Σύντροφος Κορσάκοφ

Ο μύθος έλεγε ότι ήταν ΟΠΛΑτζής, φυσικά δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ. Και μετά λοχαγός του ΔΣΕ… Δεν μου πέρναγε από το μυαλό πώς μπορεί να συνδέεται η ΟΠΛΑ με ένα συμβάν του 1981…

Κοντοστάθηκα έξω από την πόρτα της γκρίζας πολυκατοικίας του. Είχα σηκώσει τον γιακά του μπουφάν. Ο κωλόκαιρος γινόταν όλο και χειρότερος. Όλη τη βδομάδα χιονόνερο, μουντάδα και κρύο τσουχτερό. Σήκωσα το χέρι μου να χτυπήσω το κουδούνι. Σε αυτό το δευτερόλεπτο που χρειάστηκε το δάχτυλό μου μέχρι να αγγίξει το κουδούνι της εισόδου, ήρθε στο μυαλό μου το πώς έφτασα εδώ.

Ο διευθυντής της εφημερίδας μου, ιστορικός και πωρωμένος με την ΟΠΛΑ, μου είχε τηλεφωνήσει.

– Καλημέρα, σύντροφε. Κωλόκαιρος και σήμερα, ε;

– Καλημέρα, είπα αγουροξυπνημένος. Κωλόκαιρος, οπότε προς τι η καλημέρα, συμφώνησα… Τι έγινε;

– Έλαβα ένα τηλεφώνημα. Η διαίσθησή μου λέει ότι έχουμε κάτι σημαντικό εδώ.

Η διαίσθηση της διεθυντάρας μου είχε ποσοστό αποτυχίας κοντά 100%, πράγμα που και στατιστικά, ήταν απίθανο. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερνε, αλλά κάθε φορά υποσχόταν πρωτοσέλιδη ιστορία. Και κάθε φορά καταλήγαμε φιάσκο.

– Μ’ ακούς; ξαναρώτησε σχεδόν ανήσυχος.

– Ναι, εδώ είμαι, φοβήθηκα ότι άκουγε τη σκέψη μου.

– Θέλω να πας στο κέντρο.

Μου έδωσε μια διεύθυνση, που έκανα οτι τη σημείωσα.

– Τι παίζει εκεί; ρώτησα ακομα πιο βαριεστημένα.

– Μου είπαν ότι μένει εκεί ο σύντροφος  “Κορσάκοφ”. Δες το σε παρακαλώ. Θα γίνει πρωτοσέλιδο αυτό.

Ούτε καν απάντησα. Ο σύντροφος Κορσάκοφ, μάλιστα. Φερόμενο μέλος της ΟΠΛΑ, προ 50ετίας σχεδόν, εξαφανισμένος έκτοτε. Ο Κορσάκοφ ήταν για τον διευθυντή μου ό,τι ήταν η φάλαινα για τον κάπτεν Αχαμπ. Τον έψαχνε όλη τη ζωή του, αλλά μάλλον ήταν απλώς μύθος. Φιάσκο, σκέφτηκα. Και αφού έκανα τα δέοντα, έκλεισα το ραντεβού για το …φιάσκο.

Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό μου μέχρι το δάχτυλό μου να αγγίξει το κουδούνι. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος… Μια φωνή ακούστηκε να λέει “τρίτος!”.  Έσπρωξα την εξώπορτα.  Πριν προλάβω να φτάσω στο διαμέρισμα του τρίτου, η πόρτα είχε ήδη ανοίξει. Μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα, στεκόταν χαμογελαστή. Όσο μπορούσε δηλαδή, η δεξιά πλευρά του χαμόγελού της υπολειπόταν.

– Καλημέρα!

– Καλημέρα… Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, ήρθα για…

– Ναι,  ξέρω… με έκοψε. Από ποια εφημερίδα είπαμε ότι είσαι; ρώτησε χαμογελαστά, δήθεν είχε ξεχάσει… Το χαμόγελό της υπολειπόταν αισθητά.

– Εεε, είμαι από τον…

– Καλά, δεν έχει σημασία, με ξανάκοψε.

Ακόμα και στο μισοσκόταδο διέκρινα τα πράσινα μάτια της. Αυτά είδα πρώτα. Και μια μεγάλη ουλή, δεξιά, από τη γνάθο ως την κλείδα. Παραμέρισε κουτσαίνοντας για να περάσω.

– Με λένε Αγγελική. Τον…φροντίζω, είπε με ένα τόνο συνομωτικό.

Με έκοψε απο πάνω ως κάτω.

– Δεν έχει μιλήσει για το “συμβάν” εδώ και δέκα χρόνια, συνέχισε.

Μου το είχε ήδη πει στο τηλέφωνο, για χαζό με περνούσε; Το “συμβάν” είχε γίνει 28 Δεκέμβρη του 1981. Αύριο θα συμπληρώνονταν δέκα χρόνια ακριβώς.

– Μην τον πιέσεις, άστον να πει ό,τι θέλει.

Τι να τον πιέσω σκέφτηκα… Ούτε πώς να αρχίσω δεν ήξερα. Δεν μου πέρναγε από το μυαλό πώς μπορεί να συνδέεται η ΟΠΛΑ με ένα συμβάν του 1981.

Με οδήγησε στο σαλόνι. Όλη η δεξιά πλευρά της είχε σπαστική παράλυση, δυσκολευόταν. Και τότε τον είδα στο μισοσκόταδο. Καθόταν στον καναπέ. Φορούσε μια φόρμα γκρίζα. Στηριζόταν στα χέρια του, τα είχε πίσω από την πλάτη του, ίσια στους αγκώνες. Ωχρός, κοντοκουρεμένος, τα μάγουλα ρουφηγμένα, σκεπασμένα με γκρίζα γένεια. Τα πράσινα μάτια του κενά, να κοιτάν ίσια μπροστά. Σαν να είχαν και λίγο κίτρινο γύρω γύρω… Έμοιαζε με φάντασμα. Ανατρίχιασα. Σαν να μην ήταν από τον κόσμο αυτό.

Ο σύντροφος Κορσάκοφ, κατά κόσμον Αντρέας Λιάκος, ήταν γύρω στα 70. Αν και φαινόταν μεγαλύτερος. Ο μύθος έλεγε ότι ήταν ΟΠΛΑτζής , φυσικά δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ. Και μετά λοχαγός του ΔΣΕ.

Κάθισα σε μια πολυθρόνα μπροστά του, δεν ήξερα πώς να αρχίσω. Δεν ήξερα τίποτα για αυτόν. Δεν ήξερα γιατί ήθελε να μου μιλήσει. Δεν ήξερα γιατί αποφάσισε να μιλήσει τώρα. Δεν ήξερα για το συμβάν. Σκατά δημοσιογράφος. Σκατά.

– Είναι οκ να ανοίξω το μαγνητοφωνάκι μου; ρώτησα.

Σήκωσε τα μάτια σιωπηλά, ένιωθα το βλέμμα του να διαπερνάει το κρανίο μου. Ξεροκατάπια.

– Είναι ξύπνιος; ρώτησα την Αγγελική..

– Ξύπνιος είναι, μου απάντησε.

Περίμενα, μα το μαγνητοφωνάκι κατέγραφε μονάχα σιωπή.

– Σύντροφε, γιατί αποφάσισες να μου μιλήσεις σήμερα;

Γιατί αύριο τελειώνουν όλα, απάντησε ξαφνικά. 

Η φωνή του ήταν βαριά, μιλούσε αργά. Σε έναν τόνο, σταθερό, ίδιο.

– Έχω ζήσει πολλές ζωές, συνέχισε. Η πρώτη μου ζωή ήταν στην Νίκαια. Εκει γεννήθηκα. Ο πατέρας μου οικοδόμος, η μάνα μου ράφτρα. Φτώχεια. Πολλή φτώχεια σου λέω. Και η καλύτερη παρέα της ζωής μου. Ο Κλεάνθης, ο Λεοντής, ο Πέτρος, ο Τάκης, ο Μήτσος. Αχώριστοι σου λεω. Μπέσα σου λέω.

Σταμάτησε απότομα. Όπως ήταν στηριγμένος στα χέρια του, ασάλευτος. Το βλέμμα του ακίνητο, να με διαπερνάει.

– Ξύπνιος είναι; ξαναρώτησα σα χαζός την Αγγελική.

– Ξύπνιος είναι, απάντησε…

Ο Κορσάκοφ κοίταξε μια το μαγνητοφωνάκι, μια εμένα.

Αύριο τελειώνουν όλα, ξανάπε στον ίδιο τόνο.

Δεν καταλάβαινα.

– Η δεύτερη ζωή μου ξεκίνησε το 1943. Μέλος του ΕΛΑΣ πόλης. Με τους φίλους μου όλους.

– Ήσουν κομμουνιστής;

– Τι κομμουνιστής; γέλασε. Εγώ ούτε από γράμματα ήξερα, ούτε από πολιτικά.

– Τότε πώς βρέθηκες εκεί;

– Δύο μπουραντάδες πείραξαν μια μέρα το κορίτσι μου… Τους σάπισα στο ξύλο. Ε, μετά δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω. Πήγα στον ΕΛΑΣ να κρυφτώ. Εκεί που ήταν οι φίλοι μου. Μπέσα, σου λέω.

– Ήσουν στην ΟΠΛΑ; ρώτησα και σκέφτηκα “να το πρωτοσέλιδο”.

– Κανείς δεν ήταν στην ΟΠΛΑ, μπεσα σου λέω, με γείωσε και πάει το πρωτοσέλιδο.

Η Αγγελική χαμογέλασε με το φιάσκο μου. Πάλι όμως το χαμόγελό της δεν μπόρεσε να απλώσει σε όλο της το πρόσωπο.

– Στα Δεκεμβριανά, τι θυμάσαι;

– Στα Δεκεμβριανά ζοριστήκαμε. Σύμμαχοι ήταν ρε οι Άγγλοι. Και μπούκαραν. Δεν έχει ξαναγίνει στην ιστορία. Χειρότεροι φασίστες αυτοί, μπέσα σου λέω. Μέχρι Ινδούς είχαν κουβαλήσει να μας ντουφεκάνε. Το Κόμμα έλεγε είναι σύμμαχοι, τι σύμμαχοι; Αν δεν είχε μπει στην Αθήνα ο Άρης, δε θα είχαμε αντέξει.

– Για πότε λες;

– Για όταν κατέβηκε ο Άρης με τον ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Πρώτα κύκλωσε το Γουδή, μετά τα τμήματα τα αστυνομικά. Και μετά έκανε έφοδο στην… 

Κομπιασε για λίγο.

– Στην πρώην Βασιλίσσης Σοφίας μωρέ.

– Πρώην βασιλίσσης Σοφίας; επανέλαβα και τον κοίταξα ερωτηματικά.

– Ναι,ναι, στη λεωφόρο Μπελογιάννη, το θυμήθηκα. Τότε, στα χρόνια μου λεγόταν βασιλίσσης Σοφίας. Παρέλαση έκανε ο Άρης. Με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ που ήταν στην Καλλιθέα, τους κύκλωσε και τους πετάξαμε στη θάλασσα. Τέτοια πανωλεθρία, δεν την περίμεναν.

Το πρόσωπο του φωτίστηκε καθώς τα θυμόταν.

– Σε έναν μήνα κάναμε εκλογές. Το ΕΑΜ σάρωσε, στο κοινοβούλιο των Λαϊκών Αντιπροσώπων είχαμε το 90% των βουλευτών. Η πρώτη λαϊκή κυβέρνηση στη χώρα. Μια μέρα μόνο το γιορτάσαμε… Στην πλατεία Λένιν… Τότε τη λέγαν ακόμα πλατεία Συντάγματος. 2 εκατομμύρια κόσμος, μπέσα σου λέω. Και μετά, ξεκινήσαμε. Να χτίσουμε.

– Τι να χτίσετε; ρώτησα συνοφρυωμένος.

– Τη χώρα από την αρχή ντε. Ο Μπελογιάννης και ο Μπάτσης φτιάξαν το σχέδιο για τη βαριά βιομηχανία και ριχτήκαμε στη δουλειά. Εγώ έγινα λοχαγός τότε. Ο Άρης είχε αναλάβει τη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού, του στρατού της Λαϊκής Δημοκρατίας Ελάδας. Τότε έμαθα τα πρώτα γράμματα, αλλά από δουλειά άσε…

– Γιατί;

– Ε, ο ΔΣΕ βοηθούσε στην ανοικοδόμηση τους εργάτες, κανονικά οικοδομή σου λέω και γω και οι φίλοι μου. Αλλά οι παλιοί πλούσιοι ενοχλήθηκαν.

– Τι έγινε, θυμάσαι; ρώτησα, και κοίταζα μια τον Κορσάκοφ και μια την Αγγελική. Με είχε συνεπάρει η αφήγηση.

– Πώς δε θυμάμαι… Τους ξεβόλεψε ο Ζαχαριάδης που είχε πάρει επ’ ώμου το σχέδιο για την κολεχτιβοποίηση, άρχισαν τα τατσι μητσι με τους Αμερικάνους τα παλιά τζάκια, μέχρι που μπούκαραν και αυτοί , το ΄46 , δυο χρόνια αργότερα δηλαδή. Αλλά αυτή τη φορά ήμασταν έτοιμοι και πεισμωμένοι, αν δεν ήμασταν θα την είχαν πατήσει τη χώρα, ένα απέραντο μπουρδέλο θα μας είχαν κάνει. 3 χρόνια πάλι με το όπλο στο χέρι, μπέσα σου λέω.

Έκανε πάλι παύση. Αυτή τη φορά, δε ρώτησα. Μα η Αγγελική, σαν να άκουσε τη σκέψη μου, απάντησε μόνη της.

“Ξύπνιος είναι”.

Αύριο τελειώνουν όλα, ξανάρχισε σοβαρά.

Χωρίς καν να αλλάξει τόνο στη φωνή. Το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο είχε πάει περίπατο. Εννοείται ότι είχα ξεχάσει και το “συμβάν” του 1981 και ο,τιδήποτε σχετικό.

– Το ΄49, στο Γράμμο, στο μακελειό, σκοτώθηκε ο καλύτερος μου φίλος, ο Πέτρος. Και εκεί γνώρισα την Κατερίνα. Την είχαν χτυπήσει άσχημα όταν την πρωτοείδα. Ήταν λουσμένη στο αίμα, της είχαν κόψει τη δεξιά καρωτίδα σε μάχη σώμα με σώμα. Δέκα χιλιόμετρα την κουβάλησα, στα χέρια. Μη στα πολυλογώ, δεν αγάπησα άλλο πλάσμα στη ζωή μου έτσι.

Τον κοίταξα φευγαλέα, τον είδα να έχει καρφώσει τα μάτια του στην Αγγελική. Μα η Αγγελική δεν τον κοιτούσε. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι. Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια της.

Ο Κορσάκοφ γύρισε σε μένα.

– Την έσωσα, αγόρι μου. Έβγαλε το ένα χέρι που κρατούσε όλη αυτή την ώρα πίσω από την πλάτη του και το έσφιξε γροθιά.

– Την έσωσα, ξαναείπε.

Για μια στιγμή, χάθηκε πάλι. Κοιτώντας το πάτωμα μουρμούρισα:

– Ξύπνιος είναι;

– Ξύπνιος είναι, είπε η Αγγελική πνιχτά μέσα σε αναφιλητά, κοιτώντας και αυτή το πάτωμα.

– Γιατί με φώναξες σήμερα να μου τα πεις όλα αυτά; ρώτησα σχεδόν εκνευρισμένος.

Γιατί αύριο τελειώνουν όλα, μου απάντησε ξανά ήρεμος. Αντέχεις λίγο ακόμα; Ξανάριχσε.

– Αντέχω, είπα ψέμματα. Το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο είχε ξυπνήσει. Έπρεπε να φέρω την κουβέντα στο συμβάν του 1981.

– Ζήσαμε με την Κατερίνα 20 χρόνια μαζί, τα πιο όμορφα της χώρας, τα πιο όμορφα και της ζωής μας. Κάθε μέρα δουλειά, κάθε μέρα γιορτή. Μπέσα σου λέω. Μέχρι το ΄67.

– Γιατί, τι έγινε τότε;

– Η ανταρσία ντε, στον ΔΣΕ. Κάποιοι είπαν για πράκτορες, κάποιοι για εκκλησία, κάποιοι για αμερικάνους, τρίχες κατσαρές, αν θες τη γνώμη μου. Το ΄68 καθαιρέθηκε η κυβέρνηση, το Κόμμα κλυδωνίστηκε, μέχρι το ΄74 είχαμε μικρό εμφύλιο, αυτό λέω εγώ. Αλλά τι σου λέω, δεν τα ξέρεις;

– Τα ξέρω , είπα και γέλασα πικρά. Και μετά;

– Τι μετά; Οι καινούριοι που ανέλαβαν άρχισαν να λένε οτι χρειαζόμαστε ελευθερία και μαγαζιά και εμπόριο. Εγώ διαφωνούσα, όχι ότι ήξερα, απλώς ένιωθα. Με διέγραψαν.

– Όντως;

– Μπέσα σου λέω. Εδώ διέγραψαν τον Άρη και τον Ζαχαριάδη, σε μένα θα κώλωναν;

– Και η Κατερίνα; 

– Η Κατερίνα τους πίστευε… Κάθε μέρα τσακωνόμασταν. 7 χρόνια. 7 χρόνια φαγούρα.

Γέλασε πάλι. Και μετά πάγωσε ξανά.

– Είναι ξύπνιος; ρώτησα, μηχανικά αυτή τη φορά.

– Ξύπνιος είναι, απάντησε μηχανικά η Αγγελική.

– Πότε είδες τελευταία φορά την Κατερίνα; αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα.

Στις 28 Δεκεμβρίου 1981.

Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Το “συμβάν”.

– Πού την είδες;

– Στην Δ΄ Λαϊκή Χειρουργική Κλινική, στο “Πέτρος Κόκκαλης”, το Γενικό Νοσοκομείο της Νίκαιας…

– Γιατί, τι έγινε;

Δεν ξέρω, απάντησε και έκανε μια μικρή παύση. Απλώς εξαφανίστηκε, συμπλήρωσε.

– Τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια;

– Εξαφανίστηκα και γω…

– Εμένα γιατί με φώναξες σήμερα εδώ;

Γιατί αύριο τελειώνουν όλα… Και για να σου δώσω αυτό.

Μου πρόταξε έναν κλειστό φάκελο.

– Εσύ θα ξέρεις καλύτερα τι να το κάνεις…

Ακόμα και η Αγγελική με κοίταξε ανήσυχη αυτή τη φορά.

Ο Κορσάκοφ γύρισε για μια τελευταία φορά πριν ξαναβυθιστεί στον λήθαργο.

– Μην τον ανοίξεις πριν απομαγνητοφωνήσεις την κουβέντα μας, με ορμήνεψε.

              ………………………………………….

Καθώς απομαγνητοφωνούσα, στο σπίτι μου στις εργατικές κατοικίες, κοιτούσα τις σημειώσεις μου.

…..Αντρέας Λιάκος, πρώην ΟΠΛΑ;;

…..Σύνδρομο Κορσάκοφ: σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από άνοια και μυθοπλασία

…Γιατί πήρε τηλέφωνο τον διευθυντή μου και ξαναεμφανίστηκε;;;

Ξάφνου, θυμήθηκα… Ο φάκελος, πού άφησα τον φάκελο; Παρά την κούραση, σηκώθηκα στο δευτερόλεπτο… Πού τον άφησα… Άρχισα να βρίζω για την απροσεξία μου. Όχι, εντάξει, στο τζάκετ τον είχα παραχώσει. Δεν τον είχα ανοίξει καλά καλά όταν χτύπησε το τηλέφωνο…

– Ναι;

– Η Αγγελική είμαι…

– Γεια. Πες μου.

– …

– Αγγελική;; Είσαι καλά; Την άκουσα να βαριανασαίνει, πριν ξεκινήσει…

– Στις 28 Δεκέμβρη του 1981, γυρνούσα από τη δουλειά. 500 μέτρα από το σπίτι μου, μου την έπεσαν 2 τσογλάνια, σεσημασμένοι φασίστες της περιοχής. Μου είπαν ότι αν συνεχίσω να συνδικαλίζομαι δε θα έχω τύχη. Τους απείλησα ότι θα τους καταγγείλω.

– Και;

– Με γράπωσαν, μου έσκισαν τα ρούχα και με βίασαν. Και οι δυο. Όταν τελείωσαν, ο ένας έβγαλε ένα μαχαίρι. Μου έκοψε το λαιμό… “Έτσι…για να μας θυμάσαι. Πήγαινε τώρα να μας καταγγείλεις…” Με βρήκε ο πατέρας μου, μισοπεθαμένη, λουσμένη στο αίμα. Με μετέφερε στα χέρια… Στο Κρατικό Νικαίας… 3 φορες με χειρούργησαν για να σωθώ. Παρέλυσε όμως το χέρι μου, το πόδι μου. Και το Χαμόγελό μου. Με το μαχαίρι είχαν τραυματίσει την αρτηρία…

– Ο Κορσάκοφ είναι ο μπαμπάς σου;

– Ναι.

– Και η Κατερίνα;

– Η μάνα μου ήταν δίπλα μου όταν ξύπνησα στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δεν είχα καλοανοίξει ακόμα τα μάτια, το πρώτο που με ρώτησε ήταν “Ξύπνια είσαι;” … Ξύπνια είμαι, της είπα. Και μετά ρώτησε “ποιος το έκανε;”…

– Και;

– Της είπα.

– Τι έγιναν αυτοί; Δικάστηκαν;

– Δύο μέρες μετά το συμβάν εξαφανίστηκαν. Δεν τους ξαναείδαν ποτέ.

– Δεν ασχολήθηκε η αστυνομία ποτέ με την υπόθεση;

Την άκουσα να γελάει.

– Ποτέ όμως… Η μάλλον, ψέμματα. Ασχολήθηκε. Ήρθαν ένα μήνα μετά στο σπίτι μας. Να συλλάβουν τη μάνα μου…

– Γιατί;

– Ως ύποπτη. Για την εξαφάνιση των σκουληκιών.

– Και πού είναι τώρα;

– …

– Αγγελική, πού είναι η μαμά σου;

– Έχω να τη δω δέκα χρόνια.

– Αυτή το έκανε, σου είπε ποτέ;

– Δεν ξέρω… Μου είπε μόνο ένα τελευταίο πράγμα εκείνη τη μέρα στο νοσοκομείο: “Αύριο τελειώνουν όλα”.

Ήταν η σειρά μου να μείνω σιωπηλός. Και σειρά της Αγγελικής να σπάσει τη σιωπή.

– Τι έγραφε ο μπαμπάς μου στο φάκελο που σου έδωσε;

– Δεν ήταν του μπαμπά σου ο φάκελος… Θα στον φέρω αύριο, δικός σας είναι.

– Τουλάχιστον, θα κάνεις πρωτοσέλιδο;

– Μπα, μάλλον όχι. Με πρόλαβαν δραματικά γεγονότα… Δεν ξέρεις τίποτα;

– Ναι.

– Θα τα πούμε αύριο, τότε. Θα έρθω από κει.

               …………………………………………

Το πρωί της 28ης Δεκέμβρη του 1991 ήταν πιο κρύο, πιο μουντό και πιο γκρίζο από κάθε πρωινό εκείνης της βδομάδας. Χτύπησα την πόρτα του Κορσάκοφ. Κρατούσα στο ένα χέρι διπλωμένο το φύλλο της εφημερίδας μου. Στο άλλο κρατούσα το περιεχόμενο του φακέλου. 

Άνοιξε η Αγγελική κλαμμένη.

– Τι έγινε; Έκανα μια κίνηση με το κεφάλι, να κρυφοκοιτάξω μέσα. Είναι ξύπνιος;

– Όχι. Πέθανε σήμερα το ξημέρωμα.

Δεν ήξερα τι να πω, έμεινα να την κοιτάζω σα βλάκας. Πήγα να την πάρω αγκαλιά. Μα έκανε ένα βήμα πίσω.

– Δε χρειάζεται, μου είπε… Τουλάχιστον, έγραψες το πρωτοσέλιδο;

Της έδωσα το φύλλο της εφημερίδας. Την κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο και σήκωσε το βλέμμα.

– Αυτή είναι η εφημερίδα σου όντως;

– Όχι, της απάντησα. Αλλά νομίζω ότι αυτό το πρωτοσέλιδο θα προτιμούσε σήμερα ο Κορσάκοφ.

Της άπλωσα το χέρι με το διπλωμένο χαρτί.

– Τι είναι αυτό;

– Το περιεχόμενο του φακέλου…

Κοίταξε πολλή ώρα το χαρτί.

– Νομίζω ότι τώρα χρειάζομαι αυτή την αγκαλιά.

– Πάμε μια βόλτα, Αγγελική;

– Θα σε καθυστερώ μωρέ… μου έδειξε το πόδι της που δυσκολευόταν να λυγίσει.

– Δε βιάζομαι, της απάντησα.

                    …………………………….

   Φόρεσε βιαστικά το παλτό της. Έβαλε στη μια τσέπη την εφημερίδα που δίπλα στο σφυροδρέπανο έγραφε

28 Δεκεμβρίου 1991

Η ΕΛΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ…

Στην άλλη τσέπη έβαλε το χαρτί από τον φάκελο του Κορσάκοφ που έγραφε

ΕΓΩ ΤΟ ΕΚΑΝΑ, 

Υπογραφή: Κατερίνα

Η Αγγελική με έπιασε από το χέρι και βγήκαμε στον δρόμο. Και για πρώτη φορά εκείνη τη βδομάδα, είδα τον ήλιο να λάμπει.

 

                 Αφιερωμένο στην Κατερίνα Μπίκα

Άρης Ψωμάς

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: