Βαθύ κόκκινο…
Όταν φυσάει μανιασμένος ο βοριάς, η φύση από μόνη της δημιουργεί εδώ και κει απάγκια, για τ’ αδύναμα πουλάκια τ’ ουρανού, να κουρνιάσουν και να φυλαχτούν. Οι διαμελισμένοι λαοί στο λυσσαλέο πέρασμα αφηνιασμένων σφαγέων, δεν έχουν ούτε αυτή την τύχη και μεις οι αφελείς είμαστε δω και μετράμε ακόμα.
Κάποιο πρόβλημα με το διαδίκτυο, τέλος καλό και πλήρης αποκατάσταση της επικοινωνίας, επανασύνδεση με τους πρωταθλητές της τηλεοπτικής αρένας κι ο πόνος ολάκερου του πλανήτη μέσα στο πιάτο μας, με κυρίαρχη αχνιστή μερίδα εκείνην του λαού που έλαχε να ζει στη χρυσοφόρα γη.
Σκακιέρες, παιχνίδια, γρίφοι, απροκάλυπτος εμπαιγμός των λαών, τάχα μου και δήθεν και το ξαναμοίρασμα μιας γης, όπως το γνωρίσαμε και πριν σαράντα οχτώ ακριβώς χρόνια και πριν ογδόντα δύο ακριβώς χρόνια και πριν εκατό ακριβώς χρόνια, με τους ίδιους… διανομείς, μ’ ανάλογους σφαγείς. Τότε όσοι απόμειναν απ’ το κομμάτιασμα, πήραν τους δρόμους με κάρα, με βοϊδάμαξα. Τώρα με τζιπ, με τρένα, με τα πόδια. Τότε σ’ ένα μπόγο σφιχτά δεμένη η ξέσκεπη ζωή τους. Τώρα σε βαλίτσες με ροδάκια και θήκες πολλές για να χωρέσουν τακτικά και κλειδωμένα το χθες κι η ιστορία τους, το αύριο κι οι εφιάλτες τους.
Τι αλλάζει; Το θυσιαστήριο των ανεύθυνων, των αθώων, είναι βαμμένο πάντα κόκκινο.
Όλοι μας άβουλα νούμερα στ’ αγκυλωμένα δάχτυλα «φρικαλέων λογιστάδων», να μετράμε πότε ανατολικά πότε δυτικά κι αναλόγως κατά που γέρνει το μέτρημα, για μια σπιθαμή στέρεης γης για τον καθένα και πάνω από αυτοσχέδιους νωπούς τάφους, με μια πέτρα για σημάδι, χωρίς διάταξη και δίχως μέτρημα…
Όταν φυσάει μανιασμένος ο βοριάς, η φύση από μόνη της δημιουργεί εδώ και κει απάγκια, για τ’ αδύναμα πουλάκια τ’ ουρανού, να κουρνιάσουν και να φυλαχτούν. Οι διαμελισμένοι λαοί στο λυσσαλέο πέρασμα αφηνιασμένων σφαγέων, δεν έχουν ούτε αυτή την τύχη και μεις οι αφελείς είμαστε δω και μετράμε ακόμα.
Εδώ είμαστε σε μια επικοινωνιακή πανδαισία, με καλώδια, μαύρες μικροσυσκευές, κάμερες, και το θαύμα της τεχνολογίας κι όλα μαζί να μπερδεύονται και να σκαλώνουν μες στα τέσσερα γυμνά ντουβάρια και πίσω απ’ τις οξειδωμένες αμπάρες των «κελιών» μας, μετρώντας τη γύμνια των λαών.
Εδώ είμαστε για να βαθμολογούμε το κόκκινο. Ανοιχτό κόκκινο, βαθύ κόκκινο, παγωμένο κόκκινο!
Εδώ είμαστε για να ψιθυρίζουμε τις απουσίες, για να κοινωνούμε σώμα και αίμα της Ειρήνης μαζί με το τραγούδι της, μαζί με μια καληνύχτα,
«Καληνύχτα Κεμάλ»…
Χρύσα Μπαΐρα