«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν»
Εκεί που η ποίηση και ο ρεαλισμός δένονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ταινίες σαν αυτή έγραψαν τη δική τους ιστορία, ανοίγοντας καινούριους δρόμους στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η ταινία επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.
«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν»
Σκηνοθεσία: Γίρι Μένζελ, Τσεχοσλοβακία, 1966
“Ένας μικρός σταθμός στη Βοημία, κατά τον πόλεμο. Ένας δόκιμος αποπειράται να κόψει τις φλέβες του, από ερωτική απογοήτευση. Ένας υπασπιστής του σταθμάρχη επωφελείται από τη νυχτερινή βάρδια και γεμίζει σφραγίδες τους γλουτούς μιας όμορφης τηλεγραφήτριας…” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Μποχουμίλ Χράμπαλ «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν»). Διαφορετικοί άνθρωποι, που όμως οι ζωές τους συνυφαίνονται με νήματα που υποκινούνται από την παγκόσμια ιστορία που γράφεται ερήμην τους. Ένα αλληγορικό βιβλίο που ασκεί δριμύτατη κριτική στον ναζισμό αλλά και στις στάσεις και συμπεριφορές των απλών ανθρώπων που βρέθηκαν στη δίνη της επέλασής του.
Και ένα βιβλίο, που αποτέλεσε το κατάλληλο (ιδανικό θα έλεγα) σεναριακό υπόβαθρο για να ξεδιπλωθεί η σκηνοθετική δεινότητα του Γίρι Μένζελ. Ο Γίρι Μένζελ είναι ένας από τους εκπροσώπους του νέου κύματος του τσέχικου κινηματογράφου, ενός κινήματος όπου οι σκηνοθέτες που ανήκαν σε αυτό,προσπάθησαν να αποτυπώσουν με έναν σατιρικό, αλληγορικό, προκλητικό και αντισυμβατικό τρόπο τις επιπτώσεις της έντονης καταπίεσης που υπόκειται το άτομο από τα αυταρχικά καθεστώτα καθώς και τις εσωτερικές διεργασίες που αναπτύσσει, προς αναζήτηση της προσωπικής του ελευθερίας. Μέσα από έναν καθαρό ρεαλιστικό και πολύ ανθρώπινο κινηματογράφο, ο Μένζελ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους γνήσιους εκφραστές του κινήματος αυτού.
«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» είναι μία ταινία που θα μπορούσαμε να την ερμηνεύσουμε ταυτόχρονα με δύο τρόπους. Ψυχαναλυτικά και πολιτικά. Μιλάει για τον πόλεμο αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Δεν υπάρχουν σκηνές βίας, δεν υπάρχουν θηριωδίες, γιατί όλα τα βλέπουμε μέσα από τα μάτια και τη σκέψη του νεαρού Μίλος. Στην κατεχόμενη από τους ναζί Τσεχοσλοβακία, ο νεαρός Μίλος ακολουθώντας παραδοσιακά το επάγγελμα του πατέρα του, προσλαμβάνεται σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Τίποτα δεν απασχολεί το μυαλό του Μίλος, που η στολή του σιδηροδρομικού υπαλλήλου, του δίνει ό,τι χρειάζεται. Δόξα, αίγλη, ανωτερότητα… ή έτσι νομίζει γιατί όλα αυτά εξαφανίζονται, όταν ερωτεύεται τη γλυκιά Μάσα… Και από εκείνη τη στιγμή όλα αλλάζουν! Ο Μίλος βασανίζεται όλο και πιο πολύ, μέρα με τη μέρα, από το μαρτύριο του ξυπνήματος της σεξουαλικότητάς του, που αδυνατεί να διαχειριστεί. Όλα πλέον για εκείνον, φαντάζουν τρομερά δύσκολα και πολύπλοκα, αφού η αποξένωσή του από το σώμα του, δεν του επιτρέπει να δει τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτό. Έτσι ο ήρωάς μας βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε ένα χάος συναισθημάτων, όπως στη σφοδρή επιθυμία να κάνει έρωτα με την αγαπημένη του και στον φόβο που τον πλημμυρίζει αν θα το κάνει σωστά ή όπως στην απογοήτευση που του προκαλεί η πρόωρη εκσπερμάτωση, που στο μυαλό του παίρνει τεράστιες διαστάσεις και αποτελεί το μείζον θέμα της ζωής του, που τον φτάνει στα όρια της απόγνωσης.
Και όλα αυτά μέσα στο φόντο του πολέμου και της αντίστασης, που καθόλου όμως δεν απασχολούν τον νεαρό μας γιατί τα δικά του προβλήματα βρίσκονται αλλού. Και εδώ είναι που με μία πολύ καθαρή νεορεαλιστική κινηματογραφική ματιά ο σκηνοθέτης φέρνει σε επαφή δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Το μικρό συναντά το μεγάλο, ο μικρόκοσμος του ήρωα συναντιέται με τα κοσμογονικά γεγονότα της εποχής που συντάραξαν όλη την ανθρωπότητα. Εδώ είναι που οι ιστορίες συνδιαλλάσσονται μεταξύ τους, και η προσωπική μικρή ιστορία του ήρωά μας διασταυρώνεται με την παγκόσμια. Και η παγκόσμια ιστορία μέσα από την κινηματογραφική αφήγηση του Μένζελ, τρέχει παράλληλα με την εσωτερική διαδρομή του ήρωα, όπως τα τρένα που περνούν εμπρός του, μεταφέροντας τους Γερμανούς στρατιώτες και τον τεράστιο οπλισμό τους. Και όσο και οι δύο κόσμοι φαίνεται να μην συναντιούνται να μην αλληλεπιδρούν, τα νήματα υφαίνονται αργά αργά χωρίς όμως να γίνονται αντιληπτά από τον ήρωά μας. Έτσι ο Μίλος συμπαρασύρεται στη δράση, παρακινούμενος κυρίως από τις εσωτερικές του μεταβολές και διεργασίες, μία δράση όμως που καθώς ό ίδιος δεν υποκινείται από το περιεχόμενο αυτής και δεν συνειδητοποιεί το βάρος που της αναλογεί, μοιραία τον οδηγεί σε απρόσμενες και απρόβλεπτες καταστάσεις.
Στο βιβλίο του Μποχουμίλ Χράμπαλ, πάνω στο οποίο είναι βασισμένη η ταινία, επαναλαμβάνεται στο μυαλό του Μίλος η φράση που έχει ακούσει από τον υπεύθυνο του σταθμού. «Γιατί δεν καθόσασταν στα αβγά σας;». Όταν απελευθερωμένος ποια από τις σεξουαλικές του ανησυχίες, τους φόβους και τις ανασφάλειες του, ο Μίλος επεξεργάζεται σε άλλες πλέον συνθήκες αυτή τη φράση, αντιλαμβάνεται ότι δεν γίνεται, όσο και να το θέλεις, να κάτσεις στα αβγά σου. Είναι η ανθρώπινη φύση που δεν σου το επιτρέπει, είναι τα ασήμαντα πεπρωμένα που αναπόφευκτα συνδέονται με μεγαλύτερα γεγονότα που συμβαίνουν εκτός της προσωπικής σου ζωής, και που τελικά δεν μπορείς ποτέ να τα αποφύγεις.
Με μαύρο χιούμορ, σατιρική διάθεση αλλά και πολλή ποιητικότητα ο Μένζελ που αγαπάει πολύ την ανωριμότητα, την αφέλεια και τα ελαττώματα των ηρώων του, γιατί μπορεί και τα ερμηνεύει, μπορεί και διεισδύει στο βάθος της ψυχής τους, ο σκηνοθέτης, μας παραδίδει μία πανέμορφη ταινία που επάξια κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1968. Μία ταινία, όπου οι έννοιες θυσία, αντίσταση και ηρωισμός απαλλάσσονται από τη μεγαλοστομία και το μεγαλεπήβολο που φέρουν και προσαρμόζονται στην ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που όμως η επίγνωση αυτής της ασημαντότητας είναι που τελικά προσδίδει στις πράξεις του ατόμου, τις διαστάσεις του μεγαλείου… Μια επίγνωση που βιώνεται από τον ίδιο τον ήρωά μας μέσα από τις δικές του δαιδαλώδεις υπαρξιακές διαδρομές, και που επιβεβαιώνεται στα δικά μας μάτια από ένα εξαιρετικό φινάλε.
Η ταινία επαναπροβάλλεται σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.
Εκεί που η ποίηση και ο ρεαλισμός δένονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ταινίες σαν αυτή έγραψαν τη δική τους ιστορία, ανοίγοντας καινούριους δρόμους στην ιστορία του κινηματογράφου. Και μπορούμε επίσης να καταλάβουμε απόλυτα, την έννοια της διαχρονικότητας ενός κλασικού έργου τέχνης που οι συμβολισμοί του δεν έχουν χάσει ούτε στο ελάχιστο τη δύναμη που φέρουν εντός τους, προκειμένου να τους χρησιμοποιούμε στο σήμερα αναλύοντας τα δεδομένα και τα γεγονότα της σύγχρονης εποχής.