Η προλεταριακή επανάσταση – Οκτώβριος 1917

Η Ρωσική, η προλεταριακή Επανάσταση, δεν ανέτρεψε, μια κι έξω την καπιταλιστική τάξη του κόσμου. Μας έδειξε όμως δύο πράγματα: ότι αυτό μπορεί να γίνει και ότι αυτό αξίζει να γίνει. Στην Ελλάδα και στον κόσμο του 21ου αιώνα καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι σημαίνουν όλα αυτά.

(ομιλία στην διημερίδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, «1917. Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο». Νοέμβριος 2017)

Στις 3 Απριλίου του 1917, όταν ο Λένιν και οι σοσιαλιστές που τον συνόδευαν έφθασαν στο σταθμό του Βιμπόργκ, στην Πετρούπολη, το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για την υποδοχή τους τραγουδούσε ένα παλιό επαναστατικό εμβατήριο. Επρόκειτο για τη Μασσαλιώτιδα, τον παλιό θούριο της Στρατιάς του Ρήνου που μετρούσε ήδη ηλικία 125 ετών. Δεν επρόκειτο ακριβώς για τον ίδιο ύμνο. Ο ακροατής του 1917 θα αναγνώριζε τη μελωδία, όχι όμως και τα λόγια. Πέρα του ότι αυτά ήταν –στην περίσταση- στη ρωσική γλώσσα, το περιεχόμενό τους είχε αλλάξει –ειδικά από το 1879 οπότε η Μασσαλιώτιδα είχε επίσημα γίνει εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Επρόκειτο για τη «Μασσαλιώτιδα των Εργατών», η οποία έκφραζε πλέον τα αιτήματα και τις προσδοκίες του εργατικού κινήματος.

Με την επίσημη εκδοχή της αλλά και με την εργατική-σοσιαλιστική αντίστοιχη, η Μασσαλιώτιδα έκανε λαμπρή παρουσία στις επαναστατικές διεργασίες του 1917 στη Ρωσία. Η αναφορά του πρωτότυπου στην αντίσταση στην τυραννία κάλυπτε τις πολιτικές διεκδικήσεις των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Ρωσίας μετά την ανατροπή του Φεβρουαρίου 1917 –ειδικά των Καντέτων και των Εσέρων1. Ο τύραννος, ο μισητός τσάρος είχε φύγει και το γεγονός απευθείας παρέπεμπε στην ανάλογη εκθρόνιση της μοναρχίας και του Παλαιού Καθεστώτος στη Γαλλική Επανάσταση. Η αναφορά, στην παραδοσιακή τουλάχιστον εκδοχή του εμβατηρίου, στις ορδές των εχθρών που απειλούν το εθνικό έδαφος, εξυπηρετούσε τις πολιτικές ανάγκες των αστών δημοκρατών: την ανάγκη συνέχισης του πολέμου, κάτω πλέον από το πέπλο του αγώνα ενάντια στην απολυταρχία των αυτοκρατόρων και την δίκαιη προάσπιση του «πάτριου εδάφους». Ένα «πάτριο έδαφος» που, για να είναι πιο πειστικό και γοητευτικό, περιλάμβανε την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά.

Στις 25 Οκτωβρίου (π.η.) του ίδιου 1917, στο 2ο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ στην Πετρούπολη, η πραγματοποίηση του πάγιου αιτήματος των επαναστατών της Ρωσίας, το πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ, χαιρετίστηκε με ένα τελείως διαφορετικό εμβατήριο: Την Διεθνή. Ετούτος ο ύμνος -και ταυτόχρονα κάλεσμα- της επανάστασης είχε επίσης γαλλικές ρίζες. Τα λόγια του ανήκαν σε ένα ποίημα του Ευγένιου Ποτιέ γραμμένο στις φλόγες της Παρισινής Κομμούνας. Η μελοποίησή του ακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα. Στα 1904, στο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Άμστερνταμ, επισημοποιήθηκε, στο ρεπερτόριο του σοσιαλιστικού κινήματος, παράλληλα με την Μασσαλιώτιδα. Τον Οκτώβριο του 1917 έγινε ο μοναδικός επίσημος ύμνος του εργατικού, του κομμουνιστικού κινήματος και, λίγο αργότερα, ύμνος της Σοβιετικής Ένωσης, ως το 1944 τουλάχιστον.

Ετούτη η ανατροπή στις μελωδίες και στους στίχους αντικατόπτριζε τις βαθιές αλλαγές που έφερε το επαναστατικό έτος 1917 στη ρωσική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία. Η πιο εμφανής από αυτές βρισκόταν στο πολιτικό επίπεδο ή, για την ακρίβεια, στην κοινωνική γεωγραφία πάνω στην οποία αρθρωνόταν η πολιτική. Ας σταθούμε λίγο σε αυτόν τον πρώτο ριζοσπαστικά ανατρεπτικό σταθμό στην ιστορία.

Αμέτρητες εξεγέρσεις σφράγισαν την ιστορία της ανθρωπότητας σε ολόκληρη την πορεία της. Ενίοτε υπήρξαν τρομερά βίαιες, απόλυτα καταστροφικές. Ανέτρεψαν ηγεμόνες, αυτοκρατορίες, ισχυρούς αφέντες, στρατούς και κρατικούς μηχανισμούς, έκαψαν, κατέστρεψαν ανάκτορα, φρούρια, πόλεις. Σε σύγκριση, όμως, με την έκταση που κατέχουν ετούτα τα φαινόμενα στην ανθρώπινη ιστορία, το πολιτικό αποτέλεσμα μας φαίνεται –και είναι– περιορισμένο, ενίοτε ασήμαντο. Παρά τις διακηρύξεις και τις επιθυμίες των αδικημένων και οργισμένων, οι εκρήξεις που προκλήθηκαν δεν ανέτρεψαν την τάξη του κόσμου, δεν έφεραν πολιτικό αποτέλεσμα. Οι αδικημένοι, αν θέλουμε να το πούμε πιο απλά, δεν κατάργησαν την αδικία, δεν πήραν για λογαριασμό τους την εξουσία με τρόπο ικανό να καταργήσει όσα η εκμετάλλευσή τους από τους ισχυρούς προκάλεσε. Η «Πολιτεία του Ήλιου», το «Βασίλειο του Θεού» ή όπως αλλιώς ονόμασαν την ουτοπία τους δεν έγινε πολιτικό σχέδιο και πολιτικός στόχος. Έφθειραν το κυρίαρχο σύστημα, το πλήγωσαν, ενίοτε το υποχρέωσαν να υποχωρήσει ή να προσαρμοστεί, να αλλάξει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν το ανέτρεψαν.

Οι εξεγέρσεις –οι «επαναστάσεις»– των δούλων στην αρχαία Ρώμη ή τη μεσαιωνική Μεσοποταμία είναι αμφίβολο εάν ευαγγελίζονταν έναν κόσμο χωρίς δουλεία –δεν διεκδικούσαν την καταστροφή του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, στη μεσαιωνική ανατολή αντίθετα, τον υπεράσπιζαν. Οι εξεγέρσεις των Παυλικιανών, των Καθαρών και των Βογομίλων είναι αμφίβολο εάν διεκδικούσαν την κατάργηση της δουλοπαροικίας. Στην ουσία, επικαλούνταν τη διαμεσολάβηση του Θεού, το οποίο, μεθερμηνευόμενο στα εγκόσμια, σήμαινε συνήθως την αλλαγή αφέντη.

Στην πρόσφατη ιστορική πορεία της Ευρώπης, στη αυγή της σύγχρονης εποχής, η επανάσταση του 1789 ανέτρεψε το Παλαιό Καθεστώς, κατάργησε δηλαδή εκείνο το κράμα πολιτικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών τα οποία σφράγισαν τη μακρά περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στον Μεσαίωνα και την επιβολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν κατάργησε όμως την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο – αντίθετα, τη θεσμοποίησε σε νέο πιο αποτελεσματικό πλαίσιο. Η Γαλλική Επανάσταση δεν ανέτρεψε τα κοινωνικά χωροταξικά δεδομένα. Στο Παλαιό Καθεστώς, η αριστοκρατία και ο ανώτερος κλήρος αντιπροσώπευαν περίπου το 3% του πληθυσμού της επαναστατημένης χώρας, της Γαλλίας. Οι αστοί προύχοντες, οι έμποροι και οι βιομήχανοι, οι οποίοι εκπροσωπούσαν, διαμέσου των τοπικών συμβουλίων των προυχόντων, των «Κολεγίων», την «Τρίτη Κατάσταση», δεν αποτελούσαν, όσον αφορά το αριθμητικό τους μέγεθος, μια διαφορετική ποσότητα. Αντιπροσώπευαν ίσως κάτι περισσότερο από το 3% του πληθυσμού – είναι αμφίβολο εάν πλησίαζαν το 5%. Αυτοί όμως είχαν μια ειδική ιδιότητα: Μιλούσαν για λογαριασμό όλων των υπολοίπων, των αγροτών, των φτωχών στις πόλεις, των άκληρων, των απόβλητων. Μιλούσαν και για λογαριασμό όλων όσων δεν είχαν δική τους φωνή –πολιτική φωνή. Στην τότε διάρθρωση του κόσμου –όχι μόνο σε αυτήν- η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν έβρισκε τη θέση της χάρη στην όποια φωνή της. Την εύρισκε χάρη στον μόχθο που καθημερινά κατέθετε έτσι ώστε το όλο σύστημα να λειτουργεί, έτσι ώστε να υπάρχει κοινωνία και πολιτεία. Από το πλεόνασμα που οι πολλοί δημιουργούσαν τρέφονταν άνθρωποι και μηχανισμοί: οι «κυρίαρχοι», όπως θα το οροθετούσαμε σήμερα. Οι «εκλεκτοί» της Θείας Πρόνοιας, όπως το οροθετούσαν τότε.

Ανάμεσα σε αυτούς που εξαρτούσαν την ύπαρξη και τον πλούτο τους στον μόχθο που υπεξαιρούσαν από τους πολλούς, βρίσκονταν, εκτός από τους ιεράρχες, τους αριστοκράτες και τους μονάρχες, και οι «προύχοντες», εκείνοι δηλαδή που χωρίς τίτλους ευγενείας και –συνήθως- χωρίς αντίστοιχη γαιοκτησία, συσσώρευαν πλούτο μέσα από το εμπόριο ή την «βιομηχανία». Από την κοινωνική αυτή τους θέση διαμεσολαβούσαν ανάμεσα στους πολλούς, στους παραγωγούς, και στην πολιτική εξουσία, το κράτος, το οποίο προστάτευε, υπηρετούσε και τη δική τους οικονομική και κοινωνική υπόσταση. Διαμεσολαβούσαν κυρίως εκεί που χρειαζόταν: στην τακτική πληρωμή των φόρων πιο ειδικά.

Το διαμεσολαβούσαν σήμαινε επίσης ότι «αντιπροσώπευαν», μιλούσαν δηλαδή και για λογαριασμό εκείνων που δεν είχαν φωνή. Οι εκπρόσωποι της Τρίτης Κατάστασης στο Παλαιό Καθεστώς της Γαλλίας ορίζονταν με βάση τις αποφάσεις των «Κολλεγίων» των τοπικών συμβουλίων των πετυχημένων. Πετυχημένων οι οποίοι επειδή στήριζαν την κοινωνική και οικονομική τους υπόσταση στις πόλεις απέδωσαν στον εαυτό τους τον τίτλο του «αστού», του «μπουρζουά». Αυτοί οι «εκπρόσωποι» προκάλεσαν και οδήγησαν την Γαλλική Επανάσταση στα 1789. Αυτοί όρισαν το νέο καθεστώς ως «αντιπροσωπευτικό» – λειτούργησε και λειτουργεί δηλαδή στη βάση της «διαμεσολάβησης» των «αντιπροσώπων». Είναι η γνωστή μας «αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία» των αστών η οποία σήμερα, με απαράμιλλο σεβασμό στην «ελευθερία» και στα «ανθρώπινα» (προς Θεού όχι πολιτικά) «δικαιώματα» εκφράζει με την γνωστή στο λαό μας αποτελεσματικότητα τα συμφέροντα όλων μας στις όποιες Βρυξέλλες. Νομίζω ότι δεν ειρωνεύομαι, απλά κυριολεκτώ!

Η διαμάχη για την πολιτική εξουσία και, συνακόλουθα, για την κοινωνική, οικονομική και ιδεολογική, αφορούσε σε εκείνο το επαναστατικό έτος -1789- περίπου το 6%-8% του πληθυσμού. Το υπόλοιπο τμήμα του είτε παρακολουθούσε από μακριά τις συγκρούσεις των ισχυρών ή, όπως πολύ συχνά γινόταν στην ιστορία της ανθρωπότητας, χρησίμευε ως εργαλείο στα χέρια των διεκδικητών της πολιτικής εξουσίας. Προφανώς εργαλείο που λειτουργούσε με βάση τα συμφέροντα των λίγων, συμφέροντα ξένα και απόμακρα προς όσα οι πολλοί επιθυμούσαν. Τα «δικαιώματα» του Ανθρώπου και του Πολίτη με τα οποία θεσμοθέτησαν την νέα αστική τους εξουσία θα μπορούσε να είναι πολιτική σύμβαση μεσαιωνικής εποχής, ένα είδος «Habeas Corpus» εάν δεν την διαχώριζε από τα παλαιότερα κάτι το ολότελα νέο: η σύμβαση δεν περνούσε μέσα από το θρησκευτικό. Ο Θεός δεν ήταν παρών, ούτε ως εγγυητής, ούτε ως νομοθέτης. Προφανώς τα συμφέροντα του Θεού είχαν μείνει πίσω σε σχέση με τα φιλόδοξα σχέδια της αστικής τάξης. Οι ναπολεόντιοι πόλεμοι έγιναν στο όνομα του «‘Έθνους», δηλαδή των συμφερόντων των αστών και σε τίποτε δεν θύμιζαν την όποια Σταυροφορία του άλλοτε.

Η Ρωσική Επανάσταση στα 1917 δεν μοιάζει με τις προηγούμενες επαναστάσεις. Αυτό που έφερε είναι καταλυτικά νέο. Μόνο στην εποχή μας θα μπορούσε –και μπορεί- να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο. Η πρόοδος των παραγωγικών σχέσεων, το πλήθος των αγαθών που δημιουργεί ο ανθρώπινος μόχθος το επιτρέπουν. Στην εδώ περίπτωση δεν υπήρξαν «μεσολαβητές» και δεν χρειαζόταν κανενός είδους «αντιπροσώπευση». Οι πολλοί, οι παραγωγοί, εκείνοι που μοχθούν και παράγουν, ήρθαν οι ίδιοι να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Δεν πρόκειται για την αντικατάσταση του 3% από ένα άλλο –πιο φωτισμένο- 3%. Εδώ το 90% των ανθρώπων πέρασε το κατώφλι της εξουσίας και πήρε στα χέρια του τη δική του τύχη, τη δική του ζωή, μαζί με ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Στην οποία δεν πρέπει να έχει θέση ούτε η εκμετάλλευση, ούτε η αδικία, ούτε ο πόλεμος, ούτε ο φασισμός και τα υπόλοιπα υποπροϊόντα του αστικού καθεστώτος.

Το πολιτικό εργαλείο για ετούτη την ανατροπή ερχόταν από το παρελθόν επίσης, όχι όμως το πολύ απόμακρο παρελθόν. Μέσα από τους επιμέρους ανολοκλήρωτους αγώνες της εργατικής τάξης, μέσα από πλήθος επαναστάσεων που δεν νίκησαν, από εξεγέρσεις που πολεμήθηκαν και πνίγηκαν στο αίμα, γεννήθηκε, «εφευρέθηκε» θα μπορούσα να πω το εργαλείο αυτό. Πρόκειται για τα Σοβιέτ, τα εργατικά συμβούλια. Πειραματικά συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν στην πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905, εφαρμόζοντας σε αυτή την εμπειρία από την Παρισινή Κομμούνα και από τους ατελείωτους εργατικούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα.

Τα Σοβιέτ είχαν ένα ειδικό χαρακτηριστικό που τα διαφοροποιούσε από τις ως τότε εργατικές οργανώσεις. Δεν ήταν συνδικαλιστικό όργανο, δεν ήταν συντεχνιακής υφής οργάνωση, δεν ήταν ένωση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός επιμέρους συμφερόντων. Ήταν πολιτικό όργανο. Συγκροτήθηκε με την πρόθεση να ασκήσει πολιτική. Μπορούσε και έπρεπε να πάρει την εξουσία καθώς την πολιτική την ασκεί η εξουσία και τα Σοβιέτ βρίσκονταν εκεί για να ασκήσουν πολιτική. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της διαμάχης ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και στους σοσιαλδημοκράτες Μενσεβίκους ή τους Εσέρους στους «ενδιάμεσους» μήνες του 1917, από τις 25 Φεβρουαρίου όταν επανασυστήθηκαν στην Πετρούπολη τα Σοβιέτ του 1905, ως τις 25 Οκτώβρη, όπου το δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ ανέλαβε το ίδιο την διακυβέρνηση της χώρας.

Αυτός ήταν ο ρόλος, αυτή ήταν η αναγκαιότητα των Μπολσεβίκων. Χωρίς αυτούς το εργατικό κίνημα οδηγημένο από τη σοσιαλδημοκρατία ή τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις που είχε φέρει στο προσκήνιο η ανατροπή του Φεβρουαρίου, θα κρατούσαν το πολιτικό όργανο της εργατικής τάξης, τα Σοβιέτ, μακριά από την πολιτική εξουσία. Την τελευταία θα την κρατούσαν δέσμια στα σκήπτρα των αστών κάτω από περίπλοκες διαδικαστικές εξισώσεις2. Οι Μπολσεβίκοι, το κόμμα της εργατικής τάξης, αληθινό επιτελείο του αγώνα, ανέτρεψαν αυτήν την προοπτική και μαζί με αυτή ανέτρεψαν την «ομαλή» -όπως την θέλουν την «ομαλότητα» οι κυρίαρχες τάξεις- εξέλιξη της ιστορίας.

@@

Στο επίπεδο της πολιτικής κοινωνικής γεωγραφίας το 1917 έφερε μια νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έκτοτε ο κόσμος, η μετέπειτα ιστορία, συνδιαλέγεται με το γεγονός αυτό, δεν μπορεί να το αποφύγει, δεν μπορεί να το περιθωριοποιήσει παρόλες τις ενδιάμεσες «νίκες» της, τις «παλινορθώσεις» της, τα «επιτεύγματά» της. Όλα αυτά εμπεριέχουν την αδικία, την εκμετάλλευση και τον ανταγωνισμό. Τα στοιχεία φθοράς ενός συστήματος που καθώς εκπροσωπεί τους λίγους οφείλει συνεχώς να αντιμετωπίζει τις ενδόμυχες ή τις ανοικτά εκφρασμένες επιθυμίες των πολλών.

Το ίδιο το αστικό πολιτικό σκηνικό άλλαξε τα χαρακτηριστικά του. Στην διάρκεια του 19ου αιώνα, οι νέοι κοινωνικά ισχυροί διαπίστωσαν τις αδυναμίες της κυριαρχίας τους. Η πιο σοβαρή από αυτές συνδεόταν με τους εσωτερικούς στο σύστημα ανταγωνισμούς που διαρκώς γεννούσε – και γεννά- ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Οι αστοί δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους και την τάξη τους την όποια ταξική μονοπώληση της μάχιμης διεκπεραίωσης των συγκρούσεων που γεννούν οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί. Αντίθετα ετούτο το βαρύ φορτίο το μετακυλίουν στους πολλούς, στους «αντιπροσωπευόμενους». Η διαδικασία απαιτεί, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των πολλών να πολεμήσουν για λογαριασμό των συμφερόντων των λίγων κάθε φορά που οι ανταγωνισμοί απαιτούν να λυθούν οι διαφορές με αίμα –όχι κατ’ ανάγκη «αστικό».

Ετούτη η ανάγκη, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα, όταν θέριεψαν –μαζί με την διεύρυνση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – οι ανταγωνισμοί, προϋπέθετε την διανομή όπλων και τεχνογνωσίας πολέμου στους πολλούς. Η αστική τάξη ανακάλυψε με ανησυχία ότι όχι μόνο δημιουργούσε η ίδια –στα εργοστάσιά της- τους κοινωνικούς εχθρούς και αντιπάλους της, αλλά ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να τους εκπαιδεύει στα όπλα και να τα εμπιστεύεται στα χέρια τους. Ετούτη η κατάσταση μπορούσε προφανώς να δημιουργήσει πλήθος «ιδέες» στους «αντιπροσωπευόμενους», ιδέες ακραία επικίνδυνες για το αστικό κυρίαρχο καθεστώς.

Η διαπίστωση του κινδύνου οδήγησε σε ένα συμβιβασμό που λειτούργησε με επάρκεια στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα και μέχρι το μοιραίο έτος 1917. Ο συμβιβασμός συνίστατο στην ανάσυρση από το καλάθι της ιστορίας και την αναπαλαίωση στοιχείων του Παλαιού Καθεστώτος. Βασιλείς, αυτοκράτορες, μέσα σε ανάκτορα όπου περίσσευαν οι αριστοκράτες, δέσποζαν στο πολιτικό σύστημα και βασίλευαν σε μια ευρωπαϊκή ήπειρο που συνέβαινε ταυτόχρονα να είναι το λίκνο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του πλέον σαρωτικά ριζοσπαστικού από τους ανάλογους που πέρασαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ως την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ετούτο το πολιτικό παράδοξο σφράγιζε το πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης3.

Η συναλλαγή ήταν αμοιβαία επωφελής. Οι μονάρχες και οι αριστοκράτες που τους πλαισίωναν, έδιναν το αυταρχικό στίγμα στο πολιτικό πεδίο, στίγμα απαραίτητο για την καταστολή του εργατικού κινήματος και τον έλεγχο των δυνάμεων που γεννούσαν οι νέες εποχές. Πλαισίωναν επίσης τους στρατιωτικούς μηχανισμούς σε τρόπο ώστε η απαραίτητη διανομή όπλων στους πολλούς –όταν ερχόταν η ώρα- να πραγματοποιούνταν μέσα σε αυστηρά ιεραρχημένους, πειθαρχημένους και ελεγχόμενους μηχανισμούς. Τα ανάκτορα και οι αριστοκράτες πλαισίωναν τους στρατιωτικούς μηχανισμούς ακόμα και όταν οι τελευταίοι λειτουργούσαν κάτω από συνθήκες καθολικής στρατιωτικής θητείας και γενικής επιστράτευσης.

Στις παρενέργειες του συμβιβασμού οφείλονταν μερικές αφύσικες επιβιώσεις, όπως λόγου χάρη εκείνη στο πεδίο της γαιοκτησίας. Παρόλο που η μεγάλη γαιοκτησία και η συνακόλουθη δουλοπαροικία –στην απόλυτη ή στη λανθάνουσα μορφή της- έρχονταν σε αντίθεση με τους κανόνες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, διατηρήθηκαν σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα και σε μεγάλο μέρος του 20ου σε πολλές ευρωπαϊκές ζώνες. Η Ρωσία, όπου η δουλοπαροικία θεωρητικά καταργήθηκε στα 1861 χωρίς όμως να θιγεί η μεγάλη γαιοκτησία, το ζήτημα προκάλεσε τριβές, που πρωταγωνίστησαν στις εξελίξεις του 1917. Αποδείχθηκε τότε ότι η ανάγκη επιστράτευσης από τον ρωσικό αγροτικό πληθυσμό του μεγαλύτερου στρατού που γνώρισε ποτέ η παγκόσμια στρατιωτική ιστορία -15.000.000 στρατιώτες, το 9% του συνολικού πληθυσμού- ερχόταν σε εκρηκτική αντίθεση με το έντονο αγροτικό πρόβλημα της χώρας.

Ο ειδικός ρόλος της αριστοκρατίας και των συνακόλουθων μοναρχικών, βασιλικών και αριστοκρατικών καθεστώτων της καθόλα καπιταλιστικής Ευρώπης ολοκληρώθηκε και τερματίστηκε στα 1917. Ήταν το έτος της «Πτώσης των Αετών». Ο επαναστατικός άνεμος που σάρωσε –να σημειωθεί: με απρόσμενη ευκολία- το ισχυρό τσαρικό καθεστώς ήταν μία από τις παραμέτρους του διαζυγίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και τα κατάλοιπα του Παλαιού αριστοκρατικού Καθεστώτος. Την ίδια εποχή έντονα προβλήματα απο-νομιμοποίησης και έκπτωσης της πολιτικής δυναμικής τους αντιμετώπιζαν όλα σχεδόν τα καθεστώτα αυτού του τύπου: η συνθετική αυτοκρατορική δύναμη των Αψβούργων της Βιέννης ή των Σουλτάνων της Κωνσταντινούπολης εξαερώθηκε μπροστά στην έκρηξη των εθνικισμών που προκάλεσαν τα δεινά του πολέμου. Η στρατιωτική δεινότητα της πρωσικής αριστοκρατίας αμφισβητήθηκε έντονα στα σφαγεία των μαχών του δυτικού μετώπου. Η ικανότητα των μοναρχών να επιβάλουν ή έστω να συντηρούν την ευταξία των χωρών τους και την πειθάρχηση των λαών, απλά δεν ίσχυε πλέον στη νέα ιστορία της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, θρόνοι, βασιλείς και ηγεμόνες ήταν πλέον άχρηστοι στον μεταπολεμικό, επίσης καπιταλιστικό κόσμο.

Ο μαζικός παροπλισμός αυτών των πολιτικών δυνάμεων άνοιξε το επόμενο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας, κεφάλαιο εξίσου θλιβερό με τα προηγούμενα. Η ανάγκη ποδηγέτησης των λαών και αντιμετώπισης ενός εργατικού κινήματος που, όπως απέδειξε το 1917 και τα χρόνια που ακολούθησαν, γνώριζε πλέον τον δρόμο για την ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης του κόσμου, έφερε στο προσκήνιο νέες πολιτικές οντότητες. Η πιθανότητα νέων πολέμων στη σκιά των ανταγωνισμών του συστήματος που ελάχιστα άμβλυνε ο παγκόσμιος πόλεμος, συνηγόρησε επίσης στην ίδια κατεύθυνση. Ο φασισμός και ο ναζισμός, κινήματα που εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως με το τέλος του πολέμου, κλήθηκαν να διαχειριστούν το κενό που άφησε πίσω της η έκλειψη της αριστοκρατίας και των μοναρχικών καθεστώτων. Στη θέση του πολιτικού συμβιβασμού που έδωσε στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τις πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξή του –και την επιβολή του σε ολόκληρο τον πλανήτη διαμέσου του «δια πυρός και σιδήρου» ύστερου αποικισμού- αναδείχθηκαν νέα και αδοκίμαστα ιστορικά σχήματα, εκφραστές βίαιων ιδεών στο μέτρο των απειλών που αντιμετώπιζε πλέον το καπιταλιστικό σύστημα.

@@

Το 1917 άλλαξε ποικιλότροπα την ιστορία της ανθρωπότητας. Άνοιξε νέα κεφάλαια με ολότελα αντιφατικά χαρακτηριστικά. Από τη μία πλευρά, στο βάθος του ορίζοντα, διακρινόταν πλέον μια νέα προσμονή και ελπίδα. Το τέλος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο θα την ορίζαμε επιγραμματικά. Από την άλλη, δημιούργησε τις προϋποθέσεις, τις συνθήκες για την απόλυτη τερατογένεση. Οι επιδόσεις, τα έργα και οι ημέρες του ναζισμού στον επόμενο παγκόσμιο πόλεμο έδειξαν τη διάσταση του κακού.

Η Ρωσική, η προλεταριακή Επανάσταση, δεν ανέτρεψε, μια κι έξω την καπιταλιστική τάξη του κόσμου. Μας έδειξε όμως δύο πράγματα: ότι αυτό μπορεί να γίνει και ότι αυτό αξίζει να γίνει. Στην Ελλάδα και στον κόσμο του 21ου αιώνα καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι σημαίνουν όλα αυτά.

1 Καντέτοι, μεταρρυθμιστικό αστικό κόμμα –με ηγέτη τον Μιλιουκόφ. Εσέροι, επαναστάτες σοσιαλιστές – ένα μείγμα λαϊκιστών, ριζοσπαστών, αγροτιστών, και «απόστρατων» τρομοκρατών.

2 Κυβερνήσεις συνεργασίας και ενότητας καθότι η εργατική τάξη και το κόμμα της δεν θα μπορούσαν να διαχειριστούν την περιπλοκότητα των προβλημάτων της τότε εμπόλεμης Ρωσίας.

3 Με την εξαίρεση της Γαλλίας

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: