«Στο Γολγοθά όταν οδεύουν οι θεοί, στους πέντε ανέμους θα βρεθούνε οι λαοί…»

“Στο Γολγοθά  όταν οδεύουν οι θεοί,
στους πέντε ανέμους θα βρεθούνε οι λαοί
κι η άγια πλάση θα πνιγεί στ’ αθώο αίμα,
στην προδοσία και στων έκφυλων το ψέμα…”
Ένα κείμενο, ένα ποίημα κι ένα video του Γιώργου Δ. Μπίμη

Το μαρτύριο

Φωνές στην νύχτα, μακρινές φωνές, κύματα του ανέμου στον έρημο ουρανό, με λίγα κίτρινα δέντρα στην άμμο και στα έωλα φώτα ο θρίαμβος της ανθρώπινης  ένδειας…

Κάποιος ένιψε τα χέρια του, κάποιος χτύπησε δυνατά το καρφί πάνω στη σάρκα κι ο στερνός Του λόγος, στο χώμα αίμα!

Αίμα ζωντανό στο έλος της αμαρτίας, στη συννεφιά της ζωής, στην ύλη που δε μπορεί να αντικρίσει τίποτα  πέρα από τη σκόνη, από τα συντρίμμια και από την αχαλίνωτη φωτιά!

Με θολωμένα μάτια κοίταξες τον κόσμο για στερνή φορά.

Λίγο πριν σε τυλίξουν οι σκιές κι η νύχτα.

Την ώρα που σου ‘διναν χολή, πρόφτασες να αντικρίσεις τους γκρεμισμένους μαντρότοιχους των σπιτιών, το μόχτο του βιοπαλαιστή, το παράπονο του φυλακισμένου, τους τάφους των νεκροπόλεων, τους απελέκητους σταυρούς, τις πόρνες, τους αλήτες και τους ζητιάνους.

Τους εκτοπισμένους πρόσφυγες και τους μετανάστες που τριγυρνούν  άσκοπα  στους πολυσύχναστους δρόμους κάθε αλλοτριωμένης πολιτείας.

Τα παιδιά με τα γαλάζια μάτια και με τα λεκιασμένα ρούχα ακουμπισμένα πάνω στα βρώμικα πεζοδρόμια να πουλάνε ασήμαντα πράγματα  -την ψυχή τους! –  στους περαστικούς, μέσα σε ένα έρεβος δασύ και αδιαπέραστο, σε μια νύχτα απειλητική και σκυθρωπή που μιμείται το θάνατο…

Το φεγγάρι, ραγισμένο και χλωμό, έγειρε και αποκοιμήθηκε μέσα στο βαρύ γκρίζο σύννεφο κι Εσύ αδερφέ μου ακόμα υπομονεύεις, δίχως να βαρυγκωμείς, δίχως να κακιώνεις, δίχως να κακοκαρδίζεσαι.

Για τις μέρες που πέρασαν τόσο βιαστικά και, που δεν τις έζησες. Για τον πόνο που κέρδισες οδοιπορώντας στο ανηφορικό και στο δύσβατο μονοπάτι της πολύπαθης ζωής σου.

Τώρα όμως, σε τούτη την αποκρουστική περίσταση, ποιος θα σκύψει με συμπόνια να επιδέσει τις ορθάνοιχτες πληγές Σου που αιμορραγούν ακατάσχετα πάνω στο διψαλέο χώμα;

Όταν ήσουν παιδί, έκρυβες βαθιά, μέσα στα μύχια της ψυχή σου, έναν περίλαμπρο ήλιο κι ένα ανυστερόβουλο όνειρο.

 Μοναδική Σου λαχτάρα ήταν να απλώσεις το δικό Σου  ήλιο πάνω από τα σπαρμένα χωράφια  των ζευγιτών και των ξωμάχων. Για να μεστώσει και να θεριέψει το στάρι που θρέφει τη θνητή την ύλη. Για να ξεκινήσει η άλλη διαδικασία για την ικανοποίηση των έτερων, ανώτερων αναγκών. Για να  υπάρξει  η προϋπόθεση για τη φώτιση και για την απελευθερωτική πνευματική αναζήτηση. Για να ακμάσει η έμπνευση κι ο  στοχασμός, για να ευημερήσει  ο λυρισμός των αισθήσεων και των θεσπέσιων συναισθημάτων!

Όμως πιο πολύ λιμπιζόσουν  να ανάψεις το ζείδωρο Φως της αισιοδοξίας και της Ελπίδας στο δικό μας νεφελοσκέπαστο ουρανό.

Σου το είπα πολλές φορές, μα Εσύ δεν εννοούσες να με πιστέψεις: οι άνθρωποι είναι αφιλοσόφητοι, οι άνθρωποι είναι αλύγιστοι και άκαμπτοι σαν το γρανίτη, οι άνθρωποι είναι σταθερά προσηλωμένοι στο στενό ατομικό συμφέρον τους…

Ένα πρωινό έριξες το δισάκι στον ώμο, σήκωσες το χέρι σου ψηλά κι ένα δάκρυ αυλάκωσε το πρόσωπό σου, θυμάσαι;

Κι άπλωσες το βήμα σου να πας πέρα, μακριά από τούτη τη στέρφα γη. Να αποχαιρετίσεις  για πάντα τούτο το σκοτεινό ορίζοντα που όλο στενεύει, που πνίγει σα βρόγχος την ανάσα μας.

Να ιδείς άλλους ανθρώπους, να αγγίξεις άλλες πληγές. Κάτω από άλλα διαστήματα, να αφουγκραστείς κι άλλες φωνές.

Η Ιουδαία, η Μικρά Ασία, η Ελλάδα  – ο κόσμος της οδύνης- σαπίζει κάτω από την αχαλίνωτη βία, από την αλόγιστη εκμετάλλευση και από την αμετάκλητη αδικία.

Τα μαστίγια αυλακώνουν τον αγέρα, χαρακώνουν με παράδοξο πείσμα και με δαιμονική εμμονή τα ηλιοκαμένα κορμιά των κολίγων και των προλετάριων ολάκερης της οικουμένης!

Όλα τα ταπεινά όνειρα των αλύτρωτων όντων  βουλιάζουν στο χώμα, όλες οι λιτές προσμονές βυθίζονται στα στάσιμα νερά, στην ανηθικότητα, στη διαφθορά, στην ηθική αποχαύνωση.

Βιαιοπραγία, μίσος, άδικο, στη  μοναδική και στην ανεπανάληπτη ζωή μας, στο υπέρτατο δώρο της πάνσοφης δημιουργίας που  υποβαθμίστηκε από τους λίγους από πρόθεση κι απόγινε ένα υπόγειο κι ολοσκότεινο δεσμωτήριο για τους πολλούς!

Τώρα πια τίποτα δε σε δένει με τούτο το θλιβερό βουρκοτόπι της ασυγχώρητης αμαρτίας.

Ισόβιος οδοιπόρος κι Εσύ, όπως κάθε ύπαρξη που ασκητεύει στον κόσμο της ανάγκης, αναμετράς τα δεδομένα αλλά και τα επακόλουθα τούτης της καταδικαστέας πράξης. Την οδυνηρή θλίψη, την αφόρητη μοναξιά και τον αβάσταχτο πόνο που μας συνθλίβουν βάναυσα, που μας  συντρίβουν ανελέητα, που μας εξουθενώνουν με τόση μοχθηρία και με τόση απανθρωπιά!

Μιλάω για κείνο το οδυνηρό συναίσθημα  που γογγύζει μέρα-νύχτα, που γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο, που πεθαίνει μαζί του για να ξαναγεννηθεί σε άλλο χρόνο πιο βαθύ,  πιο ανέκκλητο, πιο αδυσώπητο…

Ο πόνος είναι πανάρχαια πληγή κι έρχεται,  σαν τη μαινόμενη καταιγίδα μέσα από τους αιματόβρεχτους αιώνες, αβύζαχτος, απαίδευτος και αγαλούχητος!

Εκεί πέρα, στα χωριά της στέρησης, της απώλειας και της απόλυτης ψυχικής συντριβής, ένα τρένο σφυρίζει από μακριά σκορπώντας τον πένθιμο αντίλαλο της αφέγγαρης νύχτας.

Εκτεταμένα ταξίδια επί της γης. Πλατφόρμες, σταθμοί, δάκρυα, πικροί αποχωρισμοί, ανεξάντλητες και αγιάτρευτες πληγές!

Όχι, δεν ήσουν Εσύ που έφυγες τόσο βιαστικά για να ταξιδέψεις στα αθέριστα λιβάδια του παραδεισένιου ουρανού.

Σαν το φωτεινό αστέρι  του Βοριά αναγεννιέσαι από την ύλη ξανά και ξανά για να αποδοκιμάσεις τον όλεθρο, το άδικα σπαταλημένο αίμα και τα βουβά θανάσιμα δάκρυα.

Στο αλφαβητάρι των άστρων Σου όμως, ο κόσμος μαθαίνει εξ’ αρχής συλλαβίζοντας στον παραφωτισμό του νυχτωμένου ουρανού τα αβρά, τα άκακα και τα πανανθρώπινα οράματά Σου.

Επιθυμίες κι όνειρα  καθολικά.

Ευγενικές  προσμονές που επιζητούν εναγώνια να  εξασφαλιστεί στην παιδεμένη  γη μια άλλη σοφότερη και ηθικότερη αντίληψη για τον παροδικό άνθρωπο και για την αιωνιότητα της ασίγαστης ζωής…

Να ανατείλει επιτέλους ο δικός Σου ευοίωνος ήλιος σύντροφε στην ανεμοδαρμένη  χώρα της καρδιάς μας κι ο οίστρος του να ξορκίσει και να εξοβελίσει πάραυτα τη μέσα συννεφιά!

Να λάμψει, σαν αναμμένο κοράλλι, στο λυτρωτικό Φως του κόσμου,  η απροσποίητη Αγάπη Σου.

Να σαλπίσει ο  αληθινός έρωτας, να θεριέψει το όραμα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, να ανοιχτεί μπροστά στα  αγριεμένα βλέμματα των θνητών υπάρξεων η μόνη συνετή οδός.  Αυτή  που οδηγεί με βεβαιότητα στον εξαγνισμό, στον καθαρμό και στην αληθινή ηθική εξυγίανση. Στην άγια αποκατάσταση εντέλει του ανθρώπινου ιδεώδους.

Να αφηνιάσει η ακράτητη επιθυμία για την εκπλήρωση εκείνου του ιδανικού στόχου που κάποτε υπήρξε μέσα στη φυσική του ωριμότητα. Που αποτέλεσε το πιο χαρμόσυνο γεγονός στο άπειρο διάστημα, που επικύρωσε τη μοναδική  γήινη αλήθεια.

Μιλώ για τη χαμένη χερουβική πραγματικότητα που προσέφερε τόσο ένθερμα και τόσο εγκάρδια η μητέρα φύση, στο ύψιστο δημιούργημά της.

Η κατάσταση που επικρατεί τούτη τη στιγμή, μας επιτρέπει κάλλιστα να εικάσουμε πως ο άνθρωπος είναι  το μέγα θύμα του  ακραίου του παραλογισμού. Που, παραδομένος στην ιδιοτέλεια και στα αχαλίνωτα πάθη του, μετέτρεψε τόσο επιπόλαια και τόσο απερίσκεπτα εκείνη την κληρονομημένη κι ανομολόγητη ευτυχία,  σε αίμα, σε πόνο και σε απελπισίας δάκρυα.

Ωστόσο, τούτη  η αποξενωμένη από τις ηθικές αρχές και από τους ενάρετους κανόνες ανθρώπινη  οντότητα, που έχτισε πάνω στο μίσος, στην εχθρότητα και στο φθόνο (κάτω φυσικά από τις συγκεκριμένες  κοινωνικές συνθήκες) αποτελούσε πάντα κι αποτελεί ακόμα τη μοναδική παρηγοριά, τη μειλίχια  Ελπίδα και την ύστατη προσδοκία της μητέρας γης.  Κι αυτή η πίστη έχει αντικειμενική βάση, αφού  η ταξική αντιμαχία συνεχίζεται και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχει στον κόσμο μας η ακραία ανισότητα, η βαρβαρότητα και η κακοποίηση, ο πολιτικός και ο θρησκευτικός εκβιασμός κι η στυγνή εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο!

Ποιος…  

Ποιος θα σταθεί αντίκρυ στο σταυρό,
μία γουλιά νερό στο στόμα να μου δώσει,
ποιος θα μου πει μια αλήθεια να πιαστώ,
να μην κιοτέψει η ψυχή και με προδώσει.

Ποιος θα μετρήσει τις σταγόνες
απ’ το αίμα μου,
ποιος θα απαλύνει
το ακάνθινο το στέμμα μου…

Καλύτερα να είχα αγαπήσει,
λιτά κι αδόξαστα στη γη να είχα ζήσει,
να ‘χα παιδιά, εγγόνια, σπιτικό,
να ‘χα γυναίκα, να ‘χα αγάπης μερτικό.

Ένα σημάδι ψάχνω στ’ άπειρο να βρω,
μία αχτίδα, με το φως της να με ντύσει,
μία κατάφαση στου βίου μου τη δύση,
για να πεθάνω δίχως τύψη στο σταυρό.

Στο Γολγοθά όταν οδεύουν οι θεοί,
στους πέντε ανέμους θα βρεθούνε οι λαοί
κι η άγια πλάση θα πνιγεί στ’ αθώο αίμα,
στην προδοσία και στων έκφυλων το ψέμα…

Ο Γιώργος Δ. Μπίμης, ποιητής, συγγραφέας, είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: