Σκηνές από ένα γάμο
Δικαίως λοιπόν ο Μπέργκμαν ζητούσε από τον κόσμο να αφιερώσει ένα βράδυ της ζωής του παρακολουθώντας την ταινία. Ίσως γνώριζε πολύ καλά μέσα του ότι πολλά βράδια αφιερώσαμε και εμείς βασανιζόμενοι από τα πολλά ερωτήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες των ηρώων του και ήθελε να τα μοιραστεί μαζί μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να βιώσουμε μαζί του και με τους ήρωές του, τα αυθεντικά δικά μας συναισθήματα
“Σκηνές Από Ένα Γάμο”, 1974
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
«Έγραψα αυτό το φιλμ σε τρεις μήνες. Το γύρισα σε τέσσερις. Αλλά μου χρειάστηκε η πείρα μιας ζωής. Παρακαλώ όπως ευαρεστηθείτε να μου αφιερώσετε ένα βράδυ της ζωής σας».
Με αυτά τα λόγια ο Μπέργκμαν καλούσε τους ανθρώπους να αφιερώσουν ένα βράδυ της ζωής τους για να παρακολουθήσουν ένα έργο που αφορούσε ενδεχομένως και ολόκληρη τη ζωή τους. Μία ταινία σπουδή πάνω στην ψυχοπαθολογία του γάμου, ενός θεσμού, μιας κατάστασης που πολύ εύστοχα ο Β. Ραφαηλίδης σε άρθρο του στο “Βήμα” το 1976, χαρακτήριζε ως «το μέγα μυστήριο που συνιστά την πιο αντιφατική και κυρίως την πιο εύθραυστη από την ατέρμονη ποικιλία των ανθρώπινων σχέσεων». Η πείρα της ζωής που χρειάστηκε ο μέγας αυτός σκηνοθέτης και που αποτέλεσε το βασικό εργαλείο δημιουργίας αυτής της εξαιρετικής ταινίας, είναι ο τρίτος «σύντροφος» της ηρωίδας του έργου του, της Μαριάν. Η εμπειρία της, μαζί με δύο άλλους «συντρόφους» της, την κοινή λογική και τη διαίσθησή της είναι αυτά που την απαλλάσσουν οριστικά και την αποδεσμεύουν από αυτόν που μέχρι τότε θεωρούσε μοναδικό της σύντροφο. Τον σύζυγό της. Είναι αυτά που την απελευθερώνουν οριστικά από τον ασφυκτικό κλοιό ενός γάμου που την κρατούσε δέσμια και την εμπόδιζε να βιώσει τα πραγματικά της συναισθήματα και τις πραγματικές της ανάγκες, που είχε μάθει πολύ καλά να απωθεί, αφού είχε μάθει από πολύ μικρή ηλικία να δίνει αυτό που ήθελαν οι άλλοι. Να τους ευχαριστεί και ταυτόχρονα να παραπλανεί διαρκώς τον εαυτό της, σχηματίζοντας μια άλλη εικόνα αυτού που πραγματικά ήταν, ζώντας με αυτή την παραπλάνηση και την ψευδαίσθηση, με τη μυστικοπάθεια, την προσποίηση και την υποκρισία να γίνονται η δεύτερη φύση της.
Η Μαριάν και ο Γιόχαν ζουν την επίπλαστη ευτυχία τους σε έναν γάμο που φαινομενικά διαθέτει όλα τα στοιχεία του τέλειου γάμου. Ένα πανευτυχές ζευγάρι αστών Σουηδών -ψυχολόγος εκείνος, δικηγόρος εκείνη- με δύο κόρες και ένα πολύ όμορφο σπιτικό. Άριστες οι σχέσεις με τα πεθερικά και με πολλές κοινωνικές σχέσεις και επαφές με φίλους της ίδιας τάξης. Όταν ο Γιόχαν ανακοινώνει ξαφνικά στη Μαριάν ότι είναι ερωτευμένος με μία άλλη γυναίκα και αποφασίζει να φύγει για ένα διάστημα από το σπίτι, μη περιμένοντας και από τον ίδιο του τον εαυτό ότι θα εγκατέλειπε τη συζυγική στέγη, μη έχοντας όμως και τη δύναμη να αντισταθεί στη νέα περιπέτεια της ζωής του που τον τροφοδοτεί με ενέργεια και τον κάνει να νιώθει ελεύθερος, τότε η Μαριάν ξεπερνώντας το αρχικό σοκ της αποκάλυψης, αρχίζει να βλέπει τη ζωή με άλλα μάτια και να διαπιστώνει ότι η μοναξιά της ταιριάζει περισσότερο από τον Γιόχαν!
Η αγάπη δεν είναι παροχή υπηρεσιών και προϋποθέτει την επίγνωση του εαυτού μας για να μπορέσει να ξετυλιχτεί, να εκδηλωθεί και πάνω σε αυτήν να στεριώσει ένα υγιές σπιτικό, μας λέει ο Μπέργκμαν που παντρεύτηκε και χώρισε ο ίδιος 5 φορές και που ως φανατικός φεμινιστής (αγαπάει πολύ τη γυναίκα, υπό την έννοια ότι κατανοεί και διεισδύει σε βάθος στη γυναικεία ψυχολογία) και παρόλο που μας παρουσιάζει τον Γιόχαν να κάνει την επανάστασή του προκειμένου να ξεφύγει από τον συζυγικό δεσμό που του στερεί την εκπλήρωση των μεγάλων προσδοκιών του –που τελικά διαπιστώνει και ο ίδιος ότι δεν ήταν δικές του προσδοκίες αλλά στερεοτυπικές επιταγές μιας κοινωνίας που επικροτούσε και επικροτεί την επιβολή του “ισχυρού αρσενικού”, ωστόσο το βάρος της διαδικασίας ουσιαστικής αλλαγής και απελευθέρωσης, επωμίζεται η Μαριάν. Που πιάνει το νήμα από την αρχή, από τα παιδικά της χρόνια, όταν πλέον μετά το σοκ του χωρισμού «πιάνει πάτο» γιατί ανακαλύπτει κάτι που με μεγάλη έκπληξη διαπιστώνει και παραδέχεται: Ότι δεν γνωρίζει ποια είναι.
Προσεγγίζοντας ψυχαναλυτικά τους ήρωές του, προσπαθώντας να βιώσει και εκείνος μέσω αυτών, τα συναισθήματα που δεν βίωσε στην παιδική του ηλικία, (την οποία σε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα περιέγραφε ως μια μακρόχρονη ιστορία ταπεινώσεων- γιος ενός καταπιεστικού προτεστάντη πάστορα) ο Μπέργκμαν μέσω της διαλεκτικής της σύγκρουσης των ηρώων του, μας δείχνει τον δρόμο της απελευθέρωσης και συνάμα του μεγάλου τιμήματος αυτής. Αυτή τη διαλεκτική της σύγκρουσης τη συναντάμε και στη «Φθινοπωρινή σονάτα», μόνο που εκεί η σχέση αφορά μάνα και κόρη. Η οικογένεια όμως και εκεί πάντα στο επίκεντρο και ο μεγάλος σκηνοθέτης για μια ακόμη φορά και εκεί αναδεικνύει την τυπική παρουσία, αλλά και την ταυτόχρονη ουσιαστική ανυπαρξία της οικογένειας μία ανυπαρξία που στερεί την πολυπόθητη αγάπη από τους ήρωες που τόσο αναζητούν και χρειάζονται, οδηγώντας τους σε ένα αδιάκοπο μαρτύριο αναζήτησης αυτής και ταυτόχρονης προσπάθειας επούλωσης των πληγών που άφησε η στέρησή της.
Και, επανερχόμενη στις “Σκηνές από ένα γάμο”, παρουσιάζει πραγματικά τεράστιο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η σχέση του ζευγαριού όταν πλέον μετά τον χωρισμό αφήνουν σιγά σιγά την αλήθεια να διεισδύσει στη σχέση τους, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά ο ένας τις αλήθειες του στον άλλον, αλήθειες πρωτόγνωρες και για τους ίδιους και πολύ επώδυνες, με τη Μαριάν να πρωτοστατεί σε όλη αυτή τη διαδικασία αποκάλυψης.
Δικαίως λοιπόν ο εξαιρετικός αυτός σκηνοθέτης ζητούσε από τον κόσμο να αφιερώσει ένα βράδυ της ζωής του παρακολουθώντας την ταινία. Ίσως γνώριζε πολύ καλά μέσα του ότι πολλά βράδια αφιερώσαμε και εμείς βασανιζόμενοι από τα πολλά ερωτήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες των ηρώων του και ήθελε να τα μοιραστεί μαζί μας δίνοντάς μας την ευκαιρία να βιώσουμε μαζί του και με τους ήρωές του, τα αυθεντικά δικά μας συναισθήματα που μάθαμε και εμείς να τα απωθούμε, προκειμένου να μην ταράξουμε τα γαλήνια νερά παγιωμένων θεσμών. Προκειμένου να μην χαλάσουμε το δόγμα που πολύ εύστοχα η Μαριάν αναφέρει σε κάποια σκηνή της ταινίας. «Ποτέ δεν σκέφτηκα τι θέλω εγώ. Αλλά πάντα τι θέλουν να σκεφτώ» Δεν ανατρέπονται εύκολα αυτές οι αντιλήψεις παρόλο που έχουν περάσει 48 χρόνια από τη δημιουργία της ταινίας. Οπότε και το κάλεσμα του σκηνοθέτη παραμένει ανοιχτό!
Ανταποκριθείτε λοιπόν σε αυτό και απολαύστε το στις κινηματογραφικές αίθουσες όπου η ταινία επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκαταστημένη κόπια.