Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης “Μπούχενβαλντ”: Εκεί που ακόμα αντηχεί ο όρκος των εξεγερμένων…
Η επίσκεψη σε ένα στρατόπεδο όπου φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, δούλεψαν μέχρι εξάντλησης και έχασαν τη ζωή τους με τους πιο φοβερούς τρόπους χιλιάδες κομμουνιστές, σοβιετικοί αιχμάλωτοι, εβραίοι, ρομά κ.λπ. δεν είναι μια εύκολη εμπειρία, είναι, όμως, εμπειρία ζωής…
Όσοι συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του 12ου Διημέρου της ΚΝΕ στη Γερμανία είχαν την ευκαιρία να επισκευτούν και να ξεναγηθούν στον χώρο του πρώην ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Buchenwald και στο μνημειακό συγκρότημα που έχει κατασκευαστεί για τους κρατούμενους.
Η επίσκεψη σε ένα στρατόπεδο όπου φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, δούλεψαν μέχρι εξάντλησης και έχασαν τη ζωή τους με τους πιο φοβερούς τρόπους χιλιάδες κομμουνιστές, σοβιετικοί αιχμάλωτοι, εβραίοι, ρομά κ.λπ. δεν είναι μια εύκολη εμπειρία, είναι, όμως, εμπειρία ζωής. Όσα και αν έχει ακούσει και διαβάσει κανείς για τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, δεν μπορεί παρά να ανατριχιάσει βλέποντας με τα μάτια του τα πειστήρια των εγκλημάτων των ναζί, στα οποία οδήγησε η πιο απάνθρωπη εκδοχή της αστικής ιδεολογίας και εξουσίας, ο φασισμός – ναζισμός. Ταυτόχρονα, μόνο ευγνωμοσύνη αρμόζει για την ΕΣΣΔ και τον ηρωικό Κόκκινο Στρατό που, μαζί με τα αντιστασιακά κινήματα πολλών χωρών στα οποία πρωτοστάτησαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, όπως το ΚΚΕ στην Ελλάδα, τσάκισε τους ναζί και απελευθέρωσε την Ευρώπη.
Αυτά τα συμπεράσματα αποκτούν ιδιαίτερη αξία σήμερα που εντείνεται, με αφορμή και τον ρόλο της καπιταλιστικής Ρωσίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία, η βρώμικη προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία, να παραγραφεί η τεράστια συνεισφορά του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας, της ΕΣΣΔ, στη συντριβή του ναζιστικού τέρατος.
Αυτή η προσπάθεια είναι φανερή και στο ίδιο το Μπούχενβαλντ που σήμερα είναι, φυσικά, υπό τη διαχείριση του γερμανικού αστικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο πράγμα που συναντά κανείς πριν φτάσει στην πύλη του στρατοπέδου είναι μια ταμπέλα που αναφέρει ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε μετά τον πόλεμο και από τους σοβιετικούς σαν στρατόπεδο για την κράτηση χιλιάδων «αντρών και γυναικών», χωρίς βέβαια να διευκρινίζει ότι οι… άντρες και οι γυναίκες που κρατήθηκαν εκεί ήταν ναζί εγκληματίες πολέμου.
Το “δάσος με τις οξιές”
Την ευθύνη της λειτουργίας του στρατοπέδου Μπούχενβαλντ είχαν τα SS, δηλαδή η παραστρατιωτική οργάνωση του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Το όνομα, που σημαίνει «δάσος με οξιές», το επέλεξε ο ίδιος ο αρχηγός των SS, Χ. Χίμλερ, προφανώς σε μια επίδειξη κυνισμού. 250.000 κρατούμενοι πέρασαν από αυτό στα 8,5 χρόνια λειτουργίας του (1937-1945), ενώ 56.000 ήταν αυτοί που δεν βγήκαν ζωντανοί, εκ των οποίων 15.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου. Οι κρατούμενοι του Μπούχενβαλντ αποτελούσαν δωρεάν εργατικό δυναμικό για γερμανικά μονοπώλια όπως οι «Κρουπ», «Ζήμενς», «AEG», «IG Farben» κ.ά. Αυτό, βέβαια συνέβαινε σχεδόν σε όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και αποτελεί μια ακόμα απόδειξη για το ποιος γεννά, θρέφει και αξιοποιεί το ναζιστικό τέρας. Η εξόντωση από τη δουλειά και την πείνα ήταν η νούμερο ένα αιτία θανάτου. Το 1942 άρχισαν ιατρικά πειράματα κατά τα οποία κρατούμενοι μολύνονταν με βακτήρια για να δοκιμαστούν εμβόλια κατά του τύφου. Όταν, εξαιτίας αυτής της πρακτικής, ξεσπούσαν επιδημίες οι ναζί απλά τις παρακολουθούσαν για να καταγράψουν τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθούν.
Φτάνοντας κανείς στην πύλη του στρατοπέδου, βλέπει το ρολόι της σταματημένο στις 3.15. Είναι η ώρα που το μεσημέρι της 8ης Απρίλη 1945 ξεκίνησε η εξέγερση των κρατουμένων, προκειμένου να γλιτώσουν από τις απάνθρωπες «πορείες του θανάτου», στις οποίες τους υπέβαλαν οι υποχωρούντες ναζί. Βασανισμένοι και σκελετωμένοι από την πείνα άνθρωποι βρήκαν τη δύναμη και, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, οργάνωσαν, κάτω από τη μύτη των δημίων τους, ένα μυστικό δίκτυο αντίστασης και τελικά εξεγέρθηκαν και απελευθερώθηκαν. Άλλωστε, εκείνη την περίοδο κρατούνταν στο Μπούχενβαλντ 800 μέλη του ΚΚ Γερμανίας, οργανωμένα σε 22 ομάδες που λειτουργούσαν ως παράνομες Κομματικές Οργανώσεις.
Παρόλο που οι πύλες των περισσότερων ναζιστικών στρατοπέδων έχουν την περιγραφή «arbeit macht frei», που σημαίνει «η εργασία απελευθερώνει», στο Μπούχενβαλντ υπάρχει η επιγραφή «jedem das seine», σε ελεύθερη μετάφραση «ο καθένας παίρνει αυτό που του αναλογεί», τοποθετημένη ώστε να διαβάζεται από αυτούς που βρίσκονται μέσα. Η κατασκευή της επιγραφής ανατέθηκε σε κρατούμενο, ο οποίος σε μια πράξη αντίστασης χρησιμοποίησε το απαγορευμένο από τους ναζί στυλ Μπάουχαους. Οι δήμιοι φυσικά δεν κατάλαβαν τίποτα… Αριστερά από την πύλη ξεχωρίζουν τα κελιά της απομόνωσης με τα σφραγισμένα παράθυρά τους.
Το κρεματόριο του Μπούχενβαλντ χτίστηκε το 1940 με φούρνους από εργοστάσια της κοντινής Ερφούρτης. Μία από τις διεστραμμένες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι ναζί ήταν, με το πρόσχημα ιατρικών εξετάσεων, να οδηγούν τους κρατούμενους σε χώρο του κρεματορίου. Εκεί υπήρχε μηχανισμός δήθεν για τη μέτρηση του ύψους. Στον τοίχο, όμως, υπήρχε σχισμή. Όταν οι κρατούμενοι έπαιρναν θέση, ο εκτελεστής τους πυροβολούσε στον αυχένα από το διπλανό δωμάτιο.
Στον χώρο του κρεματορίου μπορεί κανείς να δει τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι ναζί για να αφαιρούν μέχρι και τα χρυσά σφραγίσματα από τα δόντια των θυμάτων τους. Μετά την καύση οι στάχτες των νεκρών συλλέγονταν σε δοχεία τα οποία αδειάζονταν στο έδαφος.
Στη φωτογραφία φαίνονται δύο από τα μέσα «τιμωρίας» που χρησιμοποιούσαν οι ναζί απέναντι στους κρατούμενους. Άλλοτε τους έδεναν στον πάσαλο και άλλοτε τους έβαζαν να κουβαλάνε βαριές πέτρες με το κάρο και ταυτόχρονα τους υποχρέωναν να τραγουδούν. Είχαν δώσει μέχρι και όνομα σε αυτή την απανθρωπιά, το «τραγουδιστό άλογο». Είναι εμφανής η ομοιότητα με τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε το ελληνικό αστικό κράτος τους κομμουνιστές, όπως το «μαρτύριο της πέτρας» στη Μακρόνησο, ή η «συκιά» στη Γυάρο…
Τον Αυγούστο του 1944, με προσωπική εντολή του Χίτλερ, ο ηρωικός ηγέτης του ΚΚ Γερμανίας, Ερνστ Τέλμαν, μεταφέρθηκε από τις φυλακές του Μπάουτζεν, όπου κρατούνταν, στο Μπούχενβαλντ, όπου εκτελέστηκε στις 18 Αυγούστου. Μπροστά στην τιμητική πλακέτα που τοποθετήθηκε το 1953 από το κράτος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ), τα μέλη και οι φίλοι της ΚΝΕ κράτησαν ενός λεπτού σιγή, ενώ λουλούδια κατέθεσε ο Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ, Ν. Αμπατιέλος.
Στις 19 Απρίλη η 1945, λίγο μετά την απελευθέρωσή τους, οι κρατούμενοι που επέζησαν συγκεντρώθηκαν στον χώρο αναφοράς του στρατοπέδου και έδωσαν όρκο να μην σταματήσουν τον αγώνα «μέχρι και ο τελευταίος ένοχος να βρεθεί ενώπιον των δικαστών των εθνών». Και ο όρκος συνέχιζε: «Η καταστροφή του ναζισμού, μέχρι τις ρίζες του, είναι το σύνθημά μας. Η οικοδόμηση ενός νέου κόσμου ειρήνης και ελευθερίας είναι ο στόχος μας».
Το πρώτο σκέλος του παραπάνω αποσπάσματος του όρκου των κρατουμένων δεν δικαιώθηκε ποτέ. Οι δίκες των υπευθύνων για το έγκλημα του Μπούχενβαλντ έγιναν στο Νταχάου από τον αμερικανικό στρατό. Στο σκαμνί έκατσαν μόλις 31 άτομα, από τους οποίους καταδικάστηκαν σε θάνατο 22 και τελικά εκτελέστηκαν μόλις οι 9. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 είχε παραμείνει στη φυλακή μόνο 1. Είναι άλλωστε γνωστό ότι μετά τον πόλεμο, πρώην στελέχη αξιωματικοί των ναζί, όχι απλά δεν τιμωρήθηκαν, αλλά στελέχωσαν τον κρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό της καπιταλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπως και τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Το δεύτερο σκέλος του αποσπάσματος που μιλά για την οικοδόμηση ενός «νέου κόσμου» οδήγησε μέχρι και σε καταδικαστικές αποφάσεις από τα δικαστήρια της ΟΔ Γερμανίας για άτομα και οργανώσεις που τον χρησιμοποίησαν. Αντίθετα, ο όρκος του Μπούχενβαλντ αποτέλεσε ορόσημο του σοσιαλιστικού κράτους της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας από την ίδρυσή του, το 1949.
Κοντά στο στρατόπεδο υπάρχουν τρεις τεράστιοι λάκκοι, σε καθέναν από τους οποίους σκορπίστηκαν οι στάχτες 3000 νεκρών κρατουμένων προς το τέλος της λειτουργίας του. Αυτό το σημείο επιλέχθηκε από το κράτος της ΓΛΔ για να στηθεί ένα μεγαλοπρεπές μνημείο. Ανάμεσά στους λάκκους φτιάχτηκε ο «Δρόμος των Εθνών», με 18 μεγάλες πλάκες στο πλάι που γράφουν το όνομα κάθε χώρας από την οποία υπήρχαν κρατούμενοι στο Μπούχενβαλντ.
Στο τέλος του δρόμου στέκει ο Πύργος της Ελευθερίας επίτηδες ορατός από την πόλη της Βαϊμάρης, της οποίας οι κάτοικοι υποστήριξαν μετά τον πόλεμο ότι «δεν ήξεραν» τι γίνονταν στο στρατόπεδο. Το μνημείο, λοιπόν, στοχεύει στο να τους θυμίζει και το τι έγινε αλλά και ότι όποιος δεν αντιδρά στον πόνο και στην αδικία, γίνεται, άθελα του, συνένοχος. Πριν την οικοδόμηση του μνημείου, στο ίδιο σημείο υπήρχε πύργος αφιερωμένος στον Καγγελάριο Βίσμαρκ. Αυτός κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε ο καινούριος, στου οποίου την πόρτα αναγράφεται «η καταστροφή το παλιού κόσμου είναι η πόρτα στην ελπίδα του μέλλοντος».
Μπροστά από τον πύργο στέκει ένα εντυπωσιακό γλυπτό του Φριτζ Κρέμερ, για την κατασκευή του οποίου είχε συμβολή και ο μεγάλος κομμουνιστής διανοητής Μπ. Μπρεχτ και το οποίο συμβολίζει τον ιστορικό όρκο που έδωσαν οι κρατούμενοι του Μπούχενβαλντ μετά την αυτοαπελευθέρωσή τους. Εκεί, στο σημείο όπου ορκίζονταν στη συνέχεια και οι νεοσύλλεκτοι του Εθνικού Λαϊκού Στρατού της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ολοκληρώθηκαν οι εκδηλώσεις του 12ου Διημέρου της ΚΝΕ στη Γερμανία, με την ομαδική φωτογραφία και τις γροθιές υψωμένες.
Λίγα λόγια για τους χαρακτήρες του γλυπτού
Ο γλύπτης ήθελε να καταστήσει σαφές ότι οι πιο θαρραλέοι κρατούμενοι, οι πεπεισμένοι για τη νίκη επί της βαρβαρότητας, έπρεπε να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τους βασανιστές τους, τα SS, αλλά και τη μάζα των παραιτημένων κρατουμένων του στρατοπέδου. Ένας συγκεκριμένος αριθμός αυτών που σημαδεύτηκαν από τις κακουχίες και τη δυστυχία, τόλμησαν να αρπάξουν την τελευταία τους ευκαιρία για ζωή, με ένα όπλο στο χέρι, και αυτό το έκαναν και για τους άλλους. Η γλυπτική σύνθεση δεν είναι ένα στιγμιότυπο -όπως δεν μπορεί ποτέ να είναι ένα γλυπτό, αλλά και η ίδια η ταξική πάλη- σε κάθε φιγούρα βρίσκουμε έναν τύπο που αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων που αντιδρά διαφορετικά από τις υπόλοιπες, αν και κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Υπάρχει το «αγόρι» που αντιπροσωπεύει όλα τα παιδιά και τους εφήβους του Μπούχνβαλντ. Το μεγάλο του δυσαρμονικό κεφάλι αντπροσωπεύει την βίαια γνώση που η ίδια του η ζωή πολύ νωρίς του μετέφερε. Βουλιάζει μέσα στα πολύ μεγάλα ρούχα του και μέσα στο αθώο μαρτύριό του θέλει να πετάξει το άδειο δοχείο φαγητού στο πρόσωπο των βασανιστών του. Επιλέγει έτσι αντί να αφήσει την πείνα να τον νικήσει, να την κάνει όπλο.
Υπάρχει ο «Σημαιοφόρος» που κρατάει στο χέρι του τη σημαία, σκισμένη σε κομματάκια την εποχή της ναζιστικής βαρβαρότητας. Κρατάει το παιδί με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τον στηρίζει από πίσω με την δική του πείρα, δεν τον προστατεύει μπαίνοντας μπροστά του, γιατί ξέρει ότι κ αυτό πρέπει να δώσει τη δική του μάχη.
Δίπλα του είναι ένας «Μαχητής», καλά μελετημένος, με πονηριά και εξυπνάδα άρπαξε σιγά-σιγά από τους βασανιστές του τα επιμέρους μέρη του τουφεκιού του και τα συναρμολόγησε την κατάλληλη στιγμή.
Ακολουθεί ο «ορκιστής». Το χέρι του όρκου του που δείχνει στον ουρανό έχει σκοπό να εκφράσει τη θέληση να πολεμήσει για την «οικοδόμηση ενός νέου κόσμου ειρήνης και ελευθερίας», όπως αναφέρεται στον όρκο του Μπούχενβαλντ.
Η κίνηση αυτής της φιγούρας συνοδεύεται από τον «άνθρωπο που πέφτει», ο οποίος θυσιάζει τη ζωή του για τους άλλους επειδή γνωρίζει ότι ο θάνατός του δεν είναι μάταιος.
Ένας δεύτερος «Μαχητής» στέκεται δίπλα στον «ορκιστή». Αγκαλιάζοντας την καραμπίνα με έναν εσκεμμένα μη στρατιωτικό τρόπο, είναι έτοιμος να χτυπήσει με το κοντάκι, γιατί δεν υπάρχει καλύτερο μέσο ενάντια στα άγρια ζώα, ακόμα και αυτά που κάνουν κατάχρηση του ανθρώπινου εγκεφάλου τους.
Το χέρι του απλωμένο προς τα πίσω θέλει να βοηθήσει τον «Μαχητή με την κουβέρτα» δίπλα του. Ο τελευταίος είναι άρρωστος. Αλλά είναι ωστόσο έτοιμος με τις τελευταίες του δυνάμεις να δώσει τον απαραίτητο αγώνα.
Ακολουθεί ο «Καλών». Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έχει στραμμένο το βλέμμα αριστερά, σε αυτούς που ήδη αγωνίζονται, αλλά πίσω και δεξιά. Πίσω του είναι ο «Συζητητής». Λίγο πρησμένος από την αρρώστια, αντιφατικός στο χαρακτήρα, δεν καταλαβαίνει ακριβώς τον «καλούντα». Αν και καταγράφει τις αμφιβολίες του, είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί τον εαυτό του με τις γροθιές του ενάντια στην ατίμωση και την αδικία.
Ο «Καλών», ωστόσο, δεν απευθύνεται μόνο σε αυτόν, αλλά κυρίως στους επόμενους δύο χαρακτήρες που αποτελούν το τέλος της ομάδας, τον «Αμφισβητία» και τον «Αρνητή». Αυτοί οι δύο είναι λίγο απομακρυσμένοι από την κύρια ομάδα. Αποτελούν αυτούς που, ενώ μοιράζονται την ίδια μοίρα με τους άλλους κρατούμενους, γίνονται εσκεμμένα εμπόδιο στην πάλη τους. Στόχος του γλύπτη ήταν ακριβώς να δείξει τη συνέχεια της διαπάλης ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες και την ανάγκη διαρκούς διαφώτισης και σύγκρουσης. Με τους ώμους του σκυμμένους, τα χέρια του απλωμένα αβοήθητα, αδυνατισμένος, φορώντας ρούχα που είναι πολύ μεγάλα, ο «Αμφισβητίας», μέσα στο χάος των αμφιβολιών, δεν είναι πλέον καν σε θέση να αντιληφθεί το πλαίσιο των όσων συμβαίνουν.
Η τελευταία φιγούρα είναι ο «Αρνητής». Φιγούρα διαβολική, που ξεχωρίζει με την κακία του προσώπου το από όλους τους υπόλοιπους. Είναι ο αρνητικός κυνικός, ο ξερόλας και ο αιώνιος γκρινιάρης. Αν δεν υπήρχε ανάμεσα στους κρατούμενους του Μπούχενβαλντ, ο αγώνας θα ήταν ευκολότερος, πιο συνεπής και λιγότερο σκληρός. Στόχος του γλύπτη ήταν, τοποθετώντας τον με αυτά τα χαρακτηριστικά στο έργο, να το βάλει στο εδώλιο, να τον προσβάλει και τέλος να τον καταδικάσει.