Αρχές και αξίες της Δύσης
Για να μην μας μένει τίποτε άλλο από το να συμφωνήσουμε, και να το δηλώνουμε συνεχώς, πως ο Ζελένσκι είναι ο ήρωας, ο καλός είναι το ΝΑΤΟ, ο τύραννος είναι ο Πούτιν. Και δεν υπάρχει ανάγκη να καταλάβουμε για να συμφωνήσουμε, αφού δεν έχουμε παρά να κάνουμε ό,τι και οι άλλοι. Όταν υπάρχουν τόσοι πολλοί που όλοι τους είναι σύμφωνοι τα δικαιολογητικά περισσεύουν…
Ο πραγματικός μας κόσμος μοιάζει να εξελίσσεται σ’ έναν δυστοπικό εφιάλτη, ενώ συνεχίζουμε, μια μεγάλη πλειοψηφία, να συμπεριφερόμαστε σαν όλα να ακολουθούν μια αυτονόητη πορεία, στα πλαίσια εκείνης της κανονικότητας που η κυρίαρχη εξουσία υπερασπίζεται. Ακόμα και ο πόλεμος που άναψε και πάλι στην Ευρώπη αντιμετωπίζεται σαν μια εξαίρεση που η Δύση μπορεί να ελέγξει. Και καθώς πιστεύουμε πως οι μεγάλες συμφορές συμβαίνουν σε μια μόνο φρικτή στιγμή, ότι δεν δημιουργούνται με δράσεις και αντιδράσεις σε μια σειρά από στιγμές τρόμου, αφήσαμε εδώ και μια δεκάδα χρόνια να κλιμακωθούν εκείνες οι ενέργειες που έκαναν τη φτώχεια και τον πόλεμο να είναι υπαρκτή απειλή για τη ζωή μας.
Από την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του καπιταλισμού το 2008 και την αισιοδοξία του τότε υπουργού Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας, σε λιγότερο από δυο χρόνια η προσφυγή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, με την περίφημη ανακοίνωση του Γ. Παπανδρέου από το Καστελόριζο, οδήγησε σε μια δεκαετία μνημονίων με αυστηρά μέτρα λιτότητας, συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας, αύξηση της ανεργίας και της μετανάστευσης και εξάπλωση της φτώχειας. Και όταν ξαναγίναμε αισιόδοξοι για την οικονομική ανάπτυξη, κι ενώ υπομείναμε την αναστολή της έναρξης του …οικονομικού θαύματος για με διετία εξαιτίας της πανδημίας, προέκυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία μαζί με την προηγηθείσα ενεργειακή κρίση και ο φόβος για εφιαλτική κατάσταση που θα βιώσουμε γίνεται πραγματικότητα.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο που διοικούν ηγέτες οι οποίοι, στον ανταγωνιστικό καπιταλιστικό κόσμο τους, μεταπηδούν από μια υστερική υπερβολική αντίδραση σε μια άλλη, σπρώχνοντάς μας από πανικό σε πανικό, προλαβαίνοντας κάθε αντίδρασή μας. Γιατί ζώντας μέσα στο φόβο δεν είναι δυνατή καμιά αντίσταση στις πολιτικές της κυρίαρχης τάξης. Οι καταστάσεις στις οποίες ο κόσμος φοβάται δημιουργούν συνθήκες ώριμες για χειραγώγηση, ιδίως μέσω της προπαγάνδας. Έτσι, στην περίπτωση της 11ης Σεπτεμβρίου, ο δημόσιος φόβος για την τρομοκρατία οδήγησε σε έναν παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», που είχε βέβαια να κάνει με την πραγματοποίηση γεωπολιτικών φιλοδοξιών με αλλαγή καθεστώτων. Πάνω από 20 χρόνια αργότερα έχουμε χώρες ρημαγμένες να ζούνε, και να ζούμε, με τις συνέπειες αυτών των πολέμων. Με την πανδημία, δύο χρόνια μετά την εμφάνισή της, έχει γίνει προφανές ότι το γεγονός της COVID-19 περιλάμβανε και υψηλά επίπεδα προπαγάνδας εκφοβισμού, όπως π.χ. στη χώρα μας τα μηνύματα για τις μετακινήσεις, για να προωθηθούν πολιτικές και οικονομικές ατζέντες υπό την κάλυψή της. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, που συνεχίζεται ένα μήνα μετά τη ρωσική εισβολή, ο φόβος για εξάπλωσή του και οι απειλές για ολέθριες επιπτώσεις στην οικονομία τρομοκρατούν, για να παραλύσουν κάθε λαϊκή αντίδραση.
Με διάφορα λοιπόν προσχήματα, όπως τρομοκρατία, υγειονομική κρίση, πόλεμος κ.λπ., οι πολιτικές ελευθερίες και στην Ευρώπη υποχωρούν στην υπερβολική χρήση αστυνομικών εξουσιών, το γενικευμένο έλεγχο. Αντιμέτωποι με αυτή την κατασταλτική σπείρα, θεσμοί που υποτίθεται ότι ελέγχουν και ρυθμίζουν τις αστυνομικές εξουσίες, όπως ο τύπος και η δικαιοσύνη, αποκαλύπτονται συνένοχοι ή ανίσχυροι. Είναι σαφές και εμπειρικά διαπιστωμένο ότι οι πληθυσμοί, και της Δύσης, έχουν υποβληθεί σε καταναγκαστικές και επιθετικές προσπάθειες περιορισμού δικαιωμάτων τους και ελευθεριών. Πρόσφατο απλό παράδειγμα στη χώρα μας η αλλαγή στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα για εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την οποία στην καταδίκη ακόμα και για πλημμέλημα δεν δίνεται η δυνατότητα αναστολής ή μετατροπής της ποινής. Κατά τη Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας η διάταξη αυτή καταλύει το τεκμήριο της αθωότητας και επιχειρεί να αποτρέψει κάθε κοινωνική δραστηριότητα.
Με τον πόλεμο η ανανεωμένη ενότητα της Ε.Ε και των συμμάχων της θέλει να επιβεβαιώσει με στομφώδεις διακηρύξεις τις κοινές τους αξίες σε ανοιχτές και ελεύθερες κοινωνίες, για να έχουν το δικαίωμα εν ονόματί τους να επιβάλλουν τις πολιτικές τους. Ακόμα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιουσίες των καπιταλιστών της Ρωσίας θα έπρεπε να ανησυχούν τους πολίτες της Δύσης που πείθονται από τις διακηρύξεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γιατί είναι μια μαζική και ανησυχητική υπέρβαση της αστικής κρατικής εξουσίας. Η κρατική εξουσία δίνει στον εαυτό της το δικαίωμα να κατάσχει περιουσιακά στοιχεία ατόμων, ενάντια στην διακηρυγμένη προστασία της περιουσίας, κι αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να βρίσκεται σ’ αυτήν τη θέση ο οποιοσδήποτε που αυτή επιλέγει και όχι μόνο ρώσοι ολιγάρχες. Κι αυτό είναι το ανησυχητικό για τους χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες και όχι τους εξέχοντες καπιταλιστές. Εξάλλου, ένας απ’ αυτούς τους ρώσους καπιταλιστές, ο Ρ. Αμπράμοβιτς, συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, χωρίς επίσημο θεσμικό ρόλο. Προχωρά λοιπόν η Δύση των αστικών δημοκρατιών στην αυθαίρετη περιστολή των δικαιωμάτων, με το πρόσχημα της άμυνας και υπεράσπισης της ελευθερίας.
Είναι λοιπόν εδώ που η αποδοχή του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ΗΠΑ ως κοινότητας δικαίου προσδίδει νομιμότητα στις ενέργειές τους και τις δικαιώνει, ακόμα κι όταν έρχονται σε αντίθεση με βασικές διακηρυγμένες αρχές τους.
Γι’ αυτό θεωρείται πως έχει το δικαίωμα η Ευρωπαϊκή Ένωση, καταγγέλλοντας το φίμωμα των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης από τις ρωσικές αρχές και διακηρύττοντας την υποστήριξή της στην ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης, να απαγορεύει την μετάδοση σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης, ως μέτρο που αποσκοπεί στην καταστολή της προπαγάνδας για πόλεμο, εφόσον η ελευθερία της έκφρασης δεν καλύπτει την πολεμική προπαγάνδα. Κι έτσι η απαγόρευση αποκτά νομιμοφάνεια και διαχωρίζεται από την αυταρχική λογοκρισία. Εξάλλου, επαναλαμβάνεται ότι η αιτιολόγηση που χρησιμοποιήθηκε δεν δημιουργεί προηγούμενο που θα γίνει προβληματικό αργότερα, ως ολισθηρή κατηφόρα προς τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Παρόλο που μοιάζει να επαληθεύεται αυτός ο φόβος με τον αποκλεισμό από διεθνείς οργανώσεις εκπροσώπων ρωσικών θεσμών ή καλλιτεχνών που υποστηρίζουν ή δεν εναντιώνονται στον Β. Πούτιν και τη διεύρυνση του αποκλεισμού σε κάθε επίτευγμα του ρωσικού πνεύματος. Αυτές οι εκστρατείες απομόνωσης που βασίζονται στον πολιτισμό, ως παράγοντες πολιτικής πίεσης, μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικές, γιατί μπορούν να έχουν τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο, όχι μόνο ακρωτηριάζοντας την οικονομία της Ρωσίας αλλά και περιορίζοντας την πολιτιστική της επιρροή. Μόνο που τέτοιες αποφάσεις δοκιμάζουν τον ιστορικό ρόλο της τέχνης ως γέφυρας μεταξύ των λαών, ενώ αποκλεισμοί που βασίζονται καθαρά στην εθνικότητα μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ σκοτεινούς και δύσκολους δρόμους, ταξινομώντας τους τα έθνη, αυξάνοντας κάθε σωβινιστικό στοιχείο.
Είτε λοιπόν η ακύρωση της ρωσικής κουλτούρας είναι μια σκόπιμη αντιπολεμική στρατηγική είτε μια τιμωρητική απάντηση εναντίον εκείνων που κρίνονται ένοχοι από τη Δύση, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πιο εσφαλμένη στάση που να αποκαλύπτει την προσχηματική χρήση της ελευθερίας της έκφρασης. Η τιμωρία των ανθρώπων γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που πιστεύουν έρχεται σε αντίθεση με τις αξίες που υποτίθεται ότι διακηρύττει η δύση πως υπερασπίζεται.
Με λίγα λόγια, στη νέα αυτή κρίση κερδοφορίας και νομιμότητας του καπιταλισμού, με τέτοιες κινήσεις επιδιώκεται η διαίρεση της παγκόσμιας κοινωνίας σε φιλορωσικά και αντιρωσικά στρατόπεδα. Με την πίεση να είναι έντονη στις δυτικές κοινωνίες, ώστε να μην υπάρχει η διέξοδος άλλης επιλογής και όλη η οργή των εργαζομένων για την εξαθλίωση τους να κατευθύνεται στην ανταγωνιστική καπιταλιστική Ρωσία, προς δόξαν των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Για να μην μας μένει τίποτε άλλο από το να συμφωνήσουμε, και να το δηλώνουμε συνεχώς, πως ο Ζελένσκι είναι ο ήρωας, ο καλός είναι το ΝΑΤΟ, ο τύραννος είναι ο Πούτιν. Και δεν υπάρχει ανάγκη να καταλάβουμε για να συμφωνήσουμε, αφού δεν έχουμε παρά να κάνουμε ό,τι και οι άλλοι. Όταν υπάρχουν τόσοι πολλοί που όλοι τους είναι σύμφωνοι τα δικαιολογητικά περισσεύουν. Γι’ αυτό και φωνές σαν του ΚΚΕ, που μιλά για ιμπεριαλισμούς και για τους λαούς που θυσιάζουν για τα συμφέροντά τους, ο κυρίαρχος λόγος θέλει να τις απαξιώνει με κάθε τρόπο. Για να σωπαίνει ο λαός απροσανατόλιστος και να είναι εύκολο να οδηγηθεί στο χαμό, χωρίς αντίδραση, σαν ένα κοπάδι.