Η “Αυτοκρατορία του Κακού”
Το τέλος της μπασκετικής Αυτοκρατορίας του Άρη το ’91 συνέπεσε χρονικά με αυτό της Σοβιετικής Ένωσης, που οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ την είχαν βαφτίσει “Αυτοκρατορία του Κακού” -που το κάνουν με κεκτημένη ταχύτητα και με τη Ρωσία, αλλά τότε είχε πολλαπλάσια ένταση και γνήσιο ταξικό μίσος.
Σαν σήμερα το 1993, ο μπασκετικός Άρης, που ένωσε τη Μαρινέλα, τον Μπουτάρη και σύσσωμο το μικροαστικό έθνος, ο Άρης που έκλεινε κάθε Πέμπτη τα θέατρα και τους κινηματογράφους (όχι όμως και τα βίντεο κλαμπ), αντιμετώπιζε την Εφές Πίλσεν στο Τορίνο, στον τελικό του Κυπελλούχων, που έμεινε στην ιστορία για το παιδικό σκορ (50-48) και τις σκηνές άγριου ξύλου στο τέλος. Οι κίτρινοι που είχαν πάει σε τρία Φάιναλ-Φορ χωρίς να πιουν νερό (ή σαμπάνια), γεύτηκαν πρώτη φορά το νέκταρ της επιτυχίας από μια ευρωπαϊκή κούπα, αλλά μέθυσαν με το αθάνατο κρασί του ’21, αναβιώνοντας πολεμικές σκηνές με “τουρκοφάγους” και ομηρικές μάχες, στα επινίκια, όπου χτύπησαν και τον Κοτλέμπα με το ταμπελάκι των φάουλ -ίσως γιατί τον θυμόντουσαν και τον είχαν άχτι (μακεδονική -κατά το αττική- σύνταξη) από το Ευρωμπάσκετ του ’87.
Λίγοι φαντάζονταν τότε πως αυτό δεν ήταν το τέλος μιας κατάρας, αλλά ο επίλογος-ταφόπλακα της μπασκετικής Αυτοκρατορίας του Άρη. Και ο τελευταίος διοικητής-Αυτοκράτορας δεν ήταν εξαδάχτυλος, ούτε έφυγε μαρμαρωμένος. Έφυγε ως ανεπιθύμητο πρόσωπο, γιατί έδιωξε τον γκάνγκστερ -με τα εξάσφαιρα- Γκάλη, που κατέληξε στον μετέπειτα εξάστερο Παναθηναϊκό, που πάλευε ακόμα όμως με τις δικές του κατάρες -και του Γκάλη, όπως ο Ολυμπιακός με του Ιωαννίδη- και θα αργούσε να βρει τα σωστά ξόρκια. Ο Θεόφιλος Μητρούδης απεβίωσε τον περασμένο μήνα, σε μια είδηση που πέρασε μάλλον στα ψιλά, αλλά μας δίνει μια καλή αφορμή -σε συνδυασμό με τη σημερινή επέτειο- να ξετυλίξουμε το κουβάρι των αναμνήσεων.
Αν με ρωτούσες 30 χρόνια πριν, δηλαδή το ευρωσωτήριο και Μααστριχτ-ικό έτος 1992 -που πρωταγωνιστούσε στο σήμα έναρξης των “Αυθαίρετων”-, ήμουν μικρό παιδί και το μόνο που θα έλεγα είναι πως ο πρόεδρος φέρνει λίγο στον Βασίλη Χαλακατεβάκη -που δεν έπαιζε στους Αυθαίρετους, αλλά στους Απαράδεκτους. Αν ρωτούσες οποιονδήποτε ενήλικα -και όχι μόνο- οπαδό του Άρη για τον Μητρούδη, θα σου έλεγε, με τα λόγια του Βασίλη Λεβέντη από το μάχιμο Κανάλι 29, να βγάλει καρκίνο, για τους αυτοκρατορικούς, γκανγκστερικούς λόγους που αναπτύξαμε παραπάνω.
Τότε δεν είχαν κάνει πολλοί τη σύνδεση, αλλά το τέλος της Αυτοκρατορίας του Άρη συνέπεσε χρονικά με αυτό της Σοβιετικής Ένωσης, που οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ την είχαν βαφτίσει “Αυτοκρατορία του Κακού” -που το κάνουν με κεκτημένη ταχύτητα και με τη Ρωσία, αλλά τότε είχε πολλαπλάσια ένταση και γνήσιο ταξικό μίσος. Και μπορεί το προσωνύμιο “Αυτοκράτορας” να έχει μείνει έως και σήμερα για τους Κίτρινους -περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις- αλλά ελάχιστοι θυμούνται πως το έβγαλε ο προπονητής Φώσκολος, πριν επινοήσει ο θείος του την τηλεοπτική αυτοκρατορία της Giant των Δράκων (που δεν είχαν σχέση με τον Παναγιώτη Γιαννάκη), και δεν είχε ιδιαίτερα θετική χροιά, υπονοώντας βασικά πως είχε διάφορα πλάγια μέσα και ιντριγκαδόρικες μεθόδους για να παίρνει τίτλους. Σα να λέμε, μια “Αυτοκρατορία του Κακού”…
(εκ των υστέρων διόρθωση: η πατρότητα του όρου φαίνεται τελικά να ανήκει στον συγχωρεμένο Μάκη Δενδρινό, μετά από ένα Πανιώνιος-Άρης).
Και δεν υπάρχει πιο γλαφυρό στιγμιότυπο, σαν συνδετικός (αδύναμος) κρίκος, από τον 6ο τελικό, στο τελευταίο πρωτάθλημα του Άρη -με μια επική ανατροπή, ουδόλως αντεπαναστατική- και έναν φίλο (μπορεί και σ/φο), με καπελάκι CCCP, που μπαίνει σαν ειρηνευτική δύναμη και επεμβαίνει στην κλοτσοπατινάδα του Γκάλη με τον Πρέλεβιτς.
-Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο καπέλο;
-Για να σε καπελώνω καλύτερα…
Το ευρωσωτήριο ’92 ήταν η πρώτη χρονιά που δεν υπήρχε ΕΣΣΔ, αν και πολλοί αθλητές της Κοινοπολιτείας -που τυπικά μπορεί να υφίσταται ακόμα ως ΚΑΚ- την κουβαλούσαν ακόμα στην καρδιά τους και σε κάποια εξαρτήματα-αξεσουάρ των στολών τους, με σφυροδρέπανο, στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Κι ήταν επίσης, για τον συμβολισμό του πράγματος, η πρώτη χρονιά που έπαιξαν οι επαγγελματίες του ΝΒΑ σε Ολυμπιακούς, αφαιρώντας κάθε φύλλο συκής απ’ το ξεσκισμένο ολυμπιακό ιδεώδες. Αν και οι Σοβιετικοί είχαν συμφωνήσει, προτού διαλυθούν, σε αυτό το ενδεχόμενο-εξέλιξη, δίνοντας έτσι και μια αθλητική νότα που σφράγιζε την κατρακύλα της Περεστρόικα -την οποία πρώτος ο σεναριογράφος του Rocky IV είχε προβλέψει…
-Το ’92 είναι η χρονιά που ο Γκάλης και το μπάσκετ κατηφορίζουν στην Αθήνα. Ο Γκάλης δεν είχε παίξει ποτέ σε Ολυμπιακούς Αγώνες, γιατί ως θεσμός δεν κάθονταν καλά στην “επίσημη αγαπημένη”, αλλά ήταν ήδη, πολλά χρόνια πριν, επαγγελματίας αθλητής. Τουλάχιστον από τότε που έξυνε με ξυραφάκι στα αποδυτήρια το σήμα της μάρκας των παπουτσιών του, μέχρι να συναινέσει η εταιρία να τον πληρώνει με συμβόλαιο, για τη διαφήμιση που της έκανε με τα κατορθώματά του. Ο Γκάλης δεν έφερε μόνο το μπάσκετ στην Ελλάδα -με την έννοια πως το έβαλε στο σπίτι και την οθόνη κάθε Έλληνα-, αλλά και τη νοοτροπία του ψυχρού επαγγελματία, που απαιτεί να τον ανταμείβουν πλουσιοπάροχα, ως αναγνώριση της δουλειάς του. Και είχε προκαλέσει μείζον ζήτημα, όταν απάντησε με ειλικρίνεια στην ερώτηση “τι επαγγέλλεσαι” (επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής), γιατί τυπικά -και μόνο για τους τύπους- αυτό απαγορευόταν και αντίκειτο στη νομοθεσία, το ολυμπιακό ιδεώδες κοκ…
Γιατί ακόμα υπήρχαν τέτοιες ευαισθησίες, κοινωνικοί συσχετισμοί και το αποτύπωμά τους στους κανόνες και τους νόμους της εποχής ή σε ονόματα γηπέδων όπως το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, που σήμερα μοιάζει με τραγική ειρωνεία, βάσει όσων έχουν γίνει εκεί. Και ήταν εντελώς σοβιετικής – μεταπολιτευτικής κοπής στάδιο, και με την καμπύλη αλά Γκαουντί στην οροφή, και ας έχασε εκεί η σοβιετική πατρίδα, τον Ιούνιο του ’87 -στα γενέθλια του Τσε, που είχε κάνει προφητική κριτική στους κινδύνους υποχώρησης του σοβιετικού μοντέλου, που έδινε βάρος στα υλικά κίνητρα. Και από την άλλη, ήταν ήδη φανερό πως το νομικό εποικοδόμημα δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα ενός ήδη εμπορευματοποιημένου ως το μεδούλι αθλητισμού, και πως ο τύπος θα άλλαζε σύντομα για να συμφωνεί με την ουσία, που αντανακλάται και συμπυκνώνεται στην οικονομική βάση -όπως συνέβη, άλλωστε, και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, εκείνη την περίοδο, με την κορύφωση και ολοκλήρωση των ανατροπών.
Ο αμερικανοθρεμμένος Γκάλης αγαπούσε την τέχνη του -εραστής της τέχνης- και πιθανότατα θα έπαιζε μπάσκετ και ως ερασιτέχνης, χωρίς λεφτά, γιατί πρωτίστως ζούσε για αυτό, παρά ζούσε απ’ αυτό. Αλλά τα ηθικά κίνητρα δεν του φαίνονταν αρκετά, όσο ήθελε και μπορούσε να εξασφαλίσει περισσότερα υλικά τέτοια. Και αυτό δεν τον έκανε “δραχμοφονιά”, ούτε αυτόν, ούτε και τον Γιαννάκη, που έλεγε “μπάσκετ” και γέμιζε το στόμα του -με βαριά προφορά, μισή Νικαιώτικη μισή Σαλονικιά-, αλλά έκανε απεργίες και αποχή (αχχχ, άλλες αποχές…) διεκδικώντας μεγαλύτερο συμβόλαιο. Ο Γκάλης εξάλλου δεν έγινε ποτέ καλός μπίζνεσμαν, μετά το τέλος της καριέρας του, και σταμάτησε το μπάσκετ στα 37 καθαρά για λόγους τιμής -την κόντρα με τον Πολίτη- και όχι για την τιμή του συμβολαίου του. Συμβάδισε όμως με το πνεύμα των καιρών του, δηλώνοντας επαγγελματίας και παίζοντας το παιχνίδι με αυτούς τους όρους.
Ίσως τελικά και ο λόγος που δεν έμεινε τελικά στον Άρη να μην ήταν ακριβώς τα λεφτά, αλλά ότι θεώρησε την πρόταση που του έγινε προσβλητική και πως του έδειχναν εμμέσως την πόρτα της εξόδου -περίπου όπως έκανε πρόσφατα η Μπάρτσα, κρίνοντας πως δεν μπορεί να σηκώσει το συμβόλαιο του Μέσι.
Αλλά η κίτρινη αυτοκρατορία ηττήθηκε γιατί δεν άντεξε στον ιδιότυπο “Πόλεμο των Άστρων” με τα αστρονομικά συμβόλαια. “Κατέρρευσε” από το βάρος του μεγέθους της και των επιτευγμάτων της, γιατί δεν μπορούσε να συνεχίσει να τα υποστηρίζει οικονομικά και όχι επειδή την πρόδωσε ο Μητρούδης ή ένας Γκορμπατσόφ αλά αθλητικά… Περίπου (όχι ακριβώς, αλλά λογοτεχνική αδεία), σαν τη… σοβιετική Αυτοκρατορία του Κακού, που δεν άντεξε τον δικό της “Πόλεμο των Άστρων” -κούρσα εξοπλισμών- με την καπιταλιστική Δύση, με τη διαφορά πως εδώ είχαμε βασικά αντεπανάσταση και ανατροπή -όχι κάποιου είδους κατάρρευση. Κι ίσως να υπήρχε έδαφος να συνεχίσουμε τους συνειρμούς με το σχήμα της “Αυτοκρατορίας” του Νέγκρι και τον Νέγρη ως δεξί χέρι του Σαουρίδη στον Σούπερ 3, αλλά ελάχιστοι θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν ως το τέλος -αν έχουν φτάσει ως εδώ δηλαδή- και θα απομακρυνόμασταν πολύ από την ουσία, που είναι η εξής:
Το μπάσκετ δεν κατηφόρισε στην Αθήνα επειδή έφυγε ο Γκάλης και έναν χρόνο μετά ο διόσκουρος Γιαννάκης και ο Φασούλας. Κατηφόρισε νομοτελειακά -πριν πάρει την κάτω βόλτα και η φρενήρης δημοτικότητά του- ακολουθώντας το χρήμα και το κεφάλαιο. Μια πιθανή διαφορετική εξέλιξη, μια άλλη υποκειμενική επιλογή, ακόμα και μια προδοσία -για την οποία κατηγορούν πχ οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τον Φασούλα-, θα μπορούσε ίσως να επιταχύνει ή να αναστείλει προσωρινά τη γενική τάση, όχι όμως να την ακυρώσει και να αλλάξει τον ρου της ιστορίας.
Και ο Μητρούδης μπορεί να ήταν ο αντίστοιχος Γέλτσιν και ο νεκροθάφτης που έβαλε την ταφόπλακα στη σύγχρονη Αυτοκρατορία, δεν ήταν όμως απαραίτητα αυτός που την σκότωσε ή που την καταδίκασε και καθόρισε την πορεία της προς τον θάνατο. Και σίγουρα όχι αυτός που θα μπορούσε να την σώσει – αναστήσει, ακόμα και αν ήθελε και δρούσε ανιδιοτελώς και όχι με βάση το δικό του επιχειρηματικό συμφέρον.
Κάθε εποχή βάζει μπροστά μας εκείνα τα καθήκοντα που μπορούμε να επιλύσουμε. Κι εμείς οφείλουμε να ψάχνουμε τις αντικειμενικές αιτίες πίσω από την εκάστοτε “προδοσία”, όχι για να αθωώσουμε πολιτικά τα όποια “καθάρματα” της ιστορίας, αλλά για να καταλάβουμε τι τους έδωσε τη δύναμη-δυνατότητα να δράσουν με αυτόν τον τρόπο.
Τέλος Α’ Μέρους – Ίσως κάποτε ακολουθήσει και το δεύτερο, πχ “η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται”. Και δεν εννοώ -απαραίτητα- την επιστροφή της “Αυτοκρατορίας του Κακού”, που αυτή τη φορά θα έχει κόκκινα λάβαρα και λίγο κίτρινο για το σφυροδρέπανο με το αστεράκι, πάνω αριστερά…