπουν −Ένα Επικό Τραγούδι και η ιστορία του (2 VIDEO-ντοκουμέντα και Φωτό)
*
Άλλα ποιήματα από το Επικό Τραγούδι στην Κατιούσα:
*
*
*
*
Το Έπος του Γκράνμα και ο Μύθος των Δώδεκα (12) που ήταν Είκοσι ένας (21)
*
Πάμπλο Νερούδα: Η Ανατίναξη του La Coubre στο λιμάνι της Αβάνας
*
Πάμπλο Νερούδα: Σαντίνο, Εκείνος ο Φίλος (18.5.1895-21.2.1934)
*
*
Επικό Τραγούδι: Τα πουλιά της Καραϊβικής
*
Ισπανικό κείμενο:
Pablo Neruda
Escrito en el año 2000
Quiero hablar con las últimas estrellas
ahora, elevado en este monte humano,
solo estoy con la noche compañera
y un corazón gastado por los años:
Llegué de lejos a estas soledades,
tengo derecho al sueño soberano,
a descansar con los ojos abiertos
entre los ojos de los fatigados,
y mientras duerme el hombre con su tribu,
cuando todos los ojos se cerraron,
los pueblos sumergidos de la noche,
el cielo de rosales estrellados,
dejo que el tiempo corra por mi cara
como aire oscuro o corazón mojado
y veo lo que viene y lo que nace,
los dolores que fueron derrotados,
las pobres esperanzas de mi pueblo:
los niños en la escuela con zapatos,
el pan y la justicia repartiéndose
como el sol se reparte en el verano.
Veo la sencillez desarrollada,
la pureza del hombre con su arado
y entre la agricultura voy y vuelvo
sin encontrar inmensos hacendados.
Es tan fácil la luz y no se hallaba:
el amor parecía tan lejano:
estuvo siempre cerca la razón:
nosotros éramos los extraviados
y ya creíamos en un mundo triste
lleno de emperadores y soldados
cuando se vio de pronto que se fueron
para siempre los crueles y los malos
y todo el mundo se quedó tranquilo
en su casa, en la calle, trabajando.
Y ahora ya se sabe que no es bueno
que esté la tierra en unas pocas manos,
que no hay necesidad de andar corriendo
entre gobernadores y juzgados.
Qué sencilla es la paz y qué difícil
embestirse con piedras y con palos
todos los días y todas las noches,
como si ya no fuéramos cristianos.
Alta es la noche y pura como piedra
y con su frío toca mi costado
como diciéndome que duerma pronto,
que ya están mis trabajos terminados.
Pero tengo que hablar con las estrellas,
hablar en un idioma oscuro y claro
y con la noche misma conversar
con sencillez como hermana y hermano.
Me envuelve con fragancia poderosa
y me toca la noche con sus manos:
me doy cuenta que soy aquel nocturno
que dejé atrás en el tiempo lejano
cuando la primavera estudiantil
palpitaba en mi traje provinciano.
Todo el amor de aquel tiempo perdido,
el dolor de un aroma arrebatado,
el color de una calle con cenizas,
el cielo inextinguible de unas manos!
Y luego aquellos climas devorantes
donde mi corazón fue devorado,
los navíos que huían sin destino,
los países oscuros o delgados,
aquella fiebre que tuve en Birmania
y aquel amor que fue crucificado.
Soy sólo un hombre y llevo mis castigos
como cualquier mortal apesarado
de amar, amar, amar sin que lo amaran
y de no amar habiendo sido amado.
Y surgen las cenizas de una noche,
cerca del mar, en un río sagrado,
y un cadáver oscuro de mujer
ardiendo en un brasero abandonado:
el Irrawadhy desde la espesura
mueve sus aguas y su luz de escualo.
Los pescadores de Ceylán que alzaban
conmigo todo el mar y sus pescados
y las redes chorreando milagrosos
peces de terciopelo colorado
mientras los elefantes esperaban
a que les diera un fruto con mis manos.
Ay cuánto tiempo es el que en mis mejillas
se acumuló como un reloj opaco
que acarrea en su frágil movimiento
un hilo interminablemente largo
que comienza con un niño que llora
y acaba en un viajero con un saco!
Después llegó la guerra y sus dolores
y me tocan los ojos y me buscan
en la noche los muertos españoles,
los busco y no me ven y sin embargo
veo sus apagados resplandores:
Don Antonio morir sin esperanza,
Miguel Hernández muerto en sus prisiones
y el pobre Federico asesinado
por los medioevales malhechores
por la caterva infiel de los Paneros:
los asesinos de los ruiseñores.
Ay tanta y tanta sombra y tanta sangre
me llaman esta noche por mi nombre:
ahora me tocan con las alas heladas
y me señalan su martirio enorme:
nadie los ha vengado, y me lo piden.
Y sólo mi ternura los conoce.
Ay cuánta noche cabe en una noche
sin desbordar esta celeste copa,
suena el silencio de las lejanías
como una inaccesible caracola
y caen en mis manos las estrellas
llenas aún de música y de sombra.
En este espacio el tumultuoso peso
de mi vida no vence ni solloza
y despido al dolor que me visita
como si despidiera a una paloma:
si hay cuentas que sacar hay que sacarlas
con lo que va a venir y que se asoma,
con la felicidad de todo el mundo
y no con lo que el tiempo desmorona.
Y aquí en el cielo de Sierra Maestra
yo sólo alcanzo a saludar la aurora
porque se me hizo tarde en mis quehaceres,
se me pasó la vida en tantas cosas,
que dejo mis trabajos a otras manos
y mi canción la cantará otra boca.
Porque así se encadena la jornada
y floreciendo seguirá la rosa.
No se detiene el hombre en su camino:
otro toma las armas misteriosas;
no tiene fin la primavera humana,
del invierno salió la mariposa
y era mucho más frágil que una flor
por eso su belleza no reposa
y se mueven sus alas de color
con una matemática radiosa.
Y un hombre construyó solo una puerta
y no sacó del mar sino una gota
hasta que de una vida hasta otra vida
levantaremos la ciudad dichosa
con los brazos de los que ya no viven
y con manos que no han nacido ahora.
Es ésa la unidad que alcanzaremos:
la luz organizada por la sombra,
por la continuidad de los deseos
y el tiempo que camina por las horas
hasta que ya todos estén contentos.
Y así comienza una vez más la Historia.
Y así pues, en lo alto de estos montes,
lejos de Chile y de sus cordilleras
recibo mi pasado en una copa
y la levanto por la tierra entera,
y aunque mi patria circule en mi sangre
sin que nunca se apague su carrera
en esta hora mi razón nocturna
señala en Cuba la común bandera
del hemisferio oscuro que esperaba
por fin una victoria verdadera.
La dejo en esta cumbre custodiada,
alta, ondeando sobre las praderas
indicando a los pueblos agobiados
la dignidad nacida en la pelea:
Cuba es un mástil claro que divisan
a través del espacio y las tinieblas,
es como un árbol que nació en el centro
del mar Caribe y sus antiguas penas:
su follaje se ve de todas partes
y sus semillas van bajo la tierra,
elevando en la América sombría
el edificio de la primavera.
Canción de Gesta
Imprenta Nacional de Cuba, 1960 (p. 69 – 74)