22 Δεκέμβρη 1961: Κανένας Κουβανός αναλφάβητος! – Η άγνωστη ιστορία της Μαρίας Σεμανάτ που έμαθε στα 106 της (!) να γράφει και να διαβάζει
Στις 22 του Δεκέμβρη 1961, λήγει με επιτυχία στην Κούβα η καμπάνια κατά του αναλφαβητισμού και ο Φιντέλ κηρύσσει το νησί της Επανάστασης «έδαφος ελεύθερο από τον αναλφαβητισμό». Άνθρωποι κάθε ηλικίας, εργάτες και αγρότες έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν. Ένα συγκλονιστικό παράδειγμα αποτελεί η 106χρονη Μαρία ντε λα Κρουθ Σεμανάτ, που έμαθε να διαβάζει και να γράφει σε αυτή την ηλικία!
Σαν σήμερα, στις 22 του Δεκέμβρη 1961, στην Κούβα λήγει με επιτυχία η καμπάνια κατά του αναλφαβητισμού και ο Φιντέλ κηρύσσει το νησί της Επανάστασης «έδαφος ελεύθερο από τον αναλφαβητισμό».
Μέχρι να θριαμβεύσει η Επανάσταση το ποσοστό των αναλφάβητων στην Κούβα ξεπερνούσε το 20%. Από τις πρώτες μέρες του 1959, ανάμεσα στις άμεσες προτεραιότητες της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η μόρφωση του λαού. Οργανώνονται «ταξιαρχίες κατά του αναλφαβητισμού» στις οποίες συμμετέχουν νέοι δάσκαλοι, φοιτητές, ακόμα και μικροί μαθητές και διδάσκουν γραφή και ανάγνωση σε κάθε γωνιά της Κούβας. Το αποτέλεσμα είναι άνθρωποι κάθε ηλικίας, εργάτες και αγρότες που ζούσαν μέχρι χτες στα σκοτάδια της αμορφωσιάς, που τους κράταγε το καθεστώς της εκμετάλλευσης, να μάθουν σε χρόνο ρεκόρ να γράφουν και να διαβάζουν και ν’ αλλάξει η ζωή τους.
Ένας τέτοιο συγκλονιστικό παράδειγμα αποτελεί η 106χρονη Μαρία ντε λα Κρουθ Σεμανάτ, που έμαθε να διαβάζει και να γράφει σε αυτή την ηλικία! Στην άγνωστη ιστορία που παρουσιάζουμε (το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ρεπορτάζ του περιοδικού «Δρόμοι της Ειρήνης» (1961), της ΕΕΔΥΕ), η περήφανη γερόντισσα συνομιλεί με τον Φιντέλ Κάστρο στην κουβανική τηλεόραση, με αφορμή τη βράβευσή της από τον ηγέτη της Κούβας.
Για τη μόρφωση ποτέ δεν είναι αργά! Και αληθινά δεν είναι, αφού μια Κουβανέζα νέγρα 106 ετών, έμαθε πριν δυο μήνες να διαβάζει και να γράφει. Το γεγονός, πρωτοφανές και πρωτάκουστο, συγκίνησε ζωηρά την κοινή γνώμη της Κούβας και, ακόμα περισσότερο, της Λατινικής Αμερικής, όπου ο αναλφαβητισμός και η καθυστέρηση βρίσκονται σε κεντροαφρικανικό επίπεδο.
Η συγκίνηση αυτή έφθασε στο κατακόρυφο, όταν ο λαός της Κούβας πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο, πως το «δίπλωμα του αλφαβητισμού», το χαρτί δηλαδή που θα πιστοποιούσε πως η υπέργηρη Μαρία ντε λα Κρουθ Σεμανάτ, έμαθε να διαβάζει και να γράφει, θα της το ’δινε ιδιοχείρως ο Φιντέλ Κάστρο και μάλιστα θα συνομιλούσε μαζί της μια ώρα στην τηλεόραση! Εκατομμύρια κουβανέζικα και λατινοαμερικανικά μάτια είχαν καρφωθεί, στις 21 Ιουνίου το βράδυ, στην οθόνη της Τηλεοράσεως και περίμεναν την παράξενη συνέντευξη του κόσμου: τη συνέντευξη που θα ’παιρνε ένας αρχηγός κράτους από την τελευταία Κουβανέζα, μια Νέγρα σκλάβα! Όταν την αγκάλιασε πολλοί δάκρυσαν.
Καθισμένοι πλάι πλάι, γόνατο με γόνατο όπως λένε στην Κούβα, ο περασμένος αιώνας με το σημερινό, το χτες με το σήμερα, κουβέντιαζαν απλά. Η Μαρία ντε λα Κρούθ Σεμανάτ, στολισμένη με το χιονάτο τσεμπέρι της, το λευκό της φόρεμα, το κολιέ της και τα βραχιόλια της, έλαμπε από έκπληξη, ικανοποίηση και χαρά. Αντίθετα ο Φιντέλ έδειχνε συγκινημένος, σεμνός, συγκρατούσε το χαμόγελό του, κ’ έσκυβε το κεφάλι του, όπως στο αντίκρισμα μιας βαθιάς προαιώνιας ρίζας της γης του. Και η συνομιλία άρχισε:
ΦΙΝΤΕΛ: Πόσο ήθελα να σας γνωρίσω! Ελάτε να κουβεντιάσουμε. Τί έχετε να μας πείτε, αγαπητή φίλη;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Θέλω να σου πω, πως εσύ ο Φιντέλ Κάστρο, λευτέρωσες την Πατρίδα, όπως παράγγειλε ο Χοσέ Μαρτί, και πως έχω την εικόνα σου στο σπίτι μου.
ΦΙΝΤΕΛ: Μη μιλάτε για μένα εδώ. Θα με κάνετε να κοκκινίσω.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Κι όμως νομίζω, πως εδώ ίσα ίσα πρέπει να τα πω, τσίκο1.
ΦΙΝΤΕΛ: Εγώ θέλω να μας πήτε πότε μάθατε να διαβάζετε και να γράφετε.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Τώρα.
ΦΙΝΤΕΛ: Τώρα;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ναι. Πάνε δυο μήνες.
ΦΙΝΤΕΛ: Ποιος σας εδίδαξε;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Η Άντζελα. Η δασκάλα μου. Έτσι τη λένε, Άντζελα. Είχα μεγάλη λαχτάρα να μάθω… Γιατί, όταν άρχισα να μαθαίνω, τον καιρό των Ισπανών2, στους μαύρους τότε έδιναν βούρδουλα, όχι βιβλία… Ο Μαρτί όμως ήταν προφήτης. Έλεγε στους νέγρους: «Περιμένετε, θα ’ρθει και για σας η ελευθερία».
ΦΙΝΤΕΛ: Ο Απόστολός μας.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Δεν είναι μονάχα ο Μαρτί απόστολος. Είσαι και συ.
ΦΙΝΤΕΛ: Εγώ είμαι μαθητής του.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Όχι. Περίμενε.
ΦΙΝΤΕΛ: Τι; Δεν είμαι;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Είσαι μαθητής του Χριστού. Αυτός ήταν ο πρώτος απελευθερωτής.
ΦΙΝΤΕΛ: Καλά, καλά. Εμάς τώρα μας ενδιαφέρει να μας πήτε ποια μέρα μπορέσατε και γράψατε το ονοματεπώνυμό σας ολόκληρο, και πότε γράψατε ένα ολόκληρο γράμμα.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ : Στάσου να θυμηθώ… Τ’ όνομά μου το ’μαθα να το γράφω όταν ήμουν 19 χρόνων θυρωρίνα, στο Σέρρο της Αβάνας. Γράμμα όμως έμαθα τώρα να γράφω, ας έχει την ευχή μου η Άντζελα.
ΦΙΝΤΕΛ: Το συντάσσετε καλά ;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Δεν μπορώ να πω πως τοποθετώ τέλεια τα γράμματα και τις λέξεις, όμως ένας που θα το διαβάσει θα το καταλάβει.
ΦΙΝΤΕΛ: Πόσων ετών είσαστε;.. Αν αυτό δεν είναι αδιακρισία.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Καθόλου. Εγώ ξέρω πώς γεννήθηκα στα ’55 του περασμένου αιώνα. Στις 3 Μαΐου.
ΦΙΝΤΕΛ: Ώστε είσαστε 106 ετών. Εν τούτοις η υγεία σας είναι πολύ καλή.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Όπως φαίνεται! Είμαι αλήθεια καλά… Εγώ πιστεύω πως η Φύση με βοηθά. Εγώ πιστεύω στη Φύση1 από τη γέννησή μου. Για μένα ένα μεγάλο δέντρο είναι άξιο λατρείας και σεβασμού.
ΦΙΝΤΕΛ: Είχατε ποτέ μιλήσει στην Τηλεόραση;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Στη ζωή μου! Ποτέ.
ΦΙΝΤΕΛ: Πώς σας φαίνεται;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Μου έκανε κάποια εντύπωση. Φοβήθηκα λίγο.
ΦΙΝΤΕΛ: Γιατί;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Όλα αυτά είναι ηλεκτρισμός. Και ξέρω, πως αν σ’ αγγίξει το ρεύμα, μένεις κόκκαλο.
ΦΙΝΤΕΛ: Όχι, δα! Μπορείς ν’ αγγίξεις το ρεύμα και δίχως να σε σκοτώσει.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Λένε πως όταν πατάς σε ξύλο, δε σε πιάνει.
Φ1ΝΤΕΛ: Πήτε μας τι πιστεύετε: Είναι γέρος κανείς στα 106 χρόνια του για να μάθει γράμματα;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ποτέ δεν είναι γέρος για τη μάθηση. Και όσο ο άνθρωπος έχει το μυαλό του εν τάξει, μπορεί να μαθαίνει. Εγώ από τον καιρό των Ισπανών λαχταρούσα να μάθω γράμματα, και τώρα, να που έμαθα, χάρη στο Φιντέλ Κάστρο.
ΦΙΝΤΕΛ: Ξέρετε τι σκέπτομαι ;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Τι;
ΦΙΝΤΕΛ: Πως εσείς δε μάθατε μόνο γράμματα, αλλά συμβάλλετε πάρα πολύ με το παράδειγμά σας να μάθουν και οι άλλοι. Ο καθένας τώρα απ’ όσους δεν ξέρουν να διαβάζουν και να γράψουν, θα φιλοτιμηθεί και θα πει: «Μια γερόντισσα 106 χρόνων έμαθε γράμματα. Εγώ τι κάθομαι;». Έτσι με τη συμβολή σας θα δώσετε νέα ώθηση στη μάχη του Αλφαβητισμού. Και θα νικήσουμε την αγραμματοσύνη στον τόπο μας.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Και βέβαια θα νικήσουμε. Το λέγω εγώ που σ’ αυτή την ηλικία μπήκα στη μάχη!
ΦΙΝΤΕΛ: «Σας ευχαριστούμε πολύ για ό,τι κάνατε και σας συγχαίρομε, θα σας έχουμε πάντα σαν ένα ζωντανό παράδειγμα, για το τι μπορεί να κατορθώσει ο πολίτης.
ΓΕΡΡΟΝΤΙΣΣΑ: Πώς το είπατε αυτό ;
ΦΙΝΤΕΛ: Σαν ένα ζωντανό παράδειγμα!
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Σαν μια μασκώτ δηλαδή.
ΦΙΝΤΕΛ: Και σαν παράδειγμα και σαν μασκώτ.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ποιος θα το ’λεγε, Μαρία ντε λα Κρούθ Σεμανάτ, εσύ που γεννήθηκες στο στάβλο μιας φάμπρικας ζάχαρης…
ΦΙΝΤΕΛ: Σε ποιο μέρος;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Σάμπως ξέρω; Ένας μου είπε στα μέρη της Χιμπάκοα, στο Βορρά, στη Σάντα Κρούθ…
ΦΙΝΤΕΛ: Στην επαρχία της Αβάνας.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ακριβώς. Και με βάφτισαν χριστιανή στη Χιμπάκοα. Γεννήθηκα, μου είπαν, στη φάμπρικα. Ύστερα με πήραν από κει.
ΦΙΝΤΕΛ: Ποιος σας πήρε;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Μήπως ξέρω; Εκείνος που μ’ αγόρασε.
ΦΙΝΤΕΛ: Ώστε γνωρίσατε την εποχή της δουλείας;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Αν τη γνώρισα! Στην οικογένεια που μ’ έδωσαν, ο αμαξάς ήταν καλός. Κάτω απ’ το μαξιλάρι του είχε ένα χαρτόνι με γράμματα. Με φώναζε κρυφά και μού ’λεγε : «Μαρία, το βλέπεις αυτό; Είναι A!». Η επιστάτισσα μού ‘δωσε ένα κομμάτι καμβά, βελόνα και χρωματιστές κλωστές και μ’ έμαθε σταυροβελονιά. Και όλα αυτά κρυφά από τα αφεντικά.
ΦΙΝΤΕΛ: Γιατί κρυφά ;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Γιατί ήμουνα μαύρο πετσί. Και οι μαύροι τότε έπρεπε να κρατούν το στόμα χάμω στο χώμα.
ΦΙΝΤΕΛ: Λοιπόν;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Όταν η επιστάτισσα είδε μια μέρα το Χοσέ (έτσι λέγαν τον αμαξά) να μου δείχνει τα γράμματα στο χαρτόνι, ήρθε κι αυτή και του είπε: «Χοσέ, μάθε μου και μένα τα γράμματα».
ΦΙΝΤΕΛ: Που να ’ξερε ο Χοσέ πως στα 106 σας χρόνια θα μαθαίνατε να γράφετε γράμμα!
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Κανένας δεν το ’ξερε.
ΦΙΝΤΕΛ: Γιατί, δεν μπορούσατε να μάθετε γράμματα τότε;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Γιατί ο νόμος το απαγόρευε. Ο νόμος δεν άφηνε ένα μαύρο παιδί να σπουδάσει. Να καθίζει στο ίδιο θρανίο με το άσπρο. Τα σχολεία, τα πανεπιστήμια ήταν για τα άσπρα παιδιά. Εμείς υπηρετούσαμε στα σπίτια τους, τ’ ακούγαμε να μιλούν για όλα, τα βλέπαμε να παίζουν. Εμείς όμως δεν μπορούσαμε ούτε να μιλήσουμε, ούτε να παίξουμε, ούτε και να τα κοιτάξουμε στα μάτια. Α, τσίκο, η ιστορία μου είναι πολύ μεγάλη. Στείλε μου κανένα απ’ αυτούς που γράφουν, να του τη διηγηθώ τη ζωή μου, να τη συγκεντρώσει…
ΦΙΝΤΕΛ: Ένα συγγραφέα… Καλή Ιδέα.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Στείλε μου τον. Εγώ θα του λέω τις ιδέες μου κι αυτός θα τις μαζεύει στο χαρτί.
ΦΙΝΤΕΛ: Και γιατί δεν τις γράφετε σεις; Τώρα μπορείτε να γράψετε και μόνη την ιστορία σας. Ή όχι;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Θα δυσκολευτώ πολύ.
ΦΙΝΤΕΛ: Τότε να σας στείλω ένα ταχυγράφο, να διηγόσαστε τη ζωή σας κι αυτός να γράφει ό,τι λέτε. Θέλετε;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ : Αυτό μάλιστα.
ΦΙΝΤΕΛ: Σύμφωνοι. Βάλετε τα δυνατά σας να θυμηθείτε όλα τα καθέκαστα της ζωής σας.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Όσα θυμηθώ. Θα αρχίσω από τότε που έστριβα καλάμια απ’ την αυγή ως τη νύχτα βγάζοντας «μπαγάτσο»4. Ήμουν εφτά χρονών. Και δεν είχα γνωρίσει ποτέ μητέρα. Ο πατέρας μου ήταν «καραμπαλί». Πήγε στο δεκαετή πόλεμο. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου, που τον λέγανε Βενσεσλάβο, σε λίγο καιρό πήγε κι’ αυτός. Η φάμπρικα της ζάχαρης σκόρπισε, πάει. Σου είπα πως ο πατέρας μου ήταν «καραμπαλί»5.
ΦΙΝΤΕΛ: Ναι, ναι.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Αφρικανός. Ήταν αραμπατζής. Φορούσε χαλκά στο αυτί. Γι’ αυτό κι’ εγώ φορώ χαλκάδες στ’ αυτιά.
ΦΙΝΤΕΛ: Όμως σκουλαρίκια φορούν πάρα πολλές γυναίκες.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Άλλο σκουλαρίκια. Σήμερα που ήταν να ’ρθω εδώ, μού είπε η κόρη μου να βάλω ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Εγώ της είπα: Δεν τα βγάζω αυτά τα χαλκαδάκια που μου τα φόρεσε ο πατέρας μου. Αυτά με δένουν με τη φυλή μου την Αφρική και τον πατέρα μου, Μιγκουέλ Καραμπαλί.
ΦΙΝΤΕΛ: Όλα αυτά να τα γράψετε στο βιβλίο.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Και περισσότερα!
ΦΙΝΤΕΛ: Προσέξετε, δίνετε υπόσχεση στο λαό πώς θα γράψετε την ιστορία σας.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Είπαμε: θα τη γράψω!
ΦΙΝΤΕΛ: Πολύ καλά.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Μπορώ να σας δώσω κάτι; Δεν είναι δώρο. Είναι ένα τίποτα. Ξέρετε πόσα χρόνια το κρατάω; Είναι ένα παλιό νόμισμα… Γνώρισες εσύ τον Μπολίβαρ ;
ΦΙΝΤΕΛ: Βεβαίως!
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ : Δηλαδή με την σκέψη σου, στα βιβλία.
ΦΙΝΤΕΛ : Φυσικά, εκεί τον γνώρισα.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Τώρα μάλιστα. Ο Μπολίβαρ, ήταν ο πρώτος μέσα στο ανθρώπινο γένος. Ύστερα έρχεται ο Χοσέ Μαρτί και ο τρίτος είσαι εσύ. Και οι τρεις πολεμήσατε σκληρά τη σκλαβιά και την αδικία. Μα τη νίκη την κέρδισε ο τρίτος. Τώρα πάρε αυτό.
ΦΙΝΤΕΛ: Ευχαριστώ θα το κρατήσω για ενθύμιο. Θέλω να σε επισκεφτώ.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ω! Έχει γούστο να σε ιδώ να κατέβεις απ’ τον ουρανό μπρος στην πόρτα μου, με κείνο το πράμα που στριφογυρίζει και πετάει6.
ΦΙΝΤΕΛ: Μ’ αυτό. Αλλά να μου πήτε την οδό και τον αριθμό.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Μένω στην Πλατεία ντε Σάντα Φε. Εδώ στην Αβάνα.
ΦΙΝΤΕΛ: Αριθμός;
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Στάσου… Ένατη οδός, αριθμός 602!
ΦΙΝΤΕΛ: Εντάξει: 602!
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Μαρία ντε λα Κρουθ Σεμανάτ. Μην το ξεχάσετε.
ΦΙΝΤΕΛ: Από σήμερα κανένας δε θα σας ξεχάσει.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Μακάρι να ’ρθείτε, μακάρι…
ΦΙΝΤΕΛ: Όμως, δε θα σας πω από τώρα πότε θα ’ρθώ.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ελάτε όποτε θέλετε. Κυττάξετε, εγώ είμαι χήρα απ’ τον καιρό των Ισπανών. Ένας με γέλασε πως θα με παντρευτεί και μ’ άφησε με δυο παιδιά. Πάνε ογδόντα τόσα χρόνια. Χήρα έζησα από τότε. Όμως τα κατάφερα στη ζωή. Και τώρα ακόμα καμμιά δεκάρα την κρατώ στο πουγκί…
ΦΙΝΤΕΛ: Καλά, καλά. Θα μου τα πήτε όταν θα ’ρθώ να σας βρω.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Αληθινά θα ’ρθήτε στο φτωχικό μου εσείς;
ΦΙΝΤΕΛ: Εγώ δεν δίνω υποσχέσεις δίχως να τις εκτελώ.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Ωραία.
ΦΙΝΤΕΛ: Είμαι άνδρας που κρατά το λόγο του.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ: Εσύ, παιδί μου, δεν είσαι άνθρωπος. Εσύ μοιάζεις λίγο με άγγελο. Είσαι ο Ομπαταλά7. Η Φύση να σ’ ευλογεί και να σε προσέχει.
1 Χαϊδευτική έκφραση.
2 Αποικιακή ισπανική κατοχή.
3 Η Μαρία Κρούθ Σενματάτ, όπως πολλοί Νέγροι των Αντιλλών πιστεύουν στον Πανθεϊσμό.
4 Ίνες στο εσωτερικό του ζαχαροκάλαμου, που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κυρίως χαρτιού.
5 Αφρικανός σκλάβος.
6 Εννοεί το ελικόπτερο.
7 Ο Ομπαταλά είναι θεότητα του θρησκευτικού δόγματος λουκουμί, και αποτελεί μια από τις τρεις κυριότερες μορφές του αφρικανοκουβανικού μυστικισμού.
***
Η μάχη του αλφαβητισμού που διεξάγεται στην Κούβα από τον Ιανουάριο του 1961 («έτους Μορφώσεως», όπως ονομάστηκε) είναι η πιο ωραία μάχη που έδωσαν ποτέ άνθρωποι πάνω σε τούτο τον αιματοβαμμένο πλανήτη. Τα συνθήματα αυτής της ειρηνικής κ’ εκπολιτιστικής εκστρατείας ηλεκτρίζουν μια ολόκληρη στρατιά από 100 χιλιάδες εθελοντές αλφαβητιστές, που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και εντάσσονται στις μπριγάντες του αλφαβητισμού, για να υποστούν επί μήνες τις ταλαιπωρίες μιας πραγματικής εκστρατείας. Αγόρια 12 χρόνων παίρνουν τα βουνά μ’ ένα σακκίδιο στον ώμο, με μια αλλαξιά εσώρουχα, τετράδια και μολύβια και κινούν για τις ορεινές περιοχές της χώρας, όπου το σκοτάδι είναι απείρως βαθύτερο, ή για τα γύρω νησιά της Μεγαλονήσου. Το φως της μόρφωσης μεταφέρεται από τη μια άκρη στην άλλη με κάθε μέσο, στα χαμόσπιτα των πόλεων, στις ινδιάνικες καλύβες της υπαίθρου, στα εργοστάσια, στα κρατικά αγροκτήματα, στα ορεινά βοσκοτόπια. Ένας χαρούμενος πυρετός ενθουσιασμού έχει καταλάβει αυτό το λαό με την πλούσια φαντασία και την έμφυτη κλίση στη μάθηση και στις ωραίες τέχνες. Αντικειμενικό στόχο στη μάχη αποτελεί το λευκό τετράδιο, που πρέπει να γεμίσει με γράμματα του αλφαβήτου, με συλλαβές, με λέξεις, από τα 90% των αγραμμάτων της Κούβας. ‘Όπλο ακαταμάχητο το μολύβι. Σάλπιγγες, τα συνθήματα της επαναστάσεως:
«Έξω το πνευματικό σκοτάδι από την Κούβα!»
«Στο τέλος του 1961 κανένας Κουβανός αναλφάβητος!»
«Μορφωθήτε για να είσθε πραγματικά ελεύθεροι!»
«Όποιος ξέρει να διαβάζει και να γράφει έχει ιερή υποχρέωση να μάθει κι’ αυτούς που δεν ξέρουν».
Ύστερα από την οικτρή αποτυχία της εισβολής των αντεπαναστατών, τον περασμένο Απρίλιο, και την αιχμαλωσία των μισθοφόρων επιδρομέων και των πολεμικών μέσων τους, ή μάχη του αλφαβητισμού ονομάσθηκε «Δεύτερο Μέτωπο», και συνεχίζεται τώρα με νέα ορμή. Η λευκή σημαία του αλφαβητισμού με το πελώριο Α ξαναϋψώθηκε στο κοντάρι.
«Εμείς στην εισβολή των μισθοφόρων του ιμπεριαλισμού, θα απαντήσουμε με μια εισβολή μορφώσεως. Εμπρός! Ούτε ένας αγράμματος στην Κούβα! φωνάζει ο Φιντέλ Κάστρο.
Mε τα μολύβια επ’ ώμου
Στις περιοχές της Ματάντζας, στον Οριέντε, ο στρατός του αλφαβητισμού προγραμμάτισε μια ιδιαίτερα αποφασιστική εξόρμηση, χρησιμοποιώντας μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, και τα αμερικανικής κατασκευής πλωτά αποβατικά μέσα των εισβολέων, που ο επαναστατικός στρατός εκυρίευσε. Με αυτά τα τέλεια ασφαλή και ευκίνητα γιοτ, oι αλφαβητιστές εξορμούν χαρούμενοι στα νησιά, όχι βέβαια να γκρεμίσουν και να σκοτώσουν, αλλά για να ξεστραβώσουν» ένα ολόκληρο λαό, που κράτησε σκόπιμα στο σκοτάδι πρώτα η ισπανική αποικιοκρατία και ύστερα ο βορειοαμερικανικός ιμπεριαλισμός. Αντί για πυροβόλα και οπλοπολυβόλα οι αλφαβητιστές «επιδρομείς» έχουν προτεταμένα πελώρια συμβολικά μολύβια, ύψους δύο μέτρων, που χάρισαν στην Κούβα μαζί με εκατομμύρια άλλα κανονικά, οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Βουλγαρίας και της Γερμανίας. Η Τσεχοσλοβακία μάλιστα πρόσφερε ένα ολόκληρο εργοστάσιο μολυβιών, που εγκατέστησαν Τσεχοσλοβάκοι τεχνικοί και τώρα παράγει μολύβια με ιλιγγιώδη ρυθμό. Χαρτί για τετράδια δίνουν άφθονο τα ζαχαροκάλαμα της κουβανέζικης γης.
Με αυτά τα ειρηνικά, αναίμακτα και άκαπνα όπλα, ο πρωτοφανής αυτός στρατός που τον πυροδοτεί όχι το μίσος αλλά η αγάπη, διεξάγει εκεί κάτω στη Μεγαλόνησο της Καραΐβικής την πιο ιερή μάχη της ιστορίας.