“Notorious” (1946) – Χίτσκοκ, πάντα διαχρονικός, πάντα επίκαιρος!
Η ταινία «Νοτόριους» προβάλλεται ξανά στις αίθουσες και μιας και το καλοκαιράκι καταφτάνει, ευελπιστώ ότι θα την ξαναδούμε στα θερινά σινεμά απολαμβάνοντας για άλλη μια φορά το μεγαλείο της διαχρονικότητας που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του Χίτσκοκ αλλά και το μεγαλείο των πρωταγωνιστών του που κανέναν δεν μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο.
«Το σασπένς που υπάρχει στο έργο του Χίτσκοκ», έγραφε ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο Έθνος, το 1984, «δημιουργείται, φυσιολογικά γύρω από μία πληγή που υπάρχει ανάμεσα στα πράγματα και τους ανθρώπους που τα κοιτούν αμήχανοι. Τούτη η πληγή δεν έχει καμία σχέση με την ηθική. Είναι απλά το χάσμα ανάμεσα στη λογική των φαινομένων που υπάρχουν αυτόνομα έξω από το υποκείμενο που το κοιτάει και την κοινή λογική του υποκειμένου που στέκεται αμήχανο μπροστά σε έναν κόσμο υπέρ το δέον ρευστό και δυσπροσδιόριστο. Το σασπένς λοιπόν θα δημιουργηθεί από την σύγκρουση ανάμεσα στον ρευστό κόσμο των φαινομένων και την κοινή λογική του κοινού ανθρώπου που ασθμαίνει καθώς τρέχει πίσω από τα γεγονότα εντελώς άσχετα από τις βεβαιότητες που δημιουργεί η κοινή λογική».
Το αίνιγμα λοιπόν που καλούνται να λύσουν οι ήρωες του Χίτσκοκ, το κρυφό μυστικό που προσπαθούν να ανακαλύψουν, δεν είναι τίποτε άλλο από την πολυπλοκότητα των φαινομένων που ακριβώς αυτή η πολυπλοκότητά τους τα καθιστά αινιγματικά. Και πράγματι εδώ η ηθική δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση, αν δεχτούμε ότι καμία πράξη δεν είναι καλή ή κακή από μόνη της, αλλά η θέση της στην τάξη των πραγμάτων είναι αυτή που την χαρακτηρίζει.
Ποιος τώρα δημιουργεί αυτή την πολυπλοκότητα, των φαινομένων, ποιος δημιουργεί χαοτικές καταστάσεις προκειμένου να καθηλώσει το άτομο και να το μετατρέψει σε έρμαιο αυτών, σε έναν απαθή αποδέκτη τους που να διοχετεύει την ενεργητικότητά του όχι στην διευθέτηση αυτού του χάους που έχει δημιουργηθεί, αλλά στην εμπλοκή του σε αυτό και στη μετατροπή του σε υποχείριο αυτών που σκόπιμα το δημιουργούν, αυτά είναι αινίγματα που ο μετρ του σασπένς καλεί εμάς τους θεατές να τα λύσουμε.
Έτσι λοιπόν μαζί με τους πρωταγωνιστές της ταινίας του, «Νοτόριους», που ο Φρανσουά Τρυφώ την αναφέρει ως ταινία που αντιπροσωπεύει με τον πιο πλήρη τρόπο την τέχνη του Χίτσκοκ, μαζί λοιπόν με τον Κάρι Γκραντ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν – που είτε συμφωνούμε είτε όχι με τον τρόπο που ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες τους, από την αρχή τους συμπαθούμε γιατί μας συνεπαίρνει αυτή η εξωτερική ομορφιά τους που νιώθουμε ότι είναι αντανάκλαση μιας βαθιάς εσωτερικής ομορφιάς – προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι τελικά, αυτό είναι και το αισιόδοξο μήνυμα της ταινίας που μας στέλνει ο Χίτσκοκ, καταφέρνουν να πάρουν οι ίδιοι τα ηνία στα χέρια τους και καταφέρνουν επίσης να δραπετεύσουν από μία μικρόψυχη χυδαία εποχή διάβρωσης, από μία κυνική και ειδεχθή αγέλη εξουσιαστών που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να σκοτώσουν. Και εδώ ο σκηνοθέτης δεν κάνει διακρίσεις. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξουσιαστές. Υπάρχουν μόνο οι ανταγωνισμοί ανάμεσά τους.
Έτσι λοιπόν συναντάμε την ηρωίδα, την Αλίσια Χούμπερμαν, η οποία κουβαλά στις πλάτες της το βαρύ παρελθόν του πατέρα της που έχει συνεργαστεί με τους Ναζί και για τον λόγο αυτό έχει ο ίδιος καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση από τις αμερικανικές δικαστικές αρχές. Η Αλίσια που αγαπούσε τον πατέρα της, είναι όμως εντελώς αντίθετη με τις πολιτικές του επιλογές, βρίσκεται μπλεγμένη σε μία κατάσταση που η ίδια ελάχιστο ρόλο έχει παίξει στη δημιουργία αυτής. Από τη μια η αγάπη προς τον πατέρα της, από την άλλη τα εγκλήματα που ο ίδιος έχει διαπράξει και το στίγμα που έχει αφήσει πάνω της η πολιτική του επιλογή, αφού για την κοινωνία η Αλίσια είναι η κόρη του πρώην συνεργάτη των Ναζί. Και όλα αυτά η μικρή Αλίσια δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Και παρόλο που αναφέρει η ίδια ότι αυτό που θέλει να κάνει, η δουλειά που έχει να κάνει είναι απλά να ζήσει τη ζωή της, όμως στην πραγματικότητα δεν ξέρει πώς να τη ζήσει και γι’ αυτό βουλιάζει στο ποτό και στην αλλαγή ερωτικών συντρόφων, περιπλέκοντας έτσι ακόμα περισσότερο την ήδη περιπλεγμένη κατάσταση και μη μπορώντας να βάλει μία τάξη στο χάος της ζωής της.
Και στο σημείο αυτό έρχεται η συνάντησή της με τον όμορφο γοητευτικό και μυστηριώδη Κάρι Γκραντ, τον γοητευτικό Αμερικανό πράκτορα Ντέβλιν, που τον ερωτεύεται παράφορα. Και νιώθει έστω και στιγμιαία ότι αυτός είναι η σανίδα σωτηρίας της. Και ότι έτσι απλά θα λυθούν τα προβλήματά της. Και πράγματι θα μπορούσαν να λυθούν έτσι απλά. Γιατί αυτό μας λέει ο Χίτσκοκ. Ότι τα θέματα λύνονται. Πολύ πιο απλά από όσο ίσως φανταζόμαστε. Αρκεί να δούμε την αλήθεια τους και τη δική μας αλήθεια μέσα σ’ αυτά.
Όμως, όσο και αν η μικρή Αλίσια αντιλαμβάνεται, διαισθάνεται ότι η αγάπη προς τον Ντέβλιν είναι αυτή που θα λυτρώσει και τους δύο, ο Ντέβλιν αρνείται εγωκεντρικά να παραδεχτεί την αγάπη του προς αυτήν, αρνείται να εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Οι λόγοι πολλοί. Δεν του το επιτρέπει το γόητρο της θέσης του. Ένας Αμερικανός πράκτορας να αφεθεί στον έρωτα μιας κοπέλας επιρρεπούς στο αλκοόλ και την εύκολη αλλαγή συντρόφων; Μιας κοπέλας με σπιλωμένο παρελθόν; Δεν χάνει λοιπόν κάθε στιγμή να της τονίζει αυτό το παρελθόν πληγώνοντάς την, και εκείνη μη αντέχοντας αυτά τα χτυπήματα βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο χάος της. Έτσι μια εμφανέστατη ερωτική έλξη που υπάρχει ανάμεσά τους, με την τρίλεπτη ερωτική σκηνή του φιλιού -που έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου ως μία από τις πιο ερωτικές σκηνές- (μας αποκαλύπτεται από την αρχή της ταινίας αυτή η έλξη), αυτή λοιπόν η έλξη μετατρέπεται σε μία διαστροφική σχέση όπου βασανίζονται και οι δύο. Ο πρώτος βασανίζεται από την μη παραδοχή της αγάπης του και την εγωιστική του άρνηση, η δεύτερη θα αφεθεί να στρατολογηθεί από τον ίδιο να κατασκοπεύσει σε έναν κύκλο από Ναζί στο μεταπολεμικό Ρίο. Η κατασκοπία αυτή φτάνει να γίνεται πολύ επικίνδυνη για την ζωή της αφού παντρευτεί τον πιο ευγενή από τον κύκλο των Ναζί, τον Άλεξ.
Ο Ντέβλιν όταν καταλαβαίνει ότι η ζωή της Αλίσια βρίσκεται σε κίνδυνο αποφασίζει να αναλάβει δράση. Ήδη συνειδητοποιεί αργά αλλά σταθερά ότι η μη αποδοχή της αγάπης του προς την Αλίσια είναι απόρροια της δειλίας του που δεν του επιτρέπει αυτή την αποδοχή. Φοβάται την αγάπη γιατί δεν ξέρει τι να κάνει με αυτή. Ζώντας σε έναν κόσμο πολύ σκληρό οι άμυνες που έχει επιστρατεύσει για να τον αντιμετωπίσει δεν είναι οι δικές του, αλλά τα εργαλεία – εγωκεντρισμός, ματαιοδοξία, στερεοτυπικές αντιλήψεις – που του έχει δώσει αυτός ο σκληρός κόσμος εργαλειοποιώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο. Και όταν το αντιλαμβάνεται αυτό σπάει τα δεσμά του φόβου του. Όταν αντιλαμβάνεται ότι είναι και ο ίδιος πιόνι στο παιχνίδι της αμερικανικής πολιτικής που ποσώς ενδιαφέρεται για τη ζωή της Αλίσια, αλλά κυρίως για το ξέπλυμα των δικών της εγκλημάτων παρελθοντικών και μελλοντικών, μέσω της καταδίκης των ναζιστών. Μετά τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου δεν ξεχνάμε ότι ακολούθησαν οι σκοτεινότερες μέρες του Ψυχρού πολέμου.
Και λύνει τον γόρδιο δεσμό. ’Έτσι απλά. Αντιμετωπίζοντας και ερχόμενος σε επαφή με τις δικές του αλήθειες. Και αφήνεται…όπως αφήνεται και η Αλίσια στην αγκαλιά του…Γιατί το να αφεθείς, σημαίνει ακριβώς αυτό. Να ακουμπήσεις κάπου την περασμένη σου ζωή με τα όποια λάθη της, τις όποιες δυσαρμονίες της, τα όποια ανεξήγητά της. Να την βγάλεις από την ψυχή σου και να την αφήσεις εκεί που εμπιστεύεσαι αντικρίζοντάς την και εσύ κάτω από μία νέα οπτική.
Η ταινία «Νοτόριους» προβάλλεται ξανά στις αίθουσες και μιας και το καλοκαιράκι καταφτάνει, ευελπιστώ ότι θα την ξαναδούμε στα θερινά σινεμά απολαμβάνοντας για άλλη μια φορά το μεγαλείο της διαχρονικότητας που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του Χίτσκοκ αλλά και το μεγαλείο των πρωταγωνιστών του που κανέναν δεν μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο. Εκτός από τον Κάρι Γκραντ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν παρελαύνουν εμπρός μας ο εξαιρετικός Κλάουντ Ρέινς στο ρόλο του Άλεξ (ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Β’ Ανδρικής Ερμηνείας) και ο υπέροχος Αλέξης Μινωτής σε έναν πραγματικά αποκαλυπτικό ρόλο.