Ο ιρανικός κινηματογράφος «μας κρατάει τον καθρέφτη για να κοιτάξουμε το πρόσωπό μας»
«Δεν υπάρχει κακό» του Μοχάμαντ Ρασούλοφ, «Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας» των Μπεχτάς Σαναέχα και Μαριάμ Μογκαντάμ, «’Ενας ήρωας» του Ασγκάρ Φαραντί – Τρεις ταινίες που τα διαχρονικά μηνύματά τους φτάνουν στους ζοφερούς καιρούς μας, να μας πουν ότι πάνω από κάθε νόμο πάνω από κάθε βάναυση εξουσία θριαμβεύει πάντα ο άνθρωπος, με το όποιο τίμημα…
Κράτος και νόμος απέναντι στον απλό άνθρωπο.
Ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονται οι σπονδυλωτές ιστορίες των ηρώων του Ρασούλοφ, οι γενναίες υπερβατικές αποφάσεις της τραγικής ηρωίδας, της Μίνα, στην ταινία των Μπεχτάς Σαναέχα και Μαριάμ Μογκαντάμ και τα διλήμματα του Ραχίμ, του ήρωα-αντιήρωα του Φαραντί.
Τρεις ιρανικές ταινίες με φόντο το άκρως καταπιεστικό, θεοκρατικό και συντηρητικό καθεστώς της χώρας των σκηνοθετών, που η αφήγησή τους αναδεικνύει τους τρόπους μέσα από τους οποίους το άτομο συνειδητοποιεί τη θέση και τον ρόλο που έχει μέσα σε αυτό, καθώς και τη θέση και τη στάση που πρέπει να τηρήσει προκειμένου να σώσει την αξιοπρέπειά του, απέναντι σε νόμους που φτιάχτηκαν για να υπηρετούν όχι τον άνθρωπο, αλλά ένα απάνθρωπο και διεφθαρμένο σύστημα.
Τρεις ταινίες όπου η ωριμότητα και η αυτοσυνείδηση των ηρώων, έρχεται σιγά σιγά. Περνώντας οι ίδιοι από πολλές δοκιμασίες, αφού έρχονται αντιμέτωποι με τεράστια ζητήματα ζωής και θανάτου όπου πρέπει να επιλέξουν.
Όταν οι μάσκες πέφτουν, όταν μέσα στο θρυμμάτισμα των ανθρώπινων ζωών (που ο κρατικός τροχός υπάρχει εκεί για να τις διαλύει, για να τις ρευστοποιεί, να τις τοποθετεί σε καλούπια, κατασκευάζοντας θύτες και θύματα κατά το δοκούν), για τους ήρωές μας έρχεται εκείνη η δύσκολη στιγμή της επιλογής από την οποία εξαρτάται κατά πόσο θα δεχτούν να συνεχίσουν να συνθλίβονται ή θα δραπετεύσουν από όλο αυτό με τίμημα τη διατήρηση της ανθρωπιάς τους , τη διατήρηση της ψυχικής τους ακεραιότητας.
Ο φόβος! Κυρίαρχος και στις τρεις ταινίες…
Φοβάται ο κόσμος και ο φόβος είναι αυτός που σε κάποιους λειτουργεί τόσο πιεστικά που φτάνουν στο σημείο να κρατιούνται ζωντανοί όχι από επιθυμία για τη ζωή αλλά από φόβο προς αυτήν. Οι ήρωες του Ρασούλοφ όμως, στο «Δεν υπάρχει κακό» καταφέρνουν να απεμπλακούν από αυτόν τον φόβο. Και είναι αυτοί που ακούν τη φωνή που τους λέει ότι «μπορούν να το κάνουν». Μπορούν να ξεφύγουν από τον τροχό της σύνθλιψης και να αντισταθούν στους απάνθρωπους νόμους. Μπορούν να διατηρήσουν την εντιμότητα και την ανθρωπιά τους. Η δύναμή τους βρίσκεται στο όχι τους!
Όπως μπορεί και η Μίνα η ηρωίδα της ταινίας «Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας» των Μπεχτάς Σαναέχα, Μαριάμ Μογκαντάμ.
Μια γυναίκα μόνη που το σύστημα κατά λάθος της σκότωσε τον άντρα της εκτελώντας τον με θανατική ποινή για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Μόνο που τα εγκλήματα του συστήματος μένουν ατιμώρητα. Γιατί εκεί ο άνθρωπος δεν έχει και κάποια ιδιαίτερη αξία. Μια γυναίκα μόνη, μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία όπου ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει είναι υπό την προστασία κάποιου άντρα,αρνείται την οποιαδήποτε προσαρμογή στους κανόνες επιβίωσης αυτής της κοινωνίας, επιχειρώντας να αντιπαλέψει τις δυνάμεις εκείνες που δεν της στέρησαν μόνο τον άντρα της, αλλά για χρόνια της στερούσαν και την προσωπική της ελευθερία. Δεν αναζητά μόνο την ηθική δικαίωση, αλλά την εσωτερική της κάθαρση, που προϋποθέτει την απαλλαγή της από τα δεσμά των επιλογών που την κρατούσαν όχι απλά δέσμια του συστήματος, αλλά κατά κάποιον τρόπο και συνεργό των εγκλημάτων αυτού.
Όπως μπορεί και ο Ραχίμ. Ο «ήρωας» του Φαραντί που αρνείται τον ρόλο του θύματος. Αρνείται να προσδώσει στο φιλοθεάμον κοινό την ιδιότητα του λαϊκού δικαστή, αρνείται να ταΐσει τα ΜΜΕ που διψούν για εύκολες συγκινήσεις και κροκοδείλια δάκρυα, που προσφέρουν στο κοινό την απάτη της εξιλέωσης και της ψευδαίσθησης της ανωτερότητας απέναντι στον πάσχοντα, πετυχαίνοντας έτσι να κρατούν αυτό το κοινό στον λήθαργο της απάθειας, που συγκαλύπτεται από την ψευδαίσθηση της επιφανειακής ευαισθησίας. Ο Ραχίμ, όμως, έχει περάσει και ο ίδιος από πολλές δοκιμασίες. Έχει αυταπατηθεί, έχει αφήσει να τον εξαπατήσουν, έχει σκεφτεί ατομοκεντρικά, αλλά μέσα από όλα αυτά έχει διατηρήσει την καθαρότητα της ψυχής του, που του επιτρέπει να παρατηρεί τις πράξεις του και να τις αξιολογεί σύμφωνα με τον κώδικα της δικής του ηθικής. Έναν κώδικα που μπορεί να μην συμφωνεί πάντα με τις πράξεις του, του δίνει όμως την κατεύθυνση η οποία τον οδηγεί στο να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στα σαρκοβόρα μίντια, απέναντι στην παγερή αδιαφορία των υπηρετών ενός συστήματος που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η συγκάλυψη των εγκλημάτων τους μέσω του εξωραϊσμού τους.
Τρεις ταινίες από την ίδια χώρα που το καθεστώς της έχει βυθίσει τους ανθρώπους στον φόβο και μέσω αυτού προσπαθεί να καταστρέψει ό,τι ανθρώπινο υπάρχει μέσα τους. Που προσπαθεί να διαμορφώσει τη χειραφέτησή τους στη σκιά πάντα του «νικηφόρου καπιταλισμού».
Τρεις ταινίες που προωθούν μια ιδεολογία απελευθέρωσης του ατόμου, που γίνονται η φωνή όλων των καταπιεσμένων, των αποκλεισμένων, των αδικημένων. Μια φωνή αντίστασης στην ασφυξία της κανονικοποίησης του κυρίαρχου νόμου και της κυρίαρχης ηθικής.
Τρεις ταινίες όπου οι σκηνοθέτες δεν καταφεύγουν σε κανενός είδους θυματοποίηση των ηρώων τους, υπηρετώντας επάξια την τέχνη του κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου που γίνεται και ο δικός μας καθρέφτης για να κοιτάξουμε και εμείς τους εαυτούς μας μέσα σε αυτόν.
Τρεις ταινίες που τα διαχρονικά μηνύματά τους φτάνουν στους ζοφερούς καιρούς μας, να μας πουν ότι πάνω από κάθε νόμο πάνω από κάθε βάναυση εξουσία θριαμβεύει πάντα ο άνθρωπος με το όποιο τίμημα, που όμως ωχριά μπροστά στη νίκη της ανθρωπιάς και τη διάσωση της αξιοπρέπειας.