Αντιγόνη, όπως Επανάσταση – Με έμπνευση από το σπουδαίο τραγούδι
Κατάντησε απέραντος στρατώνας «φαιό νταμάρι», «ένα πεδίο βολής φτηνό» η Αττική. Η γη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας με την Ύβρη και το Έλεος. Επάνω στο εκδιδόμενο κορμί της «ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Επάνω στο έδαφος μιας ολόκληρης χώρας, της δικής μας. Με τα χειρότερα να έπονται. Γιατί έρχονται χρόνοι δίσεχτοι. Ήρθανε. Το τραγουδούν οι ποιητές μας. Έως πότε θα κωφεύουμε;
Ερωτικό ή «Με μια πιρόγα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου
Έρχονται χρόνοι δίσεχτοι. Πότε; Όταν αισθάνεσαι πως γίνονται, πως είναι ΕΝΑ το χθες, το σήμερα και το αύριο. Όπως συμβαίνει στην εποχή που ζούμε. Τότε μονολογείς, παραληρείς και εναγωνίως ψάχνεις νοήματα και νήματα για να πιαστείς. Μην γκρεμοτσακιστείς, προπάντων μη λυγίσεις. Όπως την έπαθες σε τόσες άλλες πτώσεις μες στον ιστορικό ενεστώτα. Εκτός από τη δοτική. Φλέγεσαι, τότε, να ξεμπλέξεις το κουβάρι μύθων και γρίφων ανυπέρβλητων. Ελπίζοντας να συγκρατήσει ο ιστός αράχνης τους όγκους λαθών, κατηγοριών, δισταγμών, υπαναχωρήσεων. Ελπίζοντας να τα καταφέρεις, να γλυτώσεις. Όπως συνήθισες, μάλλον βολεύτηκες να κάνεις συνήθως. Φουκαρά εαυτέ μου! Τη βλέπεις την πιρόγα, δια χειρός ανθρώπων που ονειρεύονται μιαν άλλη κοινωνία να γυρίζει και να φεύγει «τις ώρες που αγριεύει η βροχή», όπως συμβαίνει τώρα μα δεν τολμάς να μπεις μες το καμίνι. Μια φούχτα ήτανε πάντα η μαγιά. Τι θαρρείς; Μιλιούνια; Μα τι προζύμι, τι μαγιά! Ένας δεν ήτανε ο Τσε Γκεβάρα; Λιγοστοί δεν ήτανε οι μετρημένοι στου καιρού τους το πλεούμενο καθώς αρμένιζε στη «γη των Βησιγότθων», τη γενέτειρα του Μαρξ, την κοιτίδα της Επανάστασης; Μα εσύ εαυτούλη μου φαντάζεις χαμένος μες στην έπαρση της αυτοπροβολής, στους κρεμαστούς κήπους της επίδειξης, του καταναλωτισμού, των ψευδαισθήσεων της ευμάρειας. Στη Βαβυλώνα του καπιταλισμού όπου γης. Ναι, καμώνεσαι τον ανήξερο πως «τα φτερά σου σιγοπριονίζεις». Για να καθηλώνεσαι και να αρκείσαι στην αποκτήνωση του φαίνεσθαι ή τη μιζέρια του «έχει ο Θεός». Για να θέλγεσαι από τον πρωτοφασισμό των ενστίκτων, του αδιάβαστου και αταξίδευτου νου. Δίχως μνήμες και γνώσεις, χωρίς μεταλαβιές Ιστορίας. Πώς να γνωρίσεις την ίδια σου τη ρημαγμένη χώρα όταν «σκέπασε η αρμύρα το γυμνό κορμί της» μετά τον πόλεμο; Η αρμύρα των δακρύων και του αίματος. Πολύ αίμα και πολλά δάκρυα. Οι Δελφοί προϊδέαζαν με ήξεις αφίξεις τα μελλούμενα και ο λαός, οι παππούδες και οι γονιοί σου ζητούσαν άροτρα για να οργώσουν τη γη και την υπομονή τους, να πιουν κρύο νερό και να σφουγγίσουν τον ιδρώτα με την ανάστροφη του χεριού τους. Ήταν και δεν ήταν στο χέρι τους. Δεν θέλησαν να τα καταφέρουν ή δεν τα κατάφεραν επειδή δεν το θέλησαν πολύ; «Στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου» και φοβήθηκες τότε εαυτέ μου το διχασμό, τον εμφύλιο, τον ταξικό αγώνα. «Μα πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ», μια στην τριπλή φασιστική Κατοχή, μια στα Δεκεμβριανά, μια στον Εμφύλιο «σκούριασε το κλειδί του Παραδείσου» μες στη φούχτα σου. Τι δεν κατάλαβες τότε; Τι δεν καταλαβαίνεις μέχρι σήμερα; Τα καραβάνια των φυλακισμένων, των εξόριστων, των εκτελεσμένων, των τρελών από τα βασανιστήρια που τρέχουν ακόμα μες στη σκόνη της Μακρόνησος και της Ιστορίας; (Ίσως και μες στο κολαστήριο της Μπουμπουλίνας, όπου μαρτύρησε ο ίδιος ο Άλκης Αλκαίος επί χούντας) . «Πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι» στα αντίσκηνα των στρατοπέδων εξορίας της Μετεμφυλιακής Ελλάδας. «Πώς να δεθεί»- που δέθηκε χειροπόδαρα – «η Μεσόγειος» ολόκληρη στα δεσμά της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας (Ελλάδα και Τουρκία προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ πριν από εβδομήντα χρόνια, το 1952). Ερήμην ημών των ηττημένων στη χώρα που γέννησε την τραγωδία, την Αντιγόνη ή Επανάσταση ενάντια στην Εξουσία ή Κρέοντα. «Αγάπη που σε λέγαμ’ Αντιγόνη» πάθος, έρωτα για ανεξαρτησία, ελευθερία, ζωή με αξιοπρέπεια. Η μελαγχολία, η κατάθλιψη, ο συμβιβασμός ως επακόλουθα της ήττας δεν επιτρέπουν υψηλές πτήσεις και εκτινάξεις, στερούν το φως και το όραμα. Όνειρο θερινής νυχτός οι υψιπετείς λογισμοί φωλιάζουν και βουλιάζουν στο γνωστό νοτούρνο του Μέντελσον. Και εκείνη που δεν κατονομάζεται παρά μόνο σε αντιδιαστολή με την ηρωίδα της ομώνυμης τραγωδίας να φαντάζει άστρο μακρινό σε άγνωστο γαλαξία. Κατάντησε απέραντος στρατώνας «φαιό νταμάρι», «ένα πεδίο βολής φτηνό» η Αττική. Η γη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας με την Ύβρη και το Έλεος. Επάνω στο εκδιδόμενο κορμί της «ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι». Επάνω στο έδαφος μιας ολόκληρης χώρας, της δικής μας. Με τα χειρότερα να έπονται. Γιατί έρχονται χρόνοι δίσεχτοι. Ήρθανε. Το τραγουδούν οι ποιητές μας. Έως πότε θα κωφεύουμε;
Σημείωση: Η Σωτηρία Μαραγκοζάκη είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Οι στίχοι του Άλκη Αλκαίου υπήρξαν πηγή έμπνευσης για τα δύο ιστορικά μυθιστορήματα της Ο ύπατος της Σμύρνης (εκδόσεις Κέδρος) και Ο κλήρος του αίματος (εκδόσεις Πατάκη).