Γιώργος Κακουλίδης: «Πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου»
Ένας χρόνος πέρασε από τον πρόωρο χαμό του κομμουνιστή ποιητή και ζωγράφου Γιώργου Κακουλίδη. Και θαρρείς πως ακόμη ακούγεται ο ήχος της τραγουδιστής φωνής του, η οποία ποτέ δεν συμμάχησε με την παρασιτική φιλολογία των βολεμένων αστών συγγραφέων.
Ο ποντιακής καταγωγής εκφραστής των λαϊκών πόθων για την εμπέδωση του σοσιαλιστικού οράματος ζει στο πετσί του τον ξεριζωμό του γλύπτη παππού του, κι όπως αυτό μεταδίδεται στον ζωγράφο πατέρα του Δημήτρη, ένα υπέρλαμπρο άστρο δημιουργικής ανάσας συντονισμένο με την πνοή των κομμουνιστών της Καισαριανής.
Γι’ αυτό ο ποιητικός λόγος του ποτέ δεν σταθεροποιείται στο πεδίο της επίπλαστης μετεμφυλιακής ευμάρειας, γιατί ο αδικαίωτος αγώνας μεταμορφώνεται σε αγκίστρι, απ’ όπου κρεμιούνται τα χαρτάκια – ποιήματά του πάνω στα ξεσχισμένα ενδύματα των κρεμασμένων και δολοφονημένων συντροφισσών και συντρόφων από ξένους και «δικούς».
Η πραγματικότητα, η οποία διαμορφώνεται μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο και την ηρωική ήττα του ΔΣΕ, είναι ενδεής από το καύσιμο της λαοκρατικής κάθαρσης. Ζει την ορφάνια του αποκαλυπτικού λόγου από την επιβολή ψευδούς συνείδησης, δηλητηριασμένης από τη ρητορική της κρατικής καταστολής.
Η επίσημη γλώσσα των νικητών είναι προσχηματική, θέλει να είναι συμπαγής και καθησυχαστική στην αποσαφήνιση του νοήματος του έθνους – κράτους. Στην πράξη, όμως, αποδεικνύεται αυταρχική, κλειστή, περίφρακτη, σπασμωδικά αρθρώνεται στο λεξιλόγιο του εγκλεισμού, του εκτοπισμού, των βασανιστηρίων, μέχρι το σώμα να καταρρεύσει σε βρυχηθμό τετράποδου.
Ο Γιώργος Κακουλίδης ανεβοκατεβαίνει στους δρόμους και στα δρομάκια της Καισαριανής, περνάει ανάμεσα από τις παράγκες και τα χαμόσπιτα, τσαλαβουτάει στις λάσπες και στα βρώμικα νερά, κοντοστέκεται στα όλο νόημα βλέμματα όσων εγκλωβίστηκαν στον οικισμό, περιμένοντας να επιστρέψουν οι δικοί τους άνθρωποι από τις εξορίες.
Ετσι, τα προσφυγικά μεταμορφώνονται σε νέες τάπιες της Εξόδου του Μεσολογγίου, όπως ακριβώς και σύμπασα η δημιουργία του. Δεν είναι καθόλου παράδοξη, κι ο όποιος υπερρεαλισμός ανιχνεύεται σ’ αυτή, είναι λειτουργικός κι από πρώτο χέρι. Παραπέμπει στην σολωμική «Γυναίκα της Ζάκυθος», γραμματικά και νοηματικά, ένα κείμενο γεμάτο ρήγματα, εν καιρώ πολέμου, που πάει κι έρχεται από την ομιλούσα σιωπή στον λόγο που σωπαίνει μπροστά στην τραγωδία των θυσιασμένων.
Η ποίησή του βουτιέται στο αίμα των διακοσίων εκτελεσμένων, την Πρωτομαγιά του 1944, στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, με κορυφαίο του χορού, τον κατ’ επιλογή μάρτυρα Ναπολέοντα Σουκατζίδη (1909 – 1944). Κόκκινη κατακόκκινη, ζητάει τη δικαίωση της μνήμης των θυμάτων, γι’ αυτό διαβάζεται ως εγερτήριο σύνθημα πάνω στους εναπομείναντες ερειπωμένους τοίχους των πλινθόκτιστων.
Οπως η μεταθανάτια ποιητική του κατάθεση, από τις εκδόσεις «Ερατώ», που κυκλοφορεί σε 32 σελίδες, τον Νοέμβρη του 2021, έναν μήνα μετά τον θάνατό του. Μαύρο σκληρόδετο εξώφυλλο, το ονοματεπώνυμό του με πεζά λευκά γράμματα «γιώργος κακουλίδης» κι ο αγγλικός τίτλος – στο ίδιο χρώμα – με κεφαλαία «I PUT A SPELL ON YOU». «Στιγματίζεται» από μία κόκκινη βούλα – τελεία, λες κι ένας ματωμένος δείχτης δείχνει προς το σοσιαλιστικό μέλλον.
Την τιτλοφόρηση, ενώ ο κομμουνιστής δημιουργός βρίσκεται στα τελευταία στάδια της ασθένειάς του, τη δανείζεται από το πασίγνωστο ομώνυμο τραγούδι του Αμερικανού τραγουδοποιού Τζάλασι Σκρίμιν Τζέι Χόκινς (1929 – 2000). Μία διεθνής επιτυχία, η οποία αδιάπτωτα γοητεύει από το 1956, οπότε δημοσιοποιείται, αφού προηγουμένως έχει λογοκριθεί, παραμένοντας στα συρτάρια, γιατί οι στίχοι της ενοχλούν το σύστημα.
Θα μπορούσε ν’ αποδοθεί στα καθ’ ημάς ως «Μάγια σου ‘χω κάνει» ή «Μάγια σου ‘χω καμωμένα», και γράφτηκε, όπως έχει δηλώσει ο δημιουργός του, «για να φέρω πίσω μία ”καλή κυρία”. Τα κατάφερα, αλλά η κυρία έπαψε να είναι καλή κι έτσι χωρίσαμε». Συνειρμικά παραπέμπει στον στίχο του τραγουδιού «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη: «Λες και μάγια μού ‘χεις κάνει / Φραγκοσυριανή γλυκιά».
Αυτό το ποίημα χρωστάει στη μαθητεία του κομμουνιστή δημιουργού στο πλευρό του Νίκου Καρούζου, του Μιχάλη Κατσαρού, του Μίλτου Σαχτούρη και χρωματίζεται από τον επαναστατικό τόνο του Μαγιακόφσκι. Ισως να είναι παρών ο επερχόμενος θάνατος, όμως, καταφανώς το καθοδηγεί ως υποβολέας ιστορικής μνήμης, η παιδική κι εφηβική ηλικία του πρώτου συντροφικού ταξικού σκουντήματος στον ώμο.
Το απόσπασμα μιλάει από μόνο του:
Και τι δεν περνούσε από μπροστά μας:
στρατιώτες που είχαν σαπίσει
στο θυμό τους
ακίνητοι, αμίλητοι
στον τοίχο κολλημένοι.
*
πουτάνες ελπίζοντας
να αλείψουν με μύρο το κορμί τους
ξοφλώντας τα χρέη τους
στον ουρανό,
παπάδες που πουλούσαν δαχτυλίδια
και παράλυτους σε καροτσάκια.
*
Καμία εντύπωση.
Παιδί, στη γειτονιά μου,
κάθε χρόνο, μία φορά,
έφτανε μια κλούβα
και μοίραζε σε οικογένειες
τα άγια των αγίων
μικρά πλάσματα
που τα πετούσαν ύστερα
στους δρόμους να ζητιανέψουν.
Κι εγώ μ’ ένα κεράκι
από πίσω έψελνα
το Χριστός Ανέστη.
*
Τώρα πια δεν πετάω
πώς να το πω
κουράστηκα.
Επρεπε να το κάνω
χρόνια πριν
αλλά να
με ξετρέλαναν τα σύννεφα
που κοκκίνιζαν,
με ξεγέλασε ένα σώμα
που πίστεψα
πως γδυνόταν για μένα.
*
Αφού δεν θ’ αναπαυτώ ποτέ
ακόμα κι αν τα κοράλλια στη θάλασσα
γεμίσουν τα χέρια μου με μαργαριτάρια.
Με ξεγέλασε ο Θεός
Που κατοικεί σ’ έναν ποταμό
Λάμποντας
I put a spell on you.
*
Κανείς δεν έχει πεθάνει
Κανείς.
Κλείνοντας, αυτό το αφιέρωμα μνήμης, ας θυμηθούμε την επιχειρηματολογία του για ψήφο υπέρ του ΚΚΕ, του τότε 40χρονου αείμνηστου σ. Γιώργου Κακουλίδη («Ριζοσπάστης», 8 Σεπτέμβρη 1996):
«Γιατί ψηφίζω ΚΚΕ; Πρώτον για λόγους αξιοπρέπειας. Γιατί δεν είμαι μοναχικό εμπόρευμα σ’ έναν κόσμο καταναλωτών. Ψηφίζω ΚΚΕ ενάντια στο περιβάλλον της Ευρώπης που καθορίζει την ψυχή μου. Ψηφίζω ΚΚΕ για λόγους προσωπικούς, ενάντια σ’ όσους διέσυραν τη γενιά μου, του Πολυτεχνείου, – Δαμανάκη και Λαλιώτη.
» Για την καθ’ ημάς Ανατολή, που χάνουμε μέσα από τα χέρια μας. Για το ελεεινό του κ. Σημίτη “ευχαριστώ τις ΗΠΑ”. Γιατί μεγάλωσα στην Καισαριανή και πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου, που μου λένε πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε για λόγους “ορθοστασίας” ενάντια στην άβυσσο που μας περιβάλλει. Και τέλος, για το στοίχημα που επέβαλαν οι κομμουνιστές του “εμείς”, μακριά από το “εγώ”, που βλέπω με άγρια χαρά να συνεχίζεται στις μέρες μας».
Βασίλης Καλαμαράς
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Αναδημοσίευση από την εξαιρετική στήλη “Δαχτυλικά Αποτυπώματα” του Ριζοσπάστη (Σάββατο 15 Οχτώβρη 2022 – Κυριακή 16 Οχτώβρη 2022)