Οι «φύλακες» του διαδικτύου…
Πίσω από τις διακηρύξεις περί «δημοκρατίας» κρύβονται τα «δικαιώματα» που διεκδικούν στο «χρυσωρυχείο» που λέγεται «δεδομένα». Οι πλατφόρμες αποτελούν «ορυχεία» πληροφοριών των χρηστών τους, συλλέγοντας ασύλληπτες ποσότητες δεδομένων, με βάση τα οποία οι επιχειρηματικοί όμιλοι…κατηγοριοποιούν, ποσοτικοποιούν, επεξεργάζονται και μετατρέπουν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε αντικείμενο πρόβλεψης και πώλησης
«Ποιος απ’ τους προστάτες θα μας προστατέψει». Αυτήν τη γνωστή φράση σκέφτεται κανείς όταν – με αφορμή την εξαγορά του Twitter από τον δισεκατομμυριούχο Ιλον Μασκ και τις «ανησυχίες» σχετικά με το τι σηματοδοτεί η εξέλιξη αυτή για την ελευθερία του λόγου, τη διαχείριση της «ρητορικής μίσους» κ.ο.κ. – διαβάζει στον αστικό Τύπο «αναλύσεις» όπως ότι «ο ευρωπαϊκός κανονισμός για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) που συμφωνήθηκε το περασμένο Σάββατο και θα τεθεί σε εφαρμογή στις αρχές του 2023, φιλοδοξεί να λύσει αυτό το πρόβλημα και να περιορίσει τους κινδύνους για την κοινωνία που προκύπτουν από τα γιγαντιαία μέσα κοινωνικής δικτύωσης» («Βήμα», 30/4), ή παραπέμπουν στις «νομοθετικές πρωτοβουλίες» στην αμερικανική Γερουσία, ενημερώνοντάς μας ότι «ειδικά ο Ομπάμα δείχνει προς την κατεύθυνση των αντίστοιχων νομοθετικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ ζητά τη συνεργασία των ίδιων των εταιρειών, αλλά και των πολιτών χρηστών…» («Αυγή», 30/4).
Από μια άποψη άλλωστε τα παραπάνω, έστω και «ανάμεσα στις γραμμές», τραβάνε λίγο από την «κουρτίνα» σχετικά με το γιατί «πήρε ο πόνος» για την ελευθερία του λόγου και τη δημοκρατία, εκείνους που την ίδια ώρα έχουν μετατρέψει τους χώρους δουλειάς σε «νεκροταφεία», βγάζουν παράνομες 9 στις 10 απεργίες, έχουν απαγορευμένα στις μισές χώρες της ΕΕ τα Κομμουνιστικά Κόμματα, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος…
Πολύ απλά γιατί πίσω από τις διακηρύξεις περί «δημοκρατίας» κρύβονται τα «δικαιώματα» που διεκδικούν στο «χρυσωρυχείο» που λέγεται «δεδομένα». Αλλωστε, οι πλατφόρμες αυτές αποτελούν «ορυχεία» πληροφοριών των χρηστών τους, συλλέγοντας ασύλληπτες ποσότητες δεδομένων, με βάση τα οποία (με εργαλείο τη λεγόμενη «μηχανική εκμάθηση», δηλαδή την κατασκευή αλγορίθμων που μπορούν να «μαθαίνουν» από τα δεδομένα) οι επιχειρηματικοί όμιλοι των νέων τεχνολογιών κατηγοριοποιούν, ποσοτικοποιούν, επεξεργάζονται και μετατρέπουν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε αντικείμενο πρόβλεψης και πώλησης.
Αυτό άλλωστε είναι και το κύριο «προϊόν» των εταιρειών που κατέχουν πλατφόρμες, όπως το Facebook ή το Twitter, που «πουλάνε» τις αναλύσεις και τις προβλέψεις τους για τη συμπεριφορά του κάθε χρήστη, αλλά και την ικανότητά τους να την επηρεάζουν, πράγμα που δεν περιορίζεται μονάχα στην καταναλωτική συμπεριφορά, όπως αποκαλύφθηκε και με το μνημειώδες σκάνδαλο της «Cambridge Analytica», αλλά στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και βέβαια στις πολιτικές πεποιθήσεις. Και όλοι καταλαβαίνουν βέβαια τι σημαίνει αυτό το τελευταίο σε συνθήκες που οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί χτυπάνε «κόκκινο», με «βασανιστικά ερωτήματα» να επανέρχονται, όπως π.χ. «Ενα από τα σοβαρότερα ερωτήματα που τίθενται (…) τι θα κάνει ο Μασκ που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα για την “Tesla”, αν οι Κινέζοι του ζητήσουν να αφαιρέσει από το Twitter περιεχόμενο ενοχλητικό για το Πεκίνο» («Βήμα», 30/4).
Την πρόσβαση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων σε αυτό ακριβώς το «χρυσωρυχείο» που ονομάζει «άυλο κεφάλαιο» αλλά και για τη «στρατηγική αυτονομία» της ιμπεριαλιστικής ένωσης, αφορά και ο προαναφερόμενος «ευρωπαϊκός κανονισμός για τις ψηφιακές υπηρεσίες» που ψήφισε πρόσφατα η Κομισιόν «στοχεύοντας» τους αμερικανικούς κατά βάση «κολοσσούς της τεχνολογίας» που συγκεντρώνουν τον βασικό όγκο των δεδομένων και τα «περιφρουρούν» με «αθέμιτες πρακτικές».
Χαρακτηριστική για το τι διακυβεύεται για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια είναι η αναφορά πως «είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα (σ.σ. των “αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών”) λόγω του μεγέθους της ψηφιακής οικονομίας (που εκτιμάται ότι ανήλθε στο 4,5% με 15,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2019) και του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν οι πλατφόρμες στις ψηφιακές αγορές, με τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που επιφέρουν».
Ενώ η πρόταση για τον Κανονισμό επισήμαινε ότι οι πρόσθετοι κανόνες έχουν να κάνουν με την ανάγκη «να διασφαλιστούν η δυνατότητα διεκδίκησης αγορών (…) αλλά και η δυνατότητα εισόδου στην αγορά, καθώς και δημόσια συμφέροντα που δεν περιορίζονται στον ανταγωνισμό ή στις οικονομικές παραμέτρους», όπως λέγεται, παραπέμποντας στην επιχείρηση «θωράκισης» μιας σειράς στρατηγικής σημασίας υποδομών και δικτύων, απέναντι στην παρέμβαση άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Με δυο λόγια, η ψηφιακή νομοθεσία της ΕΕ ούτε υπαγορεύεται ούτε διαπνέεται από «δημοκρατικές ευαισθησίες». Η ΕΕ χρησιμοποιεί το «δημοκρατικό» νομικό της πλαίσιο ως όπλο στην προσπάθεια ανάσχεσης της «ψηφιακής» ισχύος των ΗΠΑ και άλλων ανταγωνιστών της, ενώ επιχειρεί να αξιοποιήσει τα ψηφιακά δικαιώματα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και «trade mark» για τα δικά της ψηφιακά προϊόντα και υπηρεσίες.
Αυτά τα «δικαιώματα» των επιχειρηματικών της ομίλων προσπαθεί λοιπόν να «περιφρουρήσει» η ΕΕ, και όχι βέβαια τη… δημοκρατία, ή π.χ. τα προσωπικά δεδομένα, για την προστασία των οποίων λέει ότι «εναπόκειται στους ίδιους» τους επιχειρηματικούς ομίλους, η «συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις» που ορίζονται στον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ), τον κανονισμό δηλαδή που ανοίγει «πόρτες και παράθυρα» στην παράδοση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών σε εταιρείες, κράτη και υπηρεσίες.
Καμία σχέση λοιπόν με την «περιφρούρηση της δημοκρατίας», της ελευθερίας του λόγου και των δικαιωμάτων. Και πώς αλλιώς άλλωστε, από την ιμπεριαλιστική ένωση που έχει σε ισχύ ένα τεράστιο νομοθετικό πλέγμα καταστολής και χαφιεδισμού που απλώνεται σε κάθε «στενοσόκακο» της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, και του διαδικτύου… Που «μέτρο» των «δημοκρατικών» της ευαισθησιών είναι οδηγίες – τερατουργήματα όπως ο περιβόητος «τρομονόμος στην Τέχνη και τα ΜΜΕ», που διατάξεις του πέρασε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και εμπλούτισε πρόσφατα η ΝΔ, προβλέποντας ποινές φυλάκισης και πρόστιμα σε όσους μέσω του Τύπου ή μέσω διαδικτύου διαδίδουν ειδήσεις που οι ίδιοι θεωρούν «fake news» και «που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία»;
Καλό το παραμύθι λοιπόν, αλλά με κοντά ποδάρια: Αλλά αυτά παθαίνει κανείς όταν ως «φύλακα» του διαδικτύου αναγορεύει όσους αξιοποιούν τις τεράστιες δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας ως μηχανισμό που τους αποφέρει κέρδη, εργαλείο παρακολούθησης και παρέμβασης, «τηλεβόα» στα χέρια επιχειρηματικών ομίλων, ιμπεριαλιστικών κέντρων, υπηρεσιών του αστικού κράτους για τη θωράκιση της αστικής εξουσίας.