Αναμνήσεις από την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή
Στις 10 η ώρα το πρωί ήρθαν οι κλούβες και τους στοίβαξαν μέσα. Οι μελλοθάνατοι τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Το βράδυ μάθαμε πως τους εκτέλεσαν όλους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με πολυβόλα. Στάθηκαν παλικαρίσια μπρος στο θάνατο. Το κροτάλισμα των πολυβόλων δεν μπόρεσε να καλύψει τους στίχους του Σολωμού…
Στρατόπεδο Χαϊδαριού, Κυριακή απόγευμα, 30 τ’ Απρίλη 1944. …Σε μια στιγμή βλέπουμε το Ναπολέοντα Σουκατζίδη κι ανέβαινε στο διοικητήριο, μαζί με τους Ακροναυπλιώτες Μήτσο Κωνσταντινίδη, Ζαφείρη Βεκίδη, Γιώργο Αθανασιάδη, Μανώλη Βοσνάκη και τον Τροχίδη. Αυτοί όλοι ήτανε προϊστάμενοι στα διάφορα συνεργεία του στρατοπέδου. Σε δέκα λεπτά βγήκανε από το γραφείο του Γερμανού διοικητή και μάθαμε πως τους είπε: -Να παραδώσουν τα συνεργεία με τα κλειδιά και τα εργαλεία σε άλλους που να μην είναι μεταξοκρατούμενοι, γιατί αυτοί, αύριο το πρωί, θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Σε λίγη ώρα το θανατικό μήνυμα άπλωσε από στόμα σε στόμα, και το στρατόπεδο σκεπάστηκε από τις μαύρες φτερούγες του Χάρου. Στις 5 χτύπησε το καμπανάκι συγκέντρωση και ο Φίσερ, ο διοικητής, φώναξε τα ονόματα πάνω από εκατό πατριωτών από την Εύβοια. Αυτή η ομάδα των Ευβοέων μαζεύτηκε στην αποθήκη του Μπλοκ 21 για να πάρει τα πράγματά της γιατί αύριο το πρωί θα μεταφερόταν στο καινούργιο στρατόπεδο του Δομοκού. Όταν ακούστηκε «αποστολή στο Δομοκό» όλοι άρχισαν να σκέφτονται: Αύριο ίσως γίνουν εκτελέσεις. Νάναι, όμως, αυτοί ή άλλοι;
Παίρνουμε συσσίτιο κι ανεβαίνουμε στους θαλάμους. Οι μπουκιές σκάλωσαν στο λαιμό μας και δεν πήγαιναν κάτω.
Αυτή τη φοβερή ατμόσφαιρα προσπαθούν να τη σπάσουν με χορό και τραγούδι οι Ακροναυπλιώτες. Πιάνουν τις κιθάρες και ο Φώτης Σαντομοίρης με το βιολί του, ανοίγουν το χορό του Ζαλόγγου. «Στη στεριά δε δε ζη το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά…». Ο Γιώργος ο Γκότσης πρώτος, και ξοπίσω, σε μεγάλο κύκλο, ο Νικολόπουλος, ο Γεωργακούνης, ο Κατσανιώτης, ο Κουλαμπάς, ο Βλάσης και άλλοι. Σε λίγο πιάνουν οι Κρητικοί τον πεντοζάλη. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πρώτος κι αγκαλιαστά οι άλλοι φτεροπόδαροι Κρητικοί, ο Μαμαλάκης, ο Τσιτήλος, ο Παναγιώτης Κορναράκης, ο Βαλεντάκης, ο Μαριακάκης, χορεύουν και τραγουδούν.
Κατά τις 10 το βράδυ, βάρεσε σιωπητήριο, κι ένας ένας άπλωνε το ρουχισμό του για ύπνο. Όλοι πλάγιασαν μα κανείς δεν κοιμήθηκε. Με το ξημέρωμα έγινε συγκέντρωση των Χαλκιδέων στην πλατεία των μαγειρείων. Ύστερα από ονομαστικό προσκλητήριο τους φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα που περίμεναν έξω από τη μεγάλη πόρτα και δρόμο κατά την Αθήνα. Στις 7 η ώρα πήραμε την πρωινή μπλουγουρόσουπα και στις 8 κάναμε συγκέντρωση και προσκλητήριο. Τότε βλέπουμε στις γύρω σκοπιές πολλούς Γερμανούς με κράνη και πολυβόλα ξέσκεπα, στραμμένα κατ’ επάνω μας.
Κείνη τη στιγμή έφτασε η εσωτερική φρουρά με το διοικητή Φίσερ και τον Αυστριακό υποδιοικητή. Ο Αντώνης Βαρθολομαίος φώναξε «προσοχή!» και ο Ναπολέων Σουκατζίδης έδωσε αναφορά στο Φίσερ. Ο Αυστριακός έκανε επιθεώρηση στις εκατονταρχίες και πήρε τον Βασίλη Γεωργακούνη και τον έστειλε στη δουλιά του υδραγωγείου, που έκανε από καιρό. Ύστερα, ο διοικητής έδωσε στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη έναν κατάλογο και του είπε να μας εξηγήσει πως όσοι ακούσουν τα ονόματά τους να βγουν και να σχηματίσουν πεντάδες, λίγο πιο πέρα, γιατί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Απ’ τους πρώτους που ακούστηκε το όνομά τους ήταν ο Βλάσης Βαλασόπουλος, ο Σκλάβαινας, ο Κορναράκης, ο Μαμαλάκης και ο νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου Θανασάκης Τούμπας, που πέταξε ψηλά το μπερέ του και φώναξε: «Ζήτω η λευτεριά» και σαν έγινε σωστό πενηντάρι, τους είπε να πάρουν τα ρούχα τους και να συγκεντρωθούν πάλι έξω από τα μαγειρεία. Τα ρούχα να είναι λίγα γιατί το ταξίδι θα είναι μακρινό…
Ύστερα φωνάχτηκαν ακόμα πενήντα ονόματα. Σ’ αυτούς ήταν και ο Γιώργος Αθανασιάδης, μα ο διοικητής τον κράτησε παράμερα και του είπε:
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Δεν θα πας στο άλλο στρατόπεδο.
Στο τρίτο πενηντάρι, φώναξε και το όνομα του Αντώνη Βαρθολομαίου, του χιλίαρχού μας, που ήταν ο ψηλότερος άντρας του Χαϊδαριού, αμέσως έπειτα ακούμε: «Σουκατζίδης Ναπολέων!». Κόπηκε η ανάσα μας. ο διοικητής τον κύτταξε καλά, την ώρα που παράδινε τον κατάλογο, τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του. ο Ναπολέων πήγε στο θάλαμο και γύρισε έχοντας στον ώμο του μια μικρή κόκκινη πατανία. Ο Ναπολέων, ο ιδεολόγος, πήρε την κόκκινη κουβέρτα για να του γίνει σάβανο…
Τέλος, σαν διάβασε ο Φίσερ και το 4ο πενηντάρι, κι έγιναν σωστοί διακόσοι νοματαίοι, έφεραν και τέσσερις από την απομόνωση. Αυτοί ήταν ο Γιώργος Χαλάρης, δυο άγνωστοι και ο Ακροναυπλιώτης Ζάγκας. Αυτός ήτανε ο μόνος που πιάστηκε από τους εικοσιοχτώ δραπέτες της ομάδας Παρτσαλίδη.
Εμείς οι άλλοι περιμένουμε στη θέση μας πολλή ώρα και βλέπουμε τους μελλοθάνατους που στήνουν το χορό έξω απ’ τα μαγειρεία. Ο Φώτης Σαντομοίρης παίζει με το βιολί του και τα παλληκάρια τραγουδούν όλα μαζί.
Κείνη τη στιγμή ο Φίσερ με τον Αυστριακό πήγαν στα μαγειρεία και φώναξε το Ναπολέοντα και το Βαρθολομαίο τον Αντώνη. Μίλησε μαζί τους κι αυτοί κουνούσαν τα χέρια αρνητικά. Το τι είπαν το άκουσε ο Ζήσης ο ωγράφος και ο γιατρός Αντώνης Φλούτζης, που στέκονταν εκεί κοντά και ήταν από τους λίγους Ακροναυπλιώτες που γλύτωσαν την ομαδική εκτέλεση. Ο Φίσερ τους έκανε πρόταση να τους αντικαταστήσει με δυο άλλους κι εκείνοι δεν δέχτηκαν τέτοιου είδους ταπεινή συναλλαγή. Προτίμησαν τον παλλκαρίσιο θάνατο.
Στις 10 η ώρα το πρωί ήρθαν οι κλούβες και τους στοίβαξαν μέσα. Οι μελλοθάνατοι τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Το βιολί του Φώτη Σαντομοίρη σκορπά τους στερνούς του ήχους…
Το βράδυ μάθαμε πως τους εκτέλεσαν όλους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με πολυβόλα. Στάθηκαν παλληκαρίσια μπρος στο θάνατο. Το κροτάλισμα των πολυβόλων δεν μπόρεσε να καλύψει τους στίχους του Σολωμού:
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη,
των Ελλήνων τα ιερά…».
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Ομοσπονδίας Οικοδόμων Ελλάδας «ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ», τον Απρίλη του 1978.)