“Ο Πατέρας”/ Otac
Βασισμένη σε πραγματική ιστορία η ταινία του εξαιρετικού σκηνοθέτη Σρνταν Γκολούμποβιτς έρχεται να προσθέσει στις προηγούμενες ταινίες του «Παγίδα» και «Διασταυρούμενες ζωές», ξαναθέτοντας και εδώ στο επίκεντρό της τον άνθρωπο που με κάθε κόστος προσπαθεί να παραμείνει δυνατός, να κάνει αυτό που θεωρεί ότι είναι το σωστό να κάνει.
“Ο Πατέρας”/ Otac
Σερβία, 2020
Σκηνοθεσία: Σρνταν Γκολούμποβιτς. Με τους: Γκόραν Μπογκντάν, Μπόρις Ισάκοβιτς.
«Δεν έχεις τις ικανότητες που πρέπει να έχει κάθε γονέας για να μεγαλώσεις σωστά τα παιδιά σου» λέει στον Νίκολα ο διευθυντής των κοινωνικών υπηρεσιών και βέβαια εισηγείται ο ίδιος και αποφασίζει ταυτόχρονα να του αφαιρεθούν τα παιδιά και να δοθούν σε οικογένειες που έχουν τις «ικανότητες» να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά του Νίκολα. Δεν μας εξηγεί όμως ο διευθυντής ποιες είναι οι «ικανότητες» που έχουν οι άλλοι γονείς που μεγαλώνουν σωστά τα παιδιά τους. Η οικονομική άνεση τούς προσδίδει τέτοιες ικανότητες; Τα άνετα σπίτια με τα ξεχωριστά δωμάτια των παιδιών, το laptop του καθενός, τα παιχνίδια, προσθέτουν στις ικανότητες των σωστών γονιών; Δεν το εξηγεί ούτε σε εμάς ούτε στον Νίκολα,που εξαιτίας της φτώχειας του, του αφαιρείται η επιμέλεια των παιδιών του. Και βέβαια δεν το εξηγεί γιατί η κοινωνική υπηρεσία την οποία διευθύνει αποτελεί κομμάτι ενός διεφθαρμένου κράτους μιας σύγχρονης Σερβίας που οι ταξικές ανισότητες είναι εντονότατες, που δεν υπάρχει πλέον ενδιάμεση τάξη αλλά πολύ λίγοι πάμπλουτοι και πάρα πολλοί φτωχοί. Που οι ανάδοχες οικογένειες παίρνουν παιδιά όχι για τα παιδιά, αλλά για τα δηνάρια που συνοδεύουν αυτά μέσω της κρατικής επιδότησης και που ο ίδιος ο διευθυντής καρπώνεται το δικό του μέρισμα-μίζα από ένα μέρος αυτών των επιδομάτων. Και βέβαια και εδώ ισχύει το γνωστό “όλοι το ξέρουν αλλά κανείς δεν μιλά”.
Και ο Νίκολα που δεν μιλάει πολύ, όχι γιατί δεν ξέρει αλλά γιατί δεν έχει μάθει να εκφράζει αυτό που ξέρει, αυτό που αντιλαμβάνεται, αυτό που διαισθάνεται, (και που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η επιμέλεια των παιδιών του, γι’ αυτό και προτίθεται να συνεργαστεί με την πρόνοια και να κάνει ό,τι του ζητήσει για να του φέρουν πίσω τα παιδιά του) έρχεται αντιμέτωπος με τον κρατικό μηχανισμό της υποκρισίας, της διαφθοράς, της αναλγησίας. Και πλέον δεν έχει να αποδείξει ότι είναι ικανός γονιός, αυτό το γνωρίζει πολύ καλά μέσα του, αλλά να αποδείξει πρωτίστως στον εαυτό του ότι ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα τα παιδιά του θα τα πάρει πίσω. Και για να το αποδείξει αυτό πρέπει να πειστεί ο ίδιος ότι μπορεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να φέρει σε πέρας τον στόχο του. Ποια είναι τα πάντα; Τα πάντα είναι τα πάντα. Είναι αυτά που όρια δεν γνωρίζουν. Είναι αυτά που η μόνη κινητήρια δύναμη που τα ελέγχει, που τα ενεργοποιεί, που τα οριοθετεί αλλά και που τα αφήνει και ανεξέλεγκτα, είναι η αγάπη. Η αγάπη του πατέρα προς τα παιδιά του. Γι’ αυτό και αποφασίζει να πάει με τα πόδια και να διανύσει πάνω από 300 χιλιόμετρα, από το χωριό του μέχρι το Βελιγράδι, προκειμένου να επιδώσει ο ίδιος χέρι με χέρι στον ίδιο τον υπουργό,την αίτηση έφεσης που έχει κάνει κατά της απόφασης της πρόνοιας. Και εδώ σε αυτό το οδοιπορικό γνωρίζουμε τον ενδότερο κόσμο του Νίκολα.
Ο Νίκολα δεν μας συστήνεται μέσω των λόγων του αλλά μέσω της πορείας του. Δεν μιλάει, γιατί στη ζωή του δεν έχει μάθει να μιλάει πολύ και δεν έχει μάθει επίσης και να τον ακούνε. Δεν έχει μάθει να επικοινωνεί με τους ανθρώπους γιατί οι συνθήκες φτώχειας στις οποίες ζει δεν του επιτρέπουν την πολυτέλεια της αλληλεπίδρασης. Δύο χρόνια απολυμένος από το εργοστάσιο που δούλευε, με απλήρωτους μισθούς και μη λαμβάνοντας την αποζημίωση της απόλυσης που δικαιούταν, αγωνίζεται κάνοντας δουλειές του ποδαριού για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα στην οικογένειά του προκειμένου να αποφύγει την εξαθλίωσή της. Και βέβαια σε αυτό τον αγώνα του δεν υπάρχει καμία στήριξη, από πουθενά. Απουσιάζει η αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους που ανήκουν στην ίδια τάξη με αυτόν, εκτός αν αλληλεγγύη θεωρείται το δέσιμο των ανθρώπων που προκύπτει από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο κάτω από πιεστικές συνθήκες καθορίζει και προσδιορίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Η μεγάλη φτώχεια του Νίκολα τον περιθωριοποιεί και τον κατατάσσει στους απόβλητους της κοινωνίας, αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και που αυτοί που τον έφεραν σε αυτή την κατάσταση τον θεωρούν ανίκανο να μεγαλώσει τα παιδιά του. Ο άγριος καπιταλισμός δεν τον καθιστά μόνο απόβλητο, αλλά του αφαιρεί και ό,τι πιο πολύτιμο έχει αποκτήσει στη ζωή του. Τα παιδιά του. Γιατί αυτό είναι ο καπιταλισμός. Η εξόντωση. Η πλήρης εξόντωση του ατόμου. Και εδώ είναι που ο Νίκολα πρέπει να δώσει τη μάχη του σε μία κοινωνία που έχει χάσει τα βήματά της, που έχει χάσει τον προσανατολισμό της, που στέκει απαθής παρατηρητής, που αδρανεί, που φοβάται.
Ο Νίκολα όμως δεν έχει καμία διάθεση να ηρωποιήσει τη μοίρα του απόβλητου. Από καμία ψεύτικη έπαρση δεν διακατέχεται. Μέσα από την προσωπική του πορεία διαπιστώνει ότι διαθέτει τεράστια δύναμη. Μία δύναμη που αντλείται από την αξιοπρέπειά του που δεν την χαρίζει, δεν την εργαλειοποιεί, δεν επαίρεται γι’ αυτήν αλλά διασώζοντάς την καταφέρνει να μετατρέψει τον εαυτό του από αντικείμενο της ιστορίας σε υποκείμενο. Με τον δικό του τρόπο τα βάζει με όλους και όλα. Δίνει τη δική του μάχη αψηφώντας κάθε φόβο, κάθε κίνδυνο.
Περνά ανενόχλητος μέσα από τους λύκους, ίσως γιατί οι λύκοι σε αντίθεση με τους “λύκους της εξουσίας” έχουν καταλάβει μέσα από το βλέμμα του την αποφασιστικότητά του και το τι μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος για να πάρει πίσω αυτό που του έκλεψαν. Σαν χάρτινοι πύργοι διαλύονται εμπρός του τα ανθρωποειδή της εξουσίας. Κενοί, άδειοι άνθρωποι, μαριονέτες ενός άθλιου συστήματος που στηρίζεται στον φόβο που καλλιεργεί στους γύρω του. Με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, ο σκηνοθέτης μάς μεταδίδει τον φόβο των ανθρώπων που περιβάλλουν τον Νίκολα που μπορεί να τον κατανοούν, που μπορεί να νιώθουν οι ίδιοι πολύ άσχημα για αυτό που του συμβαίνει, αλλά ο φόβος τους, τους τους καθιστά απολύτως αδρανείς και αόρατους.
Βασισμένη σε πραγματική ιστορία η ταινία του εξαιρετικού κατ’ εμέ σκηνοθέτη Σρνταν Γκολούμποβιτς έρχεται να προσθέσει στις προηγούμενες ταινίες του «Παγίδα» και «Διασταυρούμενες ζωές» ξαναθέτοντας και εδώ στο επίκεντρό της τον άνθρωπο, που με κάθε κόστος προσπαθεί να παραμείνει δυνατός να κάνει αυτό που θεωρεί ότι είναι το σωστό να κάνει. Και το σωστό σε μια απάνθρωπη κοινωνία δεν υποκινείται ούτε από την εκδίκηση, ούτε από το μίσος που εκπέμπει πολύ δυνατό φως με αποτέλεσμα να χάνεται το περίγραμμα των αντικειμένων και να χάνεται έτσι και ο στόχος, ούτε από την εμπάθεια, ούτε από τις προσωπικές ματαιοδοξίες. Υποκινείται από τα γνήσια ειλικρινή συναισθήματα, από το χτίσιμο βαθιών σχέσεων, από τη διάσωση της προσωπικής αξιοπρέπειας, από την ανάγκη του ανθρώπου να προσφέρει σε εκείνους που πραγματικά χρειάζονται. Αυτή η ανάγκη είναι αυτή που οδηγεί τον Νίκολα να διασχίσει με τα πόδια μια τεράστια απόσταση, αυτή η ανάγκη είναι που τον καθιστά έναν αληθινό ήρωα. Κυρίως στα μάτια των παιδιών του. Την ελπίδα, το μέλλον, την αισιοδοξία της κάθε κοινωνίας.
Μέσα από τη δική του πορεία ο Νίκολα μάς ανοίγει δρόμους, γιατί σπάει τον φόβο, καταργεί τις οριοθετικές γραμμές και δεν παραιτείται!
Και αυτό είναι πολύ σπουδαία υπόθεση…