Αχιλλέας Σωτηρέλλος: Καθαρίζοντας την λογοτεχνική μούργα
Το πρώτο πράγμα που ξεδιάλυνα ήταν πότε τελικά γεννήθηκε το 1978 ή το 1979 καθότι αποτελούσε μυστήριο. Μυστήριο που λύθηκε. Αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα είναι ποιος πραγματικά είναι ο Αχιλλέας του Cartel που τόλμησε να τα βάλει με όλους και όλα στο λογοτεχνικό στερέωμα;
Τυχαία έπεσα πριν δυο χρόνια μπροστά στο ‘’Cartel’’. Λίγο πριν την πανδημία, λίγο πριν κλειστούμε στα σπίτια μας και μας φάει ο αλληλοσπαραγμός πάλι για τα εμβόλια, τις μάσκες και το σεξ στις πυλωτές. Ξεκάθαρα Έλληνες.
Το ‘’Cartel’’ ήταν τότε η πιο ανατρεπτική και αυθάδικη ιστοσελίδα λογοτεχνίας. Τολμούσε να βγάλει γλώσσα, περιπαιχτικά αλλά και με θράσος, απέναντι στους εκδοτικούς οίκους και στα ‘’είδωλα’’ τους, τους ‘’αγαπημένους’’ συγγραφείς, τους πετυχημένους, του χαρτοπολτού επί της ουσίας.
Ένας εκ των ιδρυτών της είναι ο Αχιλλέας Σωτηρέλλος. Περίμενα να τον βρω να έχει ένα υπεροπτικό και εξυπναδίστικο υφάκι. Το ύφος εκείνου που αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα ενώ μπορεί απλά να ζηλεύει την δόξα τους. Αντί αυτού βρήκα έναν ήσυχο κύριο να πίνει την μπύρα του χωρίς ίχνος υπεροψίας, χωρίς όρεξη για σύγκριση και άσκοπες διαμάχες που τόσο λατρεύουν τα κουτσομπολίστικα έντυπα να περιγράφουν.
Δεν έχουμε ίντριγκες αλλά μόνο αλήθειες.
Πότε γεννήθηκες το 1978 ή το 1979 γιατί αποτελεί μυστήριο στο ίντερνετ;
Γεννήθηκα τέλη του 1978 αλλά σε πολλά βιογραφικά που έστελνα έγραφα το 1979.Για να μην πάρω ολόκληρο χρόνο πάνω για 15 μέρες. Έχει μείνει λοιπόν έτσι να αναγράφεται παντού.
Είχες από παιδί την τρέλα του συγγραφέα ή ονειρευόσουν να γίνει κάτι άλλο;
Είχα νωρίς την ροπή αλλά κάπου στο Λύκειο άρχισε να παίρνει μορφή. Έγραφα στιχάκια όπως όλοι οι έφηβοι. Στο Πανεπιστήμιο ξεκίνησα πιο εντατικά να γράφω. Σπούδαζα οικονομικά και αργότερα σπούδασα Διεθνείς Σχέσεις. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με το αντικείμενο σπουδών μου. Στο δεύτερο έτος ξεκίνησα να γράφω μανιωδώς.
Μεγάλωσες στην Πεντέλη. Σε μια περιοχή που σήμερα μένουν οι ευκατάστατοι της χώρας μας ωστόσο μέσα σε όλα σου τα βιβλία διακρίνει κάποιος μια επικριτική ματιά απέναντι τους.Πως συμβαίνει αυτό; Καθότι και ο ίδιος ακολούθησες σπουδές στο εξωτερικό και φαίνεται να προαλειφόσουν για να μπεις στο κόσμο τους.
Όταν γεννήθηκα εγώ στην Πεντέλη υπήρχαν ακόμα μποστάνια. Μεγάλωσα με το προνόμιο να είμαι κοντά στην φύση. Αργότερα και μέσα στα χρόνια ήρθαν οι λεγόμενοι νεόπλουτοι και όντως, όπως έχεις σωστά διακρίνει, ασκώ έντονη κριτική απέναντι τους. Τόσο στο πρώτο μου μυθιστόρημα ‘’Ο θησαυρός’’, όσο και στο βιβλίο ‘’Ο Τελευταίος Μάης’’ προσπάθησα να δώσω ακριβώς την εικόνα της ξενερωμένης νεολαίας των πλουσιόπαιδων που τα ΄χουν όλα και καταφεύγουν στις ναρκωτικές ουσίες, στο έγκλημα ή στην σύσταση τρομοκρατικής οργάνωσης χωρίς όμως να έχουν νιώσει ούτε μια μέρα την φτώχεια. Χωρίς να ΄χουν κατανοήσει τι σημαίνει κοινωνική ανατροπή.
Έχω συναντήσει αρκετά νέα παιδιά που σκέφτονται έτσι στη νεανική τους ηλικία και όταν τελικά φτάνουν να πάρουν την θέση του πατέρα τους στην οικογενειακή επιχείρηση τα ξεχνούν όλα.
Ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω με τόση όρεξη το πρώτο μου βιβλίο ‘’Ο θησαυρός’’ ήταν επειδή ήθελα να δείξω αυτή την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Είναι κάτι το βαθιά υποκριτικό και γι αυτό διαπερνά μέσα και από άλλα μου βιβλία.
Η ιδέα μου ΄ρθε αφού είχα γυρίσει στην Ελλάδα, έχοντας γράψει και σβήσει δυο προηγούμενα βιβλία μου. Ήρθε από το πουθενά και άρχισα να γράφω συνέχεια και δεν μπορούσα να σταματήσω. Το σκεφτόμουν παντού, για μήνες μέχρι να το τελειώσω.
Ο Χάρης ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας άεργος ευκατάστατος νέος που ζει μια βαρετή ζωή μέχρι που γνωρίζει την Ράνια, μια ζάμπλουτη κόρη ιχθυέμπορα, και η ζωή του αλλάζει με αυτοκαταστροφικό τρόπο.
Μέσα σε αυτό το βιβλίο σκιαγραφείς και ένας Ρώσο μετανάστη τον Σεργκέι ο οποίος νομίζω είναι από τους πιο ρεαλιστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες μεταναστών που θα συναντήσουμε στην ελληνική σύγχρονη λογοτεχνία σήμερα.
Θέλω να πιστεύω πως ναι. Κατάφερα να αποδώσω τον χαρακτήρα του όπως ακριβώς είναι μεγάλη μερίδα αυτών των ανθρώπων σήμερα στην Ελλάδα ή μαλλον πριν από μια δεκαετία. Αυτό που με βοήθησε ώστε να μην τον ωραιοποιήσω σαν χαρακτήρα ή να μην τον φτάσω στο άλλο άκρο του κακού μετανάστη ήταν η εμπειρία μου με το εξωτερικό.
Φρόντισα να βγάλω τα γυαλιά του Έλληνα που βλέπει έναν μετανάστη και να μπω στα παπούτσια του, όπως ένιωθα ο ίδιος ως μετανάστης σε άλλες χώρες παρότι σε πιο προνομιακή, ίσως, θέση.
Όταν εκδόθηκε ‘’ο Θησαυρός’’ πως αισθάνθηκες;
Ήξερα πως το βιβλίο ήταν καλό. Ένιωσα έτοιμος και το έκανα. Δεν φοβήθηκα την έκθεση.
Ήταν εύκολο να προχωρήσει στο επόμενο βιβλίο σου;
Το επόμενο βιβλίο ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο ‘’Φλόγες στο ρετιρέ’’. Δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερη δυσκολία στην συγγραφή τους. Ήταν διάφορες ιστορίες όπου ανακάτευα αυτοβιογραφικά στοιχεία με μυθοπλασία και μέσα από μια κυνική γραφή διαφαινόταν ένας έντονος ρομαντισμός και νοσταλγία για μια περίοδο της ζωής μου που χανόταν σιγά -σιγά. Το εκπληκτικό είναι πως εκδόθηκε το 2009 το Δεκέμβριο. Είχαμε μπει σε τροχιά οικονομικής κρίσης αλλά ακόμα δεν το είχαμε νιώσει. Ήταν σαν αυτό το βιβλίο να σηματοδότησε έτσι και το τέλος των ψευδαισθήσεων μιας ολόκληρης εποχής μαζί με την δική μου είσοδο στα 30.
Πόσο αλλάζει το τοπίο στο χώρο του βιβλίου μπαίνοντας στην οικονομική κρίση;
Αλλάζει άρδην. Όπως όλα τα πράγματα έτσι και το βιβλίο είχε γνωρίσει μεγάλη άνθηση τα χρόνια των παχιών αγελάδων. Ο κόσμος αγόραζε σωρηδόν βιβλία με την σέσουλα. Πήγαινες σε εκθέσεις και δεν μπορούσες να προχωρήσεις. Μέσα στην οικονομική κρίση αρχίζουν να κλείνουν μεγάλα ιστορικά βιβλιοπωλεία στην Ελλάδα. Κλείνει ο Ελευθερουδάκης και ο Παπασωτηρίου. Τεράστιο πλήγμα για τους εκδοτικούς γιατί ήταν μεγαθήρια βιβλιοπωλεία. Αλλάζουν οι συσχετισμοί και το βιβλίο αρχίζει και καταστρέφεται σαν ποιότητα.
Οι εκδοτικοί χάνουν έσοδα και προσπαθούν πλέον να αρμέγουν οι περισσότεροι τους ίδιους τους συγγραφείς.
Το 2013, μέσα πλέον στην κρίση γράφω το, κατά την γνώμη μου, το καλύτερο μου βιβλίο μέχρι και σήμερα την ‘’Κακή ζωή’’ και δεν μπορούσα να βρω εκδοτικό για να μπορέσω να το εκδώσω. Ένας πολύ καλός μου φίλος μουσικός ο Άντυ Ιωάννου είχε πει πως αυτό το βιβλίο είναι 10 χρόνια μπροστά. Ένας ηθοποιός ο Νίκος Γεωργάκης θέλει να το κάνει ταινία.
Οι πόρτες κλείνουν η μια πίσω από την άλλη και τελικά το βιβλίο εκδίδεται στην Θεσσαλονίκη από τις εκδόσεις ‘’Σοφία’’ και ακολουθεί μια βραδύκαυστη πορεία. Έχει εκδοθεί σχεδόν 10 χρόνια αλλά σιγά -σιγά τώρα, όπως είχε προφητεύσει ο φίλος μου, νομίζω πως αναγνωρίζεται.
Είναι ένα βιβλίο σκληρό το οποίο μας αναγκάζει να δούμε το πραγματικό πρόσωπο του Έλληνα πίσω από αυτό που πιστεύαμε πως ήταν ή υποκρινόταν πως ήταν.
Συνήθως οι συγγραφείς όταν φτάνουν στο peak τους ανησυχούν μήπως αργότερα απογοητεύσουν τον εαυτό τους πρωτίστως και έπειτα τους αναγνώστες. Πως το αντιμετώπισες ο ίδιος αυτό;
Πιστεύω πως οι συγγραφείς έχουν πολλά σημεία κορυφής τα οποία φτάνουν. Μπορεί στα επόμενα χρόνια να γράψω κάτι άλλο και να πω πως το ‘’Κακή ζωή’’ τελικά δεν ήταν η κορυφή μου. Η γραφή εξελίσσεται και ωριμάζει μαζί με τον συγγραφέα. Διαφορετικά έγραφα όταν ξεκίνησα λίγο πριν τα τριάντα μου και διαφορετική προσέγγιση έχω τώρα. Αλλάζει η οπτική σου στα σαράντα. Χρησιμοποιείς άλλη γλώσσα, σε ενδιαφέρει άλλη θεματολογία και αυτή είναι η ωριμότητα και η εξέλιξη του συγγραφέα.
Αυτό είναι απαραίτητο να συμβεί. Αν δεν συμβεί δείχνει πως ο συγγραφέας δεν μπορεί να ωριμάσει π.χ ο Χωμενίδης γράφει 30 χρόνια τα ίδια πράγματα και με φθίνουσα πορεία. Αν όταν πρωτοβγήκε έδωσε κάτι ξεχωριστό στην τελική, η πορεία του είναι τόσο φθίνουσα που καταντά σαν το Μπέντζαμιν Μπάτον.
Ναι αλλά όλοι οι συγγραφείς ή οι δημιουργοί δεν βρίσκετε μια μανιέρα την οποία ακουλουθείτε μέσα στα έργα σας; Με την καλή έννοια της μανιέρας , δηλαδή του ξεχωριστού προσωπικού στοιχείου που γνωρίζετε πολύ καλά εσείς και το αναγνωστικό κοινό που σας ακολουθεί;
Δεν το πιστεύω αυτό. Αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Σπύρος Καρυδάκης κανένα από τα έργα του δεν είναι το ίδιο με το άλλο. Αλλάζει διαρκώς φόρμες. Αυτό πρέπει να κάνει και ένας καλός συγγραφέας. Να δοκιμάζει πράγματα ακόμα και αν αποτύχει. Πρέπει να πειραματίζεται, να εξελίσσεται και μην φοβάται να αντιμετωπίσει ακόμα και την απογοήτευση.
Σκέφτηκες μέσα σε αυτό το διαφορετικό τοπίο να τα παρατήσεις;
Αφού εκδόθηκε ο ‘’Τελευταίος Μάης’’ το 2017 άρχισα να σκέφτομαι πως πρέπει να τα παρατήσω γιατί δεν αξίζει το κόπο κάποιος να γράφει μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
Σε ακολουθώ στα κοινωνικά δίκτυα και μου κάνει εντύπωση που δεν προβάλλεις ιδιαίτερα το συγγραφικό σου κομμάτι . Αν δεν μας είχε τραβήξει στην Κατιούσα, την προσοχή η ιστοσελίδα σου το ‘’ Cartel’’ δεν θα καταλάβαινα πως ήσουν και συγγραφέας. Γιατί αποφεύγεις την δημοσιότητα;
Δεν μ΄αρέσει. Με το ζόρι είμαι και στις παρουσιάσεις των δικών μου βιβλίων. Δεν είναι κάτι που με τραβά να κάνω. Να βγάζω προς τα έξω τον εαυτό μου με αφορμή τα βιβλία μου.
Το ‘’Cartel’’ πώς ξεκίνησε σαν ιδέα; Η δική μου αίσθηση όταν πρωτοείδα τις αναρτήσεις του Cartel ήταν ‘’Ποιοι είναι αυτοί οι τρελοί που πάνε να τα βάλουν με τους εκδοτικούς οίκους;’’
Ναι, η αλήθεια είναι πως ζούσαμε και ζω πλέον με την απειλή μηνύσεων. Από την άλλη απλά μας έχουν απειλήσει και δεν τολμούν να μας μηνύσουν επειδή λέμε την αλήθεια για το τι συμβαίνει στο χώρο του βιβλίου. Γνωρίζουν πως ό,τι και αν γράψουμε στην τελική, θα ΄χουν πάντα συγγραφείς που θα θέλουν να εκδοθούν από αυτούς. Αυτή είναι η δυστυχία του βιβλίου στην Ελλάδα. Έχουν γίνει βιομηχανία η οποία δύσκολα αλλάζει.
Ψάχνοντας λίγο και εμείς είδαμε αρκετά πράγματα πως συμβαίνουν…
Έχουν λερωμένες τις φωλιές. Το Cartel ξεκίνησε το 2019 και είχε σαν προτεραιότητα του να αναδείξει κυρίως συγγραφείς που δύσκολα θα έβγαιναν μέσα από τους εκδοτικούς. Το έναυσμα ήταν η γνωριμία με τον Αλέξανδρο μέσα από το Facebook. Μου εκανε ο ίδιος αίτημα έχοντας διαβάσει τις ‘’Φλόγες στο Ρετιρέ’’, μου στέλνει την κριτική του και κάποια στιγμή, κάνω μια ανάρτηση στην προσωπική μου σελίδα όπου τα χώνω άγρια. Μου στέλνει για πλάκα ‘’Να κάνουμε μια τρομοκρατική οργάνωση για να κράζουμε εκδοτικούς ;’’ . Βρισκόμαστε με τα πολλά για μια μπύρα στους Ψυρή και του λέω πάμε να κάνουμε ένα λογοτεχνικό περιοδικό; Όχι για χώσιμο.
Όταν ανοίξαμε το Cartel ήταν καθαρά με την σκέψη : ‘’Ας δούμε πως θα πάει για 1-2 μήνες και βλέπουμε. ‘’Δεν περιμέναμε ανταπόκριση. Και μέσα σε δυο χρόνια είχαμε τρομακτική απήχηση. Άρχισαν να συστρατεύονται δίπλα μας καλοί συγγραφείς. Πολύ δύσκολα μπορούσαμε να απορρίψουμε κείμενα. Κάποιοι ήταν εξαιρετικοί και δεν διαβάζαμε καν τα κείμενα τους, τους τα βάζαμε αμέσως. Δυστυχώς πλέον έχει πέσει η σελίδα και όλος αυτός ο πλούτος χάθηκε. Θέλαμε να αναδείξουμε καλές πένες . Αυτά τα διαμαντάκια που ήρθαν σε εμάς είτε δεν ήθελαν να γλείψουν, είτε δεν είχαν λεφτά να πληρώσουν, είτε για διάφορους άλλους λόγους.
Σαν δεύτερο σκοπό είχαμε να μιλήσουμε ανοιχτά για τους εκδοτικούς και τι γίνεται κει μέσα και φυσικά για τα ‘’αγαπημένα τους παιδιά’’ και πως μοιράζονται τα βραβεία λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Παρότι είχατε μεγάλη απήχηση ωστόσο ξαφνικά αποφασίσατε να κλείσετε την σελίδα. Μετά και την αποχώρηση του Αλέξανδρου, ουσιαστικά το Cartel μένει σαν σελίδα του Facebook για αρκετό διάστημα με καταγγελτικό λόγο και εμφανίζεται πάλι με νέα μορφή, πιο απλοποιημένη, χωρίς όμως την παλιά της δυναμική.
Ήμουν ο πρώτος που ήθελα λόγω κάποιων δικών μου προσωπικών θεμάτων να την κλείσω. Ήμουν σε δύσκολη περίοδο, πολύ πιεστική. Δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε και το βάρος όλης αυτής της απήχησης και της φήμης που υπήρχε γύρω μας. Ως πιο παρορμητικός είπα στον Άλεξ ‘’Το κλείνουμε’’. Ο Άλεξ δεν ήθελε στην αρχή. Ένιωσα πως κουραζόμασταν για όλο αυτό και δεν έβγαινε επί της ουσίας κάπου πραγματικά .. Το κλείνουμε για τρεις μήνες αλλά διατηρούμε την σελίδα στο κοινωνικό δίκτυο. Χαθήκαμε και με τον Αλέξανδρο στην συνέχεια με την πανδημία και τις άλλες υποχρεώσεις.
Τελικά κατάλαβα πως δεν μπορούσα χωρίς αυτό και το ξανάνοιξα σε μια πιο απλή μορφή σε άλλη πλατφόρμα. Ο Άλεξ δεν συμμετείχε πια ενεργά λόγω υποχρεώσεων και τελικά καταλήγουμε στο ποστ της αποχώρησης του. Μέχρι σήμερα διατηρώ εγώ την ιστοσελίδα.
Πλέον έχει αλλάξει προσανατολισμό. Δεν αναδεικνύουμε συγγραφείς όπως παλιά. Είχαμε αναρτήσει κείμενα πάνω από 100 συγγραφέων στην ιστοσελίδα ωστόσο δεν μπορώ να σηκώνω μόνος μου πλέον τόση δουλειά και βάρος. Ευτυχώς υπάρχουν μέχρι σήμερα 2-3 σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά που μπορούν να το κάνουν.
Πως αισθάνεσαι για αυτή την εξέλιξη;
Νομίζω πλέον το Καρτέλ εξελίσσεται πια μόνο του σαν αυτοτελής οργανισμός, οπότε δεν έχω κάτσει να το σκεφτώ
Ένα μήνυμα για τους αναγνώστες της Κατιούσας;
Η Κατιούσα από τη δική της πολιτική σκοπιά αναδεικνύει και πολεμά το άδικο. Οπότε αυτό που μπορώ να ευχηθώ στους αναγνώστες είναι καλή δύναμη και σίγουρα γερό στομάχι.
- To τελευταίο του βιβλίο ”Stand-up tragedy” από τις εκδόσεις ”Σοφία” εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2021 και αποτελεί μια διακωμώδηση όλης αυτής της τρέλας την οποία βιώσαμε μέσα στην πανδημία. Με διαβρωτική ειρωνεία καταφέρνει να μας καθρεφτίσει όλο το φάσμα των αλλοπρόσαλλων αποφάσεων που μόνο σε μια χώρα με απίστευτη πατριδοκαπηλία και ψευτομαγκιά σαν την δική μας, θα μπορούσαν αν γίνουν ανεκτές.