Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ – Ο πιο θανάσιμος εχθρός μου είναι εκείνος που ξαπολύει τον πόλεμο
Νιώθω σα νάχω φοβερές πληγές, όταν βλέπω πως ο κάμπος μου μένει χέρσος. Πόσα χωράφια τότε δεν έδωσαν καρπό εξαιτίας του πολέμου! Ο πιο θανάσιμος εχτρός μου είναι εκείνος, που ξαπολνά τον πόλεμο.
Σαν σήμερα, στις 12 Δεκέμβρη του 1928, γεννήθηκε ο μεγάλος Σοβιετικός λογοτέχνης, Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ, που είχε καταγωγή από την Κιργιζία. Πολλά βιβλία του κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά, απ’ τις εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή”. Τιμώντας τη μνήμη του, επιλέξαμε να αντιγράψουμε και να δημοσιεύσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο “το χωράφι της μάνας”, όπου η μητέρα ταυτίζεται με τη μάνα γη, και διατρανώνει το μίσος της ενάντια στον πόλεμο και τους φασίστες που τον εξαπέλυσαν, σκορπίζοντας το θάνατο και τη δυστυχία. Θεωρούμε πως το απόσπασμα είναι ενδεικτικό, αλλά φτωχό για να αποδώσει τη δύναμη και το συναισθηματικό πλούτο της γλώσσας του Αϊτμάτοφ, για αυτό και το παραθέτουμε απλώς ως προτροπή προς τον αναγνώστη να προμηθευτεί και να μελετήσει το βιβλίο.
-Και συ, Τολγκονάη, ρωτάς αν μπορούν οι άνθρωποι να ζουν χωρίς πόλεμο. Αυτό δεν εξαρτάται από μενα, εξαρτάται από σας, από τους ανθρώπους, από τη θέληση και την κρίση σας.
-Τι έχεις να πεις, αγαπημένη γη, τους καλύτερους δουλευτές σου, τους πιο έμπειρους τεχνίτες σου, τους σκοτώνει ο πόλεμος! Εγώ δεν είμαι σύμφωνη μ’ αυτό, δε θα συμφωνήσω όσο ζω. Μπορούν οι άνθρωποι, πρέπει οι άνθρωποι να φράξουν το δρόμο του πολέμου.
-Νομίζεις, Τολγκονάη, πως εγω δεν υποφέρω από τους πολέμους; Υποφέρω πολύ. Έχω ανάγκη μεγάλη από τα μπράτσα του αγρότη και κλαίω αιώνια τα παιδιά μου, τους ζευγίτες. Όταν μένω χέρσα, όταν τα χωράφια μου μένουν αθέριστα και τα σιτάρια μου αλώνιστα τους καλώ: “Πού είστε καλοί μου ζευγίτες, που είστε σποριάδες μου; Σηκωθείτε παιδιά μου, ζευγίτες, κι ελάτε να με βοηθήσετε, πνίγομαι, πεθαίνω!” Όμως αυτοί δεν απαντούν στο κάλεσμά μου.
-Σ’ ευχαριστώ μανούλα γη. Κι εσύ υποφέρεις για αυτούς όπως και γω. Σε ευχαριστώ μητέρα γη.
-.-
Ο τρίτος και ο τέταρτος χρόνος του πολέμου μας έφεραν χαρές και λύπες. Οι δικοί μας κυνηγούσαν τον εχθρό βήμα-βήμα. Αναγάλιαζε η ψυχή μου από τη χαρά. Όμωςω, μέρα με τη μέρα η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Το φθινόπωρο τα βολεύαμε κάπως, μαζεύαμε στάχια στα θερισμένα χωράφια, ξεθάβαμε πατάτες από τους κήπους. Από τα μέσα του χειμώνα άρχιζε η πείνα. Μα την άνοιξη και τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού ήταν πολύ δύσκολα. Μερικοί μόλις κρατιούνταν στα πόδια τους. Τρώγανε μόνο ρίζες, αγριόχορτα και νερό ανακατεμένο με λίγο γάλα. Ήταν αβάσταγο να βλέπεις τους άλλους, τις πολυμελείς οικογένειες, τα παιδάκια με τις πρησμένες κοιλιές και τα ρουφηγμένα μάγουλα να σε κοιτάζουν στα χέρια, να ζητούν σιωπηρά λίγο ψωμάκι. Αν μου έλεγαν: “πήγαινε και συ στο μέτωπο, να πεθάνεις εκεί, για να τελειώσει ο πόλεμος, και να χορτάσουν τα παιδάκια ψωμί” δε θα σκεφτόμουν καθόλου. Μόνο να μη βλέπω τα λιμασμένα μάτια.
Όλα ανήκαν στον πόλεμο: κι η ζωή κι η δουλειά κι η θέληση, ακόμα και το κουρκούτι των παιδιών, όλα, ως το τελευταίο σπειράκι. Και πήγαιναν στην αχόρταγη λάμια, τον πόλεμο.
(…)
Στο κολχόζ δεν είχε μείνει ούτε σπειρί. Ο,τι είχαμε το σπείραμε. Το σκέφτηκα, το βασάνισα το ζήτημα και μάζεψα όλα τα συνεργεία, όλους, από το μικρό ως το μεγάλο. Δεν ήταν συνέλευση, ήταν κάτι σαν οικογενειακό συμβούλιο.
-Ελάτε να σκεφτούμε τι θα κάνουμε, είπα. Να μη στηριχτούμε σε αυτά που σπείραμε στα χωράφια. Οι ίδιοι ξέρετε ότι όλα όσα είναι εκεί θα πάνε στο μέτωπο, και αν μείνει κάτι, θα πάει για σπόρο. Αν βρούμε όμως σπόρο, μπορούμε να σπείρουμε σιτάρι για τις πολυμελείς οικογένειες, τους γέρους και τα ορφανά. Αν έχετε εμπιστοσύνη σε μένα, εγώ αναλαβαίνω την ευθύνη. Το ζήτημα είναι να δώσει ο καθένας μας για σπόρο λίγα χρυσά σπειράκια, αυτό που έμεινε στον πάτο των σακιών και στο βάθος των αμπαριών. Μη θυμώνετε, κι αν γάλουμε την μπουκιά από το στόμα μας, κι αν πεινάσουμε, θα τα καταφέρουμε με γάλα ως το θέρο, σφίχτε τα δόντια. Και τότε για κάθε σπειρί θα πάρουμε εκατονταπλάσιο. Κάντε μια προσπάθεια, τολμήστε για τον εαυτό σας και τα παιδιά σας και δε θα μετανιώσετε. Βοηθήστε με όσο είναι ακόμα καιρός για σπορά.
Στη συγκέντρωση σα να συμφώνησαν όλοι μαζί μου. Όταν έφτασε όμως η υπόθεση στο ψητό, ήταν δύσκολο, τρομερό. Ιδιαίτερα τρομερό ήταν για μένα, όταν πετιούνταν από τα σπίτια οι μάνες με τα πολλά παιδιά και καταριούνταν τα πάντα στον κόσμο: και τον πόλεμο και αυτή τη ζωή και τα παιδιά και το κολχόζ κι εμένα. Ωστόσο, όλοι, κόβοντας την μπουκιά τους, έδινε άλλος ό,τι μπορούσε κι άλλος ό,τι είχε, άλλος μισό τενεκέ, άλλος μια χούφτα. Ήξερα πως έδιναν την τελευταία τους μπουκιά, κι ωστόσο το έπαιρνα. Μάζευα όσο μου έδιναν, το έβαζα χούφτα-χούφτα στα σακιά. Πέρασα με το κάρο σπίτι-το σπίτι. Παρακαλούσα, ικέτευα, συγκέντρωνα, παίρνοντάς το απ’ τα χέρια. Και μόνο μια σκέψη με καθησύχαζε. Το φθινόπωρο ο κόσμος θα με ευγνωμονεί, το φθινόπωρο η κάθε χούφτα θα δώσει έναν τενεκέ σιτάρι.
(…)
-Έτσι είναι, Τολγκονάη! Όχι μονάχα εσύ, αλλά κι εγώ, η γη, ένιωθα τον πόνο αυτό. Όλο το καλοκαίρι με στενοχωρούσε εκείνο το έρημο χωράφι, που έμοιαζε με ανοιχτή πληγή και πέρασε πολύς καιρός ώσπου να ξεχάσω τη θλίψη. Νιώθω σα νάχω φοβερές πληγές, Τολγκονάη, όταν βλέπω πως ο κάμπος μου μένει χέρσος. Πόσα χωράφια τότε δεν έδωσαν καρπό εξαιτίας του πολέμου! Ο πιο θανάσιμος εχτρός μου είναι εκείνος, που ξαπολνά τον πόλεμο.