100 χρόνια από την τραγωδία του 1922: Η ιδιοτελής χρήση της Ιστορίας
Προσεγγίζοντας και αξιολογώντας τα κείμενα για τα 100 χρόνια από τη μικρασιατική τραγωδία των διαφόρων φορέων που έχουν έλθει στο φως της δημοσιότητας, κυρίως εκείνα των συνοικιών – πόλεων με μικρασιατική προέλευση, διαπιστώνουμε στην πλειονότητά τους κάποια κοινά χαρακτηριστικά…
Με αφορμή τα κείμενα και τις διακηρύξεις των φορέων για τα 100 χρόνια από την τραγωδία του 1922
- με την προσπάθεια επιλεκτικής χρήσης των ιστορικών γεγονότων,
- με την περιοδολόγηση κατά το δοκούν με κριτήριο τα εκάστοτε κομματικά μικροσυμφέροντα,
- με την πρόταξη κάποιων ιστορικών περιόδων και αποσιώπηση κάποιων άλλων,
- με την πρόταξη του φολκλόρ
- και, βεβαίως, με την προώθηση της κοινωνικής ουδετερότητας της Ιστορίας.
- Τα χαρακτηριστικά αυτά παρακολουθούν τόσο τα γραπτά κείμενα όσο και τις δραστηριότητες – εκδηλώσεις που έχουν προγραμματιστεί.
- Ετσι, κατασκευάζουν και προωθούν ένα αφήγημα άνευρο, μονόπλευρο, αδιάφορο και συστημικό.
Συγκεκριμένα:
Τα κείμενα αποφεύγουν με προκλητικό τρόπο να τοποθετήσουν την τραγωδία του 1922 σε ένα ιστορικό πλαίσιο αιτιών, συνεπειών, πολιτικών ευθυνών.
Αυτό συνηθίζεται και γίνεται αντιληπτό στην εξιστόρηση κρίσιμων περιόδων της ελληνικής Ιστορίας, όπως είναι και αυτή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Καταστροφής. Στην περίπτωση αυτή αποφεύγεται κάθε συσχέτιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας με τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για το μοίρασμα της λείας του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Είναι γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις (τόσο οι υποστηρικτές του Κόμματος των Φιλελευθέρων όσο και αυτοί του βασιλιά) στήριξαν εξίσου τη διεξαγωγή της ιμπεριαλιστικής Μικρασιατικής Εκστρατείας, θεωρώντας ότι ο έλεγχος των μικρασιατικών παραλίων θα διεύρυνε αφενός την εσωτερική αγορά του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και αφετέρου θα αναβάθμιζε τον γεωπολιτικό του ρόλο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική αστική τάξη (τόσο αυτή των ελλαδικών εδαφών όσο και αυτή της Μικράς Ασίας) γνώριζε καλά ότι οι επιδιώξεις της έρχονταν σε σύγκρουση τόσο με τους αντίστοιχους σχεδιασμούς της ανερχόμενης τουρκικής αστικής τάξης όσο και με τις επιδιώξεις άλλων καπιταλιστικών κρατών στην περιοχή (πρωταρχικά της Γαλλίας και της Ιταλίας). Ωστόσο, στη δεδομένη στιγμή από τις κυβερνητικές δυνάμεις επιλέχθηκε, σε συμμαχία με τη Μ. Βρετανία (η οποία πρόθυμους και χρήσιμους αναζητούσε) και βασιζόμενες στις οικονομικές και ανθρώπινες θυσίες του λαού, να επιβάλουν με πόλεμο τα συμφέροντά τους.
Δεν αναφέρεται ακόμα και σημειολογικά ούτε η καταδίωξη των προσφύγων στη Μικρά Ασία, ούτε η υποδοχή των προσφύγων από τους ελλαδίτες.
Είναι γνωστό ότι διαφορετική ήταν η τύχη των προσφύγων της εργατικής τάξης, των μεσαίων στρωμάτων και του φτωχού λαού, από εκείνη των αστών προσφύγων. Σε αντίθεση με τους αστούς πρόσφυγες που αναχώρησαν με ασφάλεια, ο λαός όχι μόνο δεν «αναχώρησε» απλά από τη Σμύρνη, αλλά τη στιγμή που καταδιώκονταν και δολοφονούνταν από τα στρατεύματα του Κεμάλ, ο νόμος 2870/1922 τους δημιουργούσε προσκόμματα, αφού απαγόρευε την «αποβίβαση “προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής” τα οποία δεν ήταν εφοδιασμένα με θεωρημένα διαβατήρια, ενώ επιβάλλονταν και αυστηρές ποινές σε πλοιοκτήτες, ταξιδιωτικούς πράκτορες, πλοιάρχους ή άλλα μέλη του πληρώματος που θα τα διευκόλυναν». Αναφορικά δε με την υποδοχή, «Δεν τους θέλομεν», έγραφε η «Καθημερινή» το 1928, «ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα», ενώ ταυτόχρονα καλούσε για τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους» και τον «εξαγνισμό» της χώρας από την παρουσία τους.
Δεν αναφέρονται στα τεράστια προβλήματα εγκατάστασης των προσφύγων, ούτε και στη στυγνή εκμετάλλευση αυτών από το κεφάλαιο.
Οι πρόσφυγες αποτέλεσαν χρήσιμο εργαλείο για το κεφάλαιο, προκειμένου να μειώσει τους μισθούς και να αφαιρέσει τα όποια δικαιώματα από το σύνολο της εργατικής τάξης. Με τη μαζική έλευση των προσφύγων (1923) η κυβέρνηση μεθόδευσε τη μείωση των ήδη χαμηλών μισθών κατά 10% – 30%, ενώ προχώρησε και στην αναστολή του νόμου 2112/1920 (προέβλεπε αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης), για να διευκολύνει τις μαζικές απολύσεις. Ολα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν από μια άνευ προηγουμένου καταστολή του εργατικού κινήματος, όπως και με την προσπάθεια να διασπαστεί η εργατική τάξη ανάμεσα στους γηγενείς και τους πρόσφυγες, προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η εκμετάλλευση του συνόλου της. Μνημειώδεις έχουν μείνει οι συγκρούσεις των Μικρασιατών προσφύγων με τους Μανιάτες στο λιμάνι του Πειραιά.
Δεν γίνεται ούτε μνεία για την πολιτική τοποθέτηση των προσφύγων, τη μετατόπισή τους, τις αιτίες της μετατόπισης και τη συμμετοχή αυτών στην Εθνική Αντίσταση.
Η παραχάραξη των γεγονότων δεν στοχεύει μόνο την ιστορική αλήθεια, αλλά επιμηκύνεται και στην αποσιώπηση σοβαρών πολιτικών εξελίξεων και στην παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων με όρους δήθεν εθνικής ενότητας στη συνέχεια. Βλέπε για παράδειγμα «Ιδιώνυμο» και ριζοσπαστικοποίηση του προσφυγικού ελληνισμού και μετατόπισή του στο ΚΚΕ. Βλέπε επίσης τη μαζική συμμετοχή των προσφύγων στην Εθνική Αντίσταση. Στην προκρούστεια κλίνη του σχήματος αυτού «ακρωτηριάζονται» ή αποσιωπούνται τα ιστορικά γεγονότα, ώστε να υποστηριχθεί μια συστημική κατασκευή.
Εκθειάζουν τους κεφαλαιούχους μεγάλους ευεργέτες με ανιστόρητο τρόπο, παραμερίζοντας την άλλη πλευρά των ευεργεσιών!!!
…πάλι καλά που δεν αναφέρεται και ο Ζαχάρωφ στους ευεργέτες. Παραθέτω ένα απόσπασμα του Νίκου Μπελογιάννη (Νίκος Μπελογιάννης, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998, σελ. 185.): «Η υπεύθυνη όμως κυρίαρχη τάξη δεν συγκινήθηκε καθόλου από το τραγικό τούτο θέαμα, γιατί στο κάτω – κάτω της παρουσιαζότανε πάλι μια καινούργια και θαυμάσια ευκαιρία να πλουτίσει περισσότερο με την εκμετάλλευση της δυστυχίας και της συμφοράς που σκόρπισε η ίδια. Οι βιομήχανοι βρήκανε φτηνά εργατικά χέρια, οι κάθε λογής προμηθευτές μοναδική ευκαιρία για να (πουλήσουν) ό,τι σάπιο κι άχρηστο πράγμα είχανε, οι πολιτικάντες και η Εθνοτράπεζα έκαναν τις μπάζες τους με την ανταλλαγή και την αποκατάσταση, οι προσφυγοπατέρες βρήκανε δουλειές με φούντες, οι βενιζελικοί ψήφους (…) οι σωματέμποροι πηδούσαν απ’ τη χαρά τους, οι γκαρσονιέρες στολίστηκαν με τις όμορφες αλλά άτυχες κοπέλες που η προσφυγιά τις έριξε γδυτές στο δρόμο κι η Λαϊκή Τράπεζα του μεγάλου τοκογλύφου Λοβέρδου, που ήταν προστατευόμενη της Εθνικής, μόλις ήρθαν οι πρόσφυγες προσέθεσε – ανάμεσα στις άλλες δουλειές της – και τα δάνεια με ενέχυρο τιμαλφών και επίπλων ακόμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο γδύσανε την προσφυγιά, παίρνοντάς τους για ένα κομμάτι ψωμί όλα τα χρυσά κειμήλια που οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους. Οι αγιογδύτες μάλιστα φτάσανε στο σημείο ν’ αγοράσουν από τους πρόσφυγες και εικονίσματα μεγάλης αξίας για λίγες πενταροδεκάρες. Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι η Μικρασιατική Καταστροφή δεν στάθηκε στο τέλος – τέλος ένα ευτυχές γεγονός για την κυρίαρχη τάξη της χώρας;».
Τεμαχίζουν την Ιστορία των πόλεων και την ακρωτηριάζουν, καθώς την αποσυνδέουν από τις κορυφαίες στιγμές της.
Αυτό εξηγείται από τα προαναφερθέντα περί ιστορικής κατασκευής και όχι Ιστορίας. Ο ξεριζωμός, η προσφυγιά, η εγκατάσταση, ο μεσοπόλεμος, το ’40, η Κατοχή, η Αντίσταση, το κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα βασανιστικά μεταπολεμικά χρόνια, η δικτατορία της 21ης Απρίλη, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας αποτελούν βιώματα των ανθρώπων των προσφυγικών συνοικισμών. Συνδέονται με την Ιστορία και φυσιογνωμία τους, την Ιστορία που πλανάται παντού και βρίσκεται στο κάθε κομμάτι τους. Μια Ιστορία που διαπλάθει τον χαρακτήρα τους και διαμορφώνει τη συνείδηση των κατοίκων τους. Εννοώ ότι ο κυνηγημένος πρόσφυγας της Μικράς Ασίας είναι το ίδιο πρόσωπο με τον κυνηγημένο της μεταξικής δικτατορίας, της Κατοχής και τον αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αριστερό του εμφυλίου πολέμου, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εξόριστο και τον δεσμώτη της μετεμφυλιακής εποχής, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αγωνιστή της ύστερης και της σημερινής περιόδου. Τα πρόσωπα, με άλλα λόγια, που αναφέρω, είναι το ίδιο πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό είναι το πρόσωπο των προσφυγικών πόλεων και αυτό δεν τεμαχίζεται.
Το σύνολο των ιδεών και δράσεων είναι απότοκος ενός οργανωμένου σχεδιασμού, ο οποίος, όμως, δεν σκοπεύει να προάγει μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία και ένα αντίστοιχο πλαίσιο εορτασμών, αλλά ένα συνονθύλευμα από τυχαίες και φολκλόρ εκδηλώσεις, που έχουν στόχο τη συσκότιση και την αναθεώρηση της Ιστορίας των προσφυγικών πόλεων.
Η σύνθεση των επιτροπών προσωπικοτήτων αποσαφηνίζει πλήρως την κατεύθυνση ή τη μη κατεύθυνση και τον στόχο των εκδηλώσεων.
Δεν εννοώ την επιστημοσύνη ή την επάρκεια γνώσεων των μελών των επιτροπών, αλλά την πολιτική κατεύθυνση. Το σύνολο σχεδόν είναι μιας και μόνο κατεύθυνσης. Της κατεύθυνσης που υποστηρίζουν την αστική προπαγάνδα και την κατασκευή της Ιστορίας στα μέτρα της. Ούτε μισός μιας άλλης σχολής, μιας άλλης προσέγγισης. Η ανάγνωση των ονομάτων και μόνο είναι ικανή να πείσει και τους πιο δύσπιστους, αλλά καλοπροαίρετους.