Λάρρυ Μπερντ – Ο πιο έξυπνος παίκτης στην ιστορία του μπάσκετ
Μια ταινία υποστήριζε στον τίτλο της πως “οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν”. Μπορούν να κανουν όμως ένα σωρό άλλα πράγματα κι ο Λάρρυ Μπερντ ήταν η ζωντανή απόδειξη για αυτό. Ο -μπασκετικά- πιο έξυπνος παίκτης που έπιασε την πορτοκαλί μπάλα, κι ίσως, για αυτό ακριβώς, ο καλύτερος.
Μια ταινία υποστήριζε στον τίτλο της πως “οι λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν” -μπασκετικά μιλώντας. Μπορούν να κανουν όμως ένα σωρό άλλα πράγματα κι ο Λάρρυ Μπερντ ήταν η ζωντανή απόδειξη για αυτό, ξεχωρίζοντας σαν τη μύγα μες στο γάλα -ή μάλλον ακριβώς το αντίθετο- σε ένα πρωτάθλημα όπου πρωταγωνιστούν παραδοσιακά οι αφροαμερικάνοι.
Θα ήταν παράλογο να πει κανείς πως ένας παίκτης 2.06, που έπαιζε άνετα ως περιφερειακός, δεν είχε σωματικά προσόντα. Σίγουρα όμως δεν ήταν αυτά που τον έκαναν να ξεχωρίσει στο ΝΒΑ. Αυτό που ξεχώριζε ανέκαθεν στον Μπερντ ήταν το απαράμιλλο μπασκετικό του μυαλό, και πιθανοτατα ήταν ο εξυπνότερος -μπασκετικά μιλώντας, πάντα- παίκτης που έπιασε την πορτοκαλί μπάλα. Και για αυτό μπορεί κι ο καλύτερος… Έναν τίτλο που σε άλλες εποχές ο Μπερντ θα τον κέρδιζε μόνο και μόνο για το λευκό δέρμα της επιδερμίδας του, αλλά στην εποχή του, με την κυριαρχία των αφροαμερικανών, οι φραγμοί αντιστράφηκαν και σχεδόν “λειτουργούσαν ανάποδα”.
Εξάλλου, το σώμα του ήταν αυτό που τον πρόδωσε και τον ανάγκασε να σταματήσει σχετικά πρόωρα την καριέρα του, εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη μέση του. Κι αυτό γιατί δε θα προφύλασσε ποτέ τον εαυτό του, δεν έκανε οικονομία δυνάμεων και δε θα έπαιζε ποτέ για κάτι λιγότερο από τη νίκη.
Τα κριτήρια για τον ορισμό του καλύτερου ποικίλλουν και συνήθως καταλήγουν στο Μάικλ Τζόρνταν. Αλλά κι αυτός ακόμα οφείλει ένα μεγάλο κομμάτι της λάμψης του στο ότι έπρεπε να ανταγωνιστεί υπερομάδες σαν τους Σέλτικς του Μπερντ και έγινε σκληρός, μαθαίνοντας να παλεύει εναντίον τους. Έχει μείνει στην ιστορία ένας αγώνας πλέι-οφ όπου οι πρώιμοι -sic- Μπουλς, σκόνταψαν πάνω στους κραταιούς -και μετέπειτα πρωταθλητές- Σέλτικς, πήγαν το ματς στη δεύτερη παράταση, με 63 πόντους του Τζόρνταν, προτού υποκύψουν στους Σέλτικς του Μπερντ (36π). Ο οποίος μετά τον αγώνα, παραδέχτηκε πως ο Τζόρνταν ήταν το επόμενο μεγάλο όνομα που ερχόταν με φόρα, ενώ ο Τζόρνταν ανταπέδωσε αργότερα τον έπαινο, λέγοντας πως στα τελευταία δευτερόλεπτα του αγώνα ο μόνος παίκτης που θα εμπιστευόταν περισσότερο από τον εαυτό του, για να πάρει τη φάση, είναι ο Λάρρυ Μπερντ.
Ο Μπερντ και ο Μάτζικ Τζόνσον ήταν αδιαμφισβήτητα ό,τι καλύτερο είχαμε δει πριν από τον Τζόρνταν -και μαζί με τον Τζόρνταν, στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης το 92′, στην πρώτη, αυθεντική και βασικά μοναδική “ομάδα-όνειρο” των ΗΠΑ, που έφτασε στο χρυσό. Οι δυο τους συνέθεσαν ένα τρομερό δίδυμο φίλων και αντίπαλων στο παρκέ, που εκτόξευσε εμπορικά το άθλημα, ήδη από τα πανεπιστημιακά τους χρόνια και την αναμέτρησή τους στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος, που έγινε κάτι σαν το αθλητικό γεγονός της χρονιάς.
Οι τρομερές τους μονομαχίες σημάδεψαν όλη την επόμενη δεκαετία. Ο Μάτζικ πρωτοστάτησε στο showtime των Λέικερς, ενώ ο Μπερντ φόρεσε την πιο βαριά φανέλα του ΝΒΑ, αυτή των Σέλτικς, έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης τους και ίσως ο καλύτερος παίκτης της ιστορίας τους, οδηγώντας τους σε τρία πρωταθλήματα (81′, 84′ και 86′).
Οι αριθμοί κι οι διακρίσεις όμως δείχνουν μόνο ένα μέρος της αξίας του Λάρι Μπερντ και των αστείρευτων όπλων που είχε στη φαρέτρα του: δολοφονικό μακρινό σουτ, σκοράρισμα με κάθε τρόπο κι από κάθε απόσταση, καλάθια πίσω από το ταμπλό, αναρίθμητα μπάζερ-μπίτερ, καλάθια με φόλοου από δικά του άστοχα σουτ. Αυτοθυσία, άμυνα, ηγετική φυσιογνωμία, ασίστ πίσω από την πλάτη, με ένα απλό άγγιγμα -χωρίς καν να πιάσει την μπάλα- κάτω από τα πόδια, πίσω από τη μέση του αντιπάλου, και φυσικά μπόλικο trash talking, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού, κι ένα βασικό μέσο για να επιβιώσει, απέναντι στους καλύτερους. Μια γεύση από αυτά φαίνεται και στο παρακάτω βίντεο, που ετοίμασε πέρσι το ΝΒΑ για τα 60χρονα του μεγάλου Μπερντ -που χτες έκλεισε τα 61.
Ο Μπερντ είναι ένας από τους λίγους σούπερ-σταρ του ΝΒΑ που κατάφεραν να διακριθούν ως προπονητές (κάτι που έμοιαζε λογικό για τη δική του μπασκετική νοημοσύνη), ακόμα κι ως διοικητικοί παράγοντες. Αλλά αυτό που όλοι θα θυμούνται είναι τα μαγικά που έκανε στο παρκέ. Τα οποία δεν περιείχαν αέρινες πτήσεις και εντυπωσιακά καρφώματα, αλλά για αυτό ακριβώς ήταν πιο επιβλητικά και μοναδικά από οτιδήποτε έχουμε παρακολουθήσει στο μπάσκετ μέχρι στιγμής…