Ο Ερίκο Μαλατέστα, ο Γκράμσι κι η σχέση αναρχικών-κομμουνιστών στην Ιταλία
Ο Γκράμσι ανέλυσε τους αναρχοσυνδικαλιστές σε σχέση με τον ιταλικό νότο. Στο έργο του για το “Νοτιοϊταλικό ζήτημα” και στα “Τετράδια φυλακής” η αντίληψη του Γκράμση περί εξέγερσης, αυθόρμητου και τις ιδιαίτερες αδυναμίες της προφασιστικής αριστεράς στην Ιταλία, περιστρέφονταν γύρω από την επίδραση των αναρχικών και των αναρχοσυνδικαλιστών στην ιταλική πολιτική κουλτούρα.
Ο Ερίκο Μαλατέστα, η εμβληματικότερη ίσως μορφή της ιταλικής αναρχίας κι ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της αναρχικής σκέψης, ιδίως της ελευθεριακής της έκφανσης, γεννιέται σα σήμερα το 1853 κοντά στην Καζέρτα από εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας και εργοστασιάρχης), της οποίας οι ρίζες ενδεχομένως συνδέονται με την ισχυρή ομώνυμη μεσαιωνική δυναστεία. Πέρασε σεβαστό μέρος της ζωής του στη φυλακή για τις ιδέες και τη δράση του, ενώ συνδέθηκε φιλικά τόσο με το Μπακούνιν, όσο και με τον Κροπότκιν. Μετά το θάνατο του το 1932, το φασιστικό καθεστώς απαγόρευσε την αποτέφρωση του πτώματος, φοβούμενο φυγάδευση της στάχτης από αναρχικούς. Με αφορμή την επέτειο γέννησής του, μεταφράζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Gramsci and the Anarchists” του πολιτικού επιστήμονα και καθηγητή στο Goldsmiths πανεπιστήμιο του Λονδίνου Carlo Levy, στο οποίο γίνεται μια διαφωτιστική σε ό,τι αφορά τα γεγονότα παρουσίαση -από αρκετά φιλοαναρχική και έντονα αντισοβιετική ερμηνευτική σκοπιά- των τεταμένων, όσο και περίπλοκων σχέσεων της ιταλικής αναρχίας με το υπό διαμόρφωση τότε κομμουνιστικό κίνημα της χώρας στο μεσοπόλεμο, κυρίως στις παραμονές και τα πρώτα χρόνια της ανόδου του Μουσολίνι στην εξουσία.
[…] Τον Οκτώβρη του 1920, μετά την εκκένωση των εργοστασίων (o συγγραφέας αναφέρεται στο τέλος του λεγόμενου biennio rosso, της “κόκκινης διετίας”, την περίοδο 1919-1920, που χαρακτηρίζεται από κοινωνικούς αγώνες εργατών και αγροτών, με αποκορύφωμα την κατάληψη όλων των μεταλλουργικών, αλλά και άλλων εργοστασίων, το Σεπτέμβρη του 1920 σ.τ.Μ), ο Τζολίτι (Τζοβάνι Τζολίτι 1842-1928, φιλελεύθερος πολιτικός, διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, στη μακροβιότερη ως τώρα θητεία ηγέτη στη γείτονα, σ.τ.Μ) συνέλαβε όλη την ηγεσία της USI (Unione sindacale Italiana, Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση, έτος ίδρυσης 1912, αναρχοσυνδικαλιστικού κυρίως χαρακτήρα σ.τ.Μ) και της UAI (Unione Anarchica Italiana, Ιταλική Αναρχική Ένωση , ιδρύθηκε το 1920, με πρωταγωνιστές τους Ερίκο Μαλατέστα και Αρμάντο Μπόργκι, σ.τ.Μ). Οι σοσιαλιστές δεν αντέδρασαν, αποπροσανατολισμένοι από τις πρώτες επιτυχημένες επιθέσεις των φασιστών στη Μπολόνια και τη Φεράρα. Απορροφημένοι από εσωτερικές δογματικές αντιπαραθέσεις που προοικονομούσαν την εμφάνιση του Κομμουνιστικού Κόμματος το Γενάρη του 1921, οι σοσιαλιστές λίγο πολύ αγνόησαν τις διώξεις των ελευθεριακών μέχρι την άνοιξη του 1921, όταν ο ηλικιωμένος Μαλατέστα και άλλοι φυλακισμένοι αναρχικοί ξεκίνησαν απεργία πείνας από τα κελιά τους στο Μιλάνο. Ωστόσο, μια βομβιστική επίθεση αναρχικών σε ένα κατάμεστο θέατρο, που προοριζόταν για τα γραφεία του διπλανού αστυνομικού τμήματος, εξασθένησε σημαντικά την εκστρατεία απελευθέρωσης των Μαλατέστα, Μπόργκι, Κουαλίνιο και των συντρόφων τους, ακριβώς τη στιγμή που λάμβαναν σημαντική υποστήριξη από μια απροσδόκητη συμμαχία που περιλάμβανε από το Γκράμσι μέχρι το Μουσολίνι. Ακολούθως, οι φασίστες του Μιλάνου εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και λεηλάτησαν τα γραφεία της Umanitá Nuova (αναρχικό έντυπο, ιδρύθηκε το 1920 από τον ίδιο το Μαλατέστα, και με εξαίρεση τη διακοπή κατά τη φασιστική περίοδο 1922-45, εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση ως σήμερα, σ.τ.Μ), παρότι συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την πορεία προς τη Ρώμη σε άλλα γραφεία της πόλης.
[…] Για το Μαλατέστα και άλλους σημαίνοντες αναρχικούς η πραγματική σύγκρουση με τους κομμουνιστές ήρθε από τα μέσα του 1921 και εξής, ιδιαίτερα μετά την εξέγερση της Κροστάνδης, μετά από προσωπική μαρτυρία της καταστολής των χωρικών του Μάχνο και άλλων αναρχικών αστικών κινημάτων του Ιταλού αναρχικού Ούγκο Φεντέλι. Στο συνέδριο της UAI το Νοέμβρη του 1921 οι Ιταλικοί αναρχικοί επισήμως καταδίκασαν το σοβιετικό καθεστώς -ο Γκράμσι καυτηρίασε τους Μπόργκι, Φάμπρι (Λουίτζι Φάμπρι 1877-1935, ιταλός θεωρητικός της αναρχίας, σ.τ.Μ) και Μαλατέστα ως απάντηση στη συνεδριακή απόφαση. Μετά το θάνατο του Λένιν, ο Μαλατέστα το μόνο που δήλωσε ήταν πως ο θάνατός τους θα έπρεπε να γιορτάζεται ως αργία παρά να μνημονεύεται με πένθος. Ο Φάμπρι πήρε μια λιγότερο σκληρή γραμμή αποτιμώντας τη ζωή του Λένιν. Εξακολουθούσε να πιστεύει πως ο Λένιν είχε υπάρξει σοσιαλιστής και τον αναγνώριζε ως άνθρωπο της Αριστεράς, παρότι είχε καταστρέψει της Ρωσική Επανάσταση με τις δικτατορικές του μεθόδους. Ο Φάμπρι, όπως ο Ούγκο Φεντέλι και ο Καμίλο Μπερνέρι, εντόπισαν την εμφάνιση μιας “νέας τάξης” , στα πλαίσια της ΝΕΠ, κομισσαρίων και τέως εργατών που διαφέντευαν τον καθημαγμένο σοβιετικό πληθυσμό. […]
Μεταξύ 1921 και 1926 οι ηγέτες της αναρχίας εκδιώχθηκαν από τα εργοστάσια και εξαναγκάστηκαν σε φτώχεια κι εξορία […]. Ταυτόχρονα, η USI κατέρρευσε καθώς φασιστικές ομάδες, αντιπαλότητες με μια κομμουνιστική φράξια, αντιπαραθέσεις με τους οπαδούς των εκλογών, και οι ιδιορρυθμίες του Αρμάντο Μπόργκι, όλα είχαν το τίμημα τους. Ο Μπόργκι εγκατέλειψε τη θέση του γραμματέα της οργάνωσης το 1922. H USI φυτοζωούσε μέχρι το 1925, με μια μικρή αναλαμπή κατά την κρίση Ματεότι του 1924 (αναφέρεται προφανώς στη δολοφονία του σοσιαλιστή βουλευτή τον Ιούνη του 1924, λίγες μέρες αφού είχε καταγγείλει τη φασιστική εκλογική βία και νοθεία στην ιταλική βουλή, σ.τ.Μ), αλλά σύντομα βγήκε εκτός νόμου από το καθεστώς.
Κατά την κρίση Ματεότι το 1924, αλλά και το 1925, ο Μαλατέστα και άλλοι αναρχικοί διατήρησαν σημαντικές επαφές με την Italia Libera, μια μη κομμουνιστική αντιφασιστική οργάνωση βετεράνων. Τους τελευταίους λίγους μήνες πριν ο Μουσολίνι καταπνίξει κάθε αντιπολίτευση, οι αναρχικοί Τζίνο Λουτσέτι και Αντέο Τζαμπόνι προσπάθησαν ο καθένας να τον δολοφονήσουν. Ο Τζαμπόνι λυντσαρίστηκε από έναν εξεγερμένο όχλο στη Μπολόνια στις 31 Οκτώβρη 1926. Το Νοέμβρη χρησιμοποιώντας την απόπειρα του ως πρόσχημα, ο Μουσολίνι διέλυσε τα τελευταία υπολείμματα του φιλελεύθερου κράτους. Αναρχικοί οδηγήθηκαν στην υπερορία, εξορίστηκαν σε νησιά ή αν ήταν υπερβολικά διάσημοι, όπως ο Μαλατέστα έμπαιναν σε ένα είδος κατ’ οίκον περιορισμού. Ο Μουσολίνι ωστόσο διατηρούσε πάντα μια αμφίσημη στάση απέναντι στους πρώην “εξεγερσιακούς” συντρόφους του. Σύμφωνα με τη Λούτσε Φάμπρι, κόρη του Λουίτζι Φάμπρι, ο Μουσολίνι προστάτεψε το Φάμπρι από επίθεση τοπικών φασιστών της Μπολόνια και έστειλε μάλιστα εκπρόσωπο του στο Φάμπρι για να τον προσκαλέσει να γίνει δημοσιογράφος στην Popolo d‘Italia (εφημερίδα που ίδρυσε ο Μουσολίνι το 1914 ως όργανο της πτέρυγας του σοσιαλιστικού κόμματος που υποστήριζε τη συμμετοχή στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1922 ανακηρύχθηκε σε όργανο του φασιστικού κόμματος, σ.τ.Μ). Ο Φάμπρι αρνήθηκε κατηγορηματικά και αργότερα, το 1926 έγινε ο ένας από τους δύο μόνο δασκάλους δημοτικών της Ιταλία που αρνήθηκε να διακηρύξει πίστη στο καθεστώς κι έτσι εξαναγκάστηκε σε εξορία. […]
Αναρχικοί στο Τορίνο 1921-1945
Αναρχικοί κι αναρχοσυνδικαλιστές παρέμειναν σχετικά ισχυροί στο Τορίνο μέχρι το μακελειό του Δεκέμβρη 1922. Την άνοιξη του 1921 οι αναρχικοί και οι αναρχοσυνδικαλιστές φαινόταν να βιώνουν κάτι σαν αναλαμπή. Αυτό προκλήθηκε από την αναποτελεσματικότητα των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών που ήταν απασχολημένοι με εμφύλιες διαμάχες. Οι ελευθεριακοί κινητοποίησαν εκτεταμένη υποστήριξη για πολιτικούς κρατούμενους (ο Μαλατέστα κι οι σύντροφοι του), αλληλεγγύη για τις διώξεις της αριστεράς στην Τοσκάνη και την Απουλία και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια στις βιομηχανίες του Τορίνο που προκαλούνταν από την ανεργία και την εισαγωγή της εργασίας με το κομμάτι από τον Ανιέλι, αλλά η επιτυχία τους ήταν βραχυπρόθεσμη. Ο Γκράμσι […] από την πλευρά των κομμουνιστών έβλεπε με συμπάθεια κάποια από τα αιτήματα των ελευθεριακών, αλλά προειδοποιούσε ενάντια στην ανάληψη δράσης για την υποστήριξη των διωκώμενων στην Τοσκάνη και την Απουλία. Το Μάρτη η Μισελέν και τον Απρίλη η Φίατ, προκάλεσεν επιτυχή λοκ-άουτ και μετά απέλυσαν 1500 ως 2000 εργαζόμενους, πολλοί από τους οποίους ήταν ελευθεριακοί ή σοσιαλιστές ριζοσπάστες στη διάρκεια της “κόκκινης διετίας”.
Οι ελευθεριακοί δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν σημαντική υποστήριξη σε μια ευρείας κλίμακας αναμέτρηση με τους εργοδότες και το κράτος. Στο μεταξύ, νέες διαμάχες ξέσπασαν εντός των γραμμών τους μεταξύ μιας ομάδας καθοδηγούμενης από τον ηγέτη της τοπικής Unione Sindacale, τον Margarita, που υποστήριζε την αυτόνομη δράση, και του Φερέρο, που ήταν υπέρ της FIOM (Federazione Italiana Operai Metallurgici, Ιταλική Ομοσπανδία μεταλλουργών εργατών, το αρχαιότερο βιομηχανικό συνδικάτο της Ιταλίας, που ιδρύθηκε το 1901, σ.τ.Μ). Μετά την αναρχική βομβιστική επίθεση στο Μιλάνο και το λοκ-άουτ στο Τορίνο, η Unione Sindacale σύντομα περιορίστηκε στην ασημαντότητα. Ωστόσο, ο Πιέρο Φερέρο έμεινε ενεργός ως γραμματέας της τοπικής FIOM μέχρι τη βίαιη δολοφονία του το Δεκέμβρη του 1922, παρότι η FIOM δεν είχε ιδιαίτερη επιρροή το 1921 και το 1922, καθώς ο αριθμός μελών της στην επαρχία έπεσε από το μεταπολεμικό υψηλό των 20.000 σε λιγότερους από 1000. Ο Φερέρο αναμείχθηκε ενεργά στον αγώνα μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλιστών να κερδίσουν τον έλεγχο του τοπικού της παραρτήματος. Σταδιακά συμμάχησε με την ομάδα περί τον Γκράμσι και μάλιστα έγραψε κάποια άρθρα στην ημερήσια εφημερίδα L‘Ordine Nuovo (εφημερίδα που ιδρύθηκε την Πρωτομαγιά του 1919, από τους Αντόνιο Γκράμσι, Παλμίρο Τολιάτι και Άντζελο Τάσκα, μετά την ίδρυση του ΚΚΙ υπήρξε όργανο του νέο κόμματος, μέχρι την αναστολή της έκδοσης της το 1922. Ξαναεκδόθηκε σποραδικά στο διάστημα 1924-25, σ.τ.Μ), αλλά κίνησε την καχυποψία των τοπικών αναρχικών κύκλων. Ο Μαργκαρίτα είχε καταγγείλει τους Γκαρίνο και Φερέρο ως ενεργούμενα των κομμουνιστών ήδη από το Γενάρη του 1921. Ωστόσο, ως τα μέσα του 1921 οι περισσότεροι αναρχικοί του Τορίνο ήδη φαινόταν να πιστέυουν πως ο Φερέρο είχε έρθει υπερβολικά κοντά με τους κομμουνιστές […]
Η προσέγγιση του Φερέρο με τους κομμουνιστές οδήγησε σε κάποιες μάλλον ειρωνικές καταστάσεις. Μετά τις μαζικές απολύσεις του Απριλίου του 1921, οι εσωτερικές επιτροπές κυριαρχούνταν από σοσιαλιστές που καλούσαν σε δημοψήφισμα για να κριθεί η αποτελεσματικότηα των αντιπροσώπων του τοπικού κλάδου της FIOM. Οι Τάσκα και Φερέρο αμφότεροι αντιτάχθηκαν στο δημοψήφισμα με το επιχείρημα πως οι “εκκαθαρισθείσες” επιτροπές δεν ήταν αντιπροσωπευτικές του επαναστατικού ζήλου για τον οποίο φημιζόταν το Τορίνο. Αντιθέτως βάσιζαν το δημοψήφισμα όχι σε βιομηχανικές μονάδες, αλλά σε κύκλους των ενώσεων στις γειτονιές, όπου οι κομμουνιστές είχαν μεγαλύτερη επριρροή. Ο κύκλος περί την Ordine nuovo, είχαν αποκηρύξει την κληρονομιά τους έτσι ώστε το νέο τους κόμμα [το ΚΚΙ] να διατηρήσει την παρουσία του μεταξύ των βιομηχανιών μηχανουργίας και μεταλλουργίας. Παρότι ψήφισαν λιγότερα από 3000 μέλη της FIOM στο δημοψήφισμα, επιδοκίμασαν τον Φερέρο και τον αντιπρόσωπό του, ενώ τον Οκτώβρη του 1921 το κόμμα κέρδισε τον έλεγχο του ταμείου ανέργων της Φίατ [..] αλλά στα μέσα του 1921 το θέμα των εργοστασιακών συμβουλίων είχε εξαφανιστεί από τις στήλες της Ordine nuovo.
Αν ο Γκράμσι δεν μάσησε τα λόγια του αφότου η UAI κατήγειλε τη Σοβιετική Ένωση, τοπικά τουλάχιστον ήταν πιο ευνοϊκά διακείμενος στη μη κομματική οργάνωση Arditi del Popolo, μέχρι που ο Μπορντίγκα (συνιδρυτής κι ηγέτης του ΚΚΙ εκείνη την περίοδο, σ.τ.Μ) τον διέταξε να αλλάξει τη θέση του. Επιπλέον, ενθαρρύνθηκε από δηλώσεις του Φάμπρι και του Μπόργκι σχετικά με την “Εργατική Συμμαχία” (συνδικαλιστική οργάνωση που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία μεμονωμένων αναρχοσυνδικαλιστών το 1922, σ.τ.Μ). Όταν όμως μετά το τλευταίο της νόμιμο συνέδριο το Μάρτη του 1922 η USI αρνήθηκε να ενωθεί με τους κομμουνιστές, ο Γκράμσι κατήγγειλε εκ νέου την αντικομμουνιστική της ηγεσία. […]
Παρόμοιες αντιφάσεις διακρίνονται στις στήλες της εφημερίδας L‘Ordine nuovo το 1921 και 1922. Κάποιες φορές σε διπλανές σελίδες καταγγέλονταν η υποστήριξη Ιταλών αναρχικών στους διωκόμενους αναρχικούς ή σοσιαλεπαναστάτες της Ρωσίας κι από την άλλη διακηρύσσονταν ένθερμη υποστήριξη στους Σάκο και Βανσέτι στην Αμερική. Θα μπορούσε κανείς να γράψει ένα μικρό άρθρο για την κρίση του Γκράμσι και της Ordine nuovo σχετικά με την εξέγερση της Κροστάνδης. Χρησιμοποιώντας ρωσικές και γαλλικές πηγές, ο Γκράμσι έμοιαζε να παραδέχεται πως οι εξεγερμένοι ήταν πλανημένοι αλλά ειλικρινείς επαναστάτες, μόνο για να την υποβιβάσει αργότερα αυτή την τραγωδία σε μια τεράστια αγγλογαλλική συνωμοσία. Ο θάνατος του Κροπότκιν το Μάρτη του 1921 προκάλεσε μια σειρά ευνοϊκών νεκρολογιών, ακολουθούμενων από την αποδόμηση του Μπακούνιν από το Βίκτωρ Σερζ, χρησιμοποιώντας το πρόσφατα ανακαλυφθέν “Ομολογίες στον Τσάρο” για να υποσκάψει την αξιοπιστία του. Τέλος, σε ό,τι αφορούσε την Unione Sindacale, ο Γκράμσι ήταν εγκλωβισμένος σε ένα πραγματικό δίλημμα. Ενώ δεν του περίσσευε ποτέ χρόνος για τον Μπόργκι, μέχρι που η ηγεσία της USI ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με την Κομιντέρν το 1922, ο Γκράμσι δε μπορούσε παρά να εκφράσει χαμηλόφωνα την υποστήριξη του στην φιλοκομμουνιστική φράξια του Νικόλα Βέκι. Αργότερα, παρότι υποστήριξε την οικονομική βοήθεια της Κομιντέρν στη φιλοκομμουνιστική φράξια, ένιωθε αισθητά αμήχανα μπροστά στην άρνηση του Βέκι να μπει στη CGL (Confederazione Generale del Lavoro, Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, ιστορικό ιταλικό συνδικάτο που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία του σοσιαλιστικού κόμματος το 1906, σ.τ.Μ).
Χαρακτηριστική της αμφίσημης στάσης του Γκράμσι είναι σίγουρα η διαμάχη σχετικά με την πολιτική κληρονομιά του Πιέτρο Φερέρο μετά το βίαιο θάνατο του το Δεκέμβρη του 1922. […] Εκείνη την περίοδο ο Γκράμσι ήταν ήδη στη Μόσχα, αλλά το 1924 μια νεκρολογία για το Φερέρο εμφανίστηκε στην τρίτη εβδομαδιαία σειρά του L‘Ordine Nuovo. Παρότι το άρθρο υπογραφόταν από τον Τζοβάνι Παρόντι, γράφτηκε στην πραγματικότητα από το Γκράμσι. Σε αυτό παρουσιάζεται μια αναφορά για την αφιέρωση του μοσχοβίτικου εργοστασίου Amo, στο Φερέρο. Αρκετούς μήνες μετά, στο τελευταίο περιοδικό του Μαλατέστα “Pensiore e Volontá”, ο Λουίτζι Φάμπρι απέρριψε την οικειοποίηση του ονόματος του Φερέρο από τους κομμουνιστές, αναρωτώμενος αν οι εργάτες στο εργασίο Φερέρο στη Μόσχα είχαν περισσότερα δικαιώματα από τους συντρόφους του Φερέρο στη φασιστική Ιταλία.
Ωστόσο, η διαμάχη για το Φερέρο δε σταμάτησε εκεί. Γράφοντας από τη Μόσχα του 1924, ο Αλφόνσο Λεονέτι (τότε διευθυντής της Unitá σ.τ.Μ) προσπάθησε να αποδείξει πώς οι Ρώσοι αναρχικοί είχαν ασμένως συνεργαστεί με το καθεστώς των μπολσεβίκων. Πήρε συνέντευξη από το Ρωσο-Αμερικανό [αναρχικό] Μπίλ Σάτωφ, o oποίος γνώριζε τον Κάρλο Τρέσκα (1879-1943 σημαίνων Ιταλοαμερικανός αναρχικός), […] Επίσης πήρε συνέντευξη από τον Χέλμουτ Σαντομίρσκυ, Ρώσο αναρχοσυνδικαλιστή, που υποστήριζε πως ο Μαλατέστα είχε χάσει τα λογικά του όταν δημοσίευσε την καταδικαστική νεκρολογία του Λένιν. Ο Λεονέτι αντιπαρέβαλε αυτούς τους λογικούς και σοβαρούς αναρχικούς με τους επιπόελους αντεπαναστάτες, κι ο Πιέρο Φερέρο χρησίμευε ως πρότυπο για τους Ιταλούς. Ωστόσο ο Σαντομίρσκυ έγραψε ένα δριμύ άρθρο στην αναρχική εφημερίδα Fede! και την ΚΕ του ΚΚΙ, αρνούμενος την ουσία της συνέντευξης της δικής του και του Σάτοφ στο Λεονέτι. Στο γράμμα του, που δημοσιεύτηκε στη L‘Unitá το Σεπτέμβρη του 1924, συνέκρινε δυσμενώς το Λεονέτι προς τον Τομ Μαν (1856-1941 Βρετανός συνδικαλιστής, σ.τ.Μ), που υπερασπίστηκε παρά αρνήθηκε τη δίωξη των αναρχικών και των σοσιαλεπαναστατών από το μπολσεβίκικο καθεστώς. Ισχυρίστηκε επίσης πως ηγετικές μορφές των Μπολσεβίκων ποτέ δεν αρνήθηκαν τις διώξεις, και τελείωσε σημειώνοντας πως στην πραγματικότητα είχε διεξάγει πολλές συζητήσεις με Ιταλούς κομμουνιστές στη Μόσχα και στο εξωτερικό και “Σχημάτισα την έντονη εντύπωση πως το όνομα και η προσωπικότητα του Μαλατέστα έχαιραν ακόμα κι από εκείνους μεγάλης εκτίμησης”. […]
Ο Γκράμσι και οι αναρχικοί: To τελικό ξεκαθάρισμα
Πριν το Κομμουνιστικό κόμμα τεθεί εκτός νόμου το 1926, ο κομματικός τύπος αφιέρωνε σημαντικό χώρο στους αναρχικούς και τους αναρχοσυνδικαλιστές. Άρθρα του πρώην αναρχοσυνδικαλιστή Τζουσέπε ντι Βιτόριο εξηγούσαν τις αδυναμίες του αναρχοσυνδικαλισμού. Ο Ρουτζέρο Γκριέκο (1893-1955, συνοδοιπόρος του Γκράμσι και συνιδρυτής του ΚΚΙ, στο οποίο παρέμεινε ως το θάνατο του, όντας τότε εκλεγμένος γερουσιαστής του κόμματος, σ.τ.Μ) ξέθαψε την παλιά κατηγορία του Κρότσε (εδώ προφανώς αναφέρεται στο διάσημο Ιταλό φιλόσοφο Μπενεντέτο Κρότσε 1866-1952 σ.τ.Μ) περί σχέσης του Μαλατέστα και της Βασίλισσας της δυναστείας των Βουρβώνων του Βασιλίεου της Νάπολης, ενώ ο Γκράμσι, ο Τολιάτι και ο Τάσκα, προχώρησαν σε νέα αποτίμηση της κληρονομιάς των Ιταλών αναρχικών. […] Ο Γκράμσι ανέλυσε τους αναρχοσυνδικαλιστές σε σχέση με τον ιταλικό νότο. Στο έργο του για το “Νοτιοϊταλικό ζήτημα” και στα “Τετράδια φυλακής” η αντίληψη του Γκράμση περί εξέγερσης, αυθόρμητου και τις ιδιαίτερες αδυναμίες της προφασιστικής αριστεράς στην Ιταλία, περιστρέφονταν γύρω από την επίδραση των αναρχικών και των αναρχοσυνδικαλιστών στην ιταλική πολιτική κουλτούρα. Στη δεκαετία του ’30, ο Τολιάτι ως γραμματέας του Λατινοευρωπαϊκού τμήματος της Κομιντέρν, συνέγραψε κάποιες αρκετά ισορροπημένες αναφορές περί ιταλικού αναρχισμού. Αξιοσημείωτη είναι η νεκρολογία του για το Μαλατέστα το 1932 και η διάλεξή του περί ιταλικού αναρχισμού ενώπιον Ιταλών κομμουνιστών στην κομματική σχολή της Μόσχας το 1935. Άλλες ωστόσο πολιτικές δραστηριότητες του δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες. […] Παρότι ο Τολιάτι μπορεί να έσωσε το κόμμα του από μαζικές εκκαθαρίσεις και μπορεί να αποκληθεί “μετριοπαθής” σταλινικός, σίγουρα μπήκε στην καμπάνια κατά του Τρότσκυ με μεγάλο και ακαλαίσθητο ζήλο. Επίσης καταδίκασε πολύ αυστηρά Ιταλούς αναρχικούς σαν τον Μπερνέρι […] Νωρίτερα είχε αντιταχθεί στην εκστρατεία απελευθέρωσης του αναρχικού Φραντσέσκο Γκέτσι από τα σταλινικά δεσμά. […]
Στη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή Turi, o Γκράμσι συνάντησε κάποιους μάλλον ιδιόρρυθμους ιντιβιντουαλιστές αναρχικούς, ένας από τους οποίους αργότερα έγινε κομμουνιστής και αποκήρυξε την αναφορά του, μια σκανδαλώδη περιγραφή της ζωής του Γκράμσι στο κελί της φυλακής για την L‘adunata dei Refrattari (ιταλόφωνο αναρχικό έντυπο που εκδιδόταν στη Ν. Υόρκη από το 1922 ως το 1971, σ.τ. Μ). Ο Μπερνέρι εκτιμούσε περισσότερο την κληρονομιά του Γκράμσι. Η τλευταία δημόσια ενέργειά του πριν τη δολοφονία του ήταν να μεταδώσει μια εγκάρδια νεκρολογία για τον πρόσφατα θανόντα Γκράμσι από τα στούντιο του Ράδιο CNT–FAI στις 3 Μάη 1937. Δυο μέρες αργότερα το πτώμα του ανακαλύφθηκε έξω από τα γραφεία της Generalitat στο κέντρο της Βαρκελώνης.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Δύσκολες Νύχτες