90′, τρεις γενιές κι ένα μπεγλέρι
Φεύγοντας από το γήπεδο και κατευθυνόμενοι προς τον ηλεκτρικό έτυχε να περπατάμε δίπλα σε έναν παππού που είχε έρθει στον αγώνα με τον εγγονό του. Φορούσαν κι οι δύο τα κασκόλ της ΑΕΚ.
Για κάποιους γήπεδο δεν είναι το «πέταλο», οι «μπαχαλάκηδες» και τα «τσογλάνια». Είναι να ξανανιώνεις. Είναι οι θύμισες και εικόνες από μια άλλη εποχή λίγο πιο χαρούμενη κι έξω καρδιά.
Πριν κάποιες αγωνιστικές, βρεθήκαμε στον ποδοσφαιρικό αγώνα ΑΕΚ – Πλατανιάς που έλαβε χώρα στο ΟΑΚΑ και τα έσοδα του οποίου διατέθηκαν εξ’ ολοκλήρου στους πλημμυροπαθείς της Δυτικής Αττικής. Είδαμε άτομα όλων των ηλικιών να δίνουν το παρόν σε μία πράξη αλληλεγγύης χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα και χρώμα. Μια πράξη αλληλεγγύης από τον άνθρωπο προς τον άνθρωπο. Νέους, παππούδες και πιτσιρικάκια με τις οικογένειές τους, εργένηδες, εφήβους και κοριτσοπαρέες – άτομα όλων των ομάδων και των κοινωνικών τάξεων.
Φεύγοντας από το γήπεδο και κατευθυνόμενοι προς τον ηλεκτρικό έτυχε να περπατάμε δίπλα σε έναν παππού που είχε έρθει στον αγώνα με τον εγγονό του. Φορούσαν κι οι δύο τα κασκόλ της ΑΕΚ κι όπως περπατούσαμε πλάι πλάι τον ακούσαμε να λέει σε έναν φίλο του:
«Το βλέπεις αυτό το μπεγλεράκι; Είναι ίδιο με αυτό που είχα όταν ήμουν μικρός και κάθε εβδομάδα ερχόμουν στο γήπεδο. Στην Αεκάρα. Δεν έχανα αγώνα για αγώνα. Κάθε εβδομάδα εκεί. Στο πέταλο καθόμουν συνήθως. Πέταγα κι εγώ στρακαστρούκες και κέρματα μικρός, αμέ, χεχεχε. Το έχασα κάποια στιγμή, που λες, και από τότε δεν ξαναπάτησα το πόδι μου σε αγώνα. Ήταν το γούρι μου, η συντροφιά μου. Αυτό και το τσιγάρο μου. Χωρίς το μπεγλεράκι στα χέρια μου ένιωθα άβολα… Σα γυμνός, πώς το λένε; Πάνε χρόνια που έκοψα το τσιγάρο, οπότε ήρθε κι έδεσε που λένε! Μείναν’ τα χέρια μου φτωχά. Αν δεν είχα τούτο δω τον μπαγάσα (σ.σ.: τον εγγονό του) σήμερα μπορεί να μην ερχόμουν εδώ, δε με βαστάει η μέση μου. Ούτε θα έβρισκα τον τύπο με τα μπεγλέρια και τα μπρελόκ. Αλλά για δες! Πήρα ένα εγώ κι ένα ο εγγονός. Ολόιδιο με τότε είναι! Θυμήθηκα τη νιότη μου σου λέω, ποιος με πιάνει τώρα!»
Χαμογέλασα στα κρυφά κι ήταν σα να τον ξέρω χρόνια. Ήθελα να τους πω να μην πάψουν ποτέ να νιώθουν νέοι, να χαμογελούν και να βρίσκουν την ευτυχία στα μικροπράγματα. Να ελπίζουν και να μην τους πιάνει κανείς. Αλλά δε χρειάστηκε να τους το πω. Το ήξεραν πολύ καλά πριν εγώ καν το σκεφτώ.