«Αγία Οικογένεια»
Κριτική παρουσίαση του μυθιστορήματος του Αντώνη Χαριστού “Αγία Οικογένεια”, (εκδόσεις Γράφημα, Ιούνιος 2022). Το έργο αναφέρεται στην παιδική κακοποίηση , στον τρόπο λειτουργίας κυρίαρχων θεσμών (π.χ. εκκλησία) και στην παιδεραστία, στοιχεία που προβληματίζουν ούτως ή άλλως αλλά έχουν λάβει και δραματική επικαιρότητα.
Γράφει η Νόπη Ταχματζίδου
Είχα την ιδιαίτερη τιμή και χαρά να διαβάσω, αν όχι πρώτη, πάντως από τους πρώτους, το μυθιστόρημα «Αγία Οικογένεια» του Αντώνη Χαριστού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γράφημα τον Μάιο του 2022. Θα επιχειρήσω μια παρουσίαση του μυθιστορήματος, συνολικά ως λογοτεχνικού έργου με εμφανείς όμως τις επιδράσεις κοινωνιολογικών και ψυχολογικών θεωριών, οι οποίες με έκδηλο τρόπο επέδρασαν στην αφήγηση στο σύνολό της (επιλογή αφηγηματικού υλικού, αφηγηματικά μέσα και τρόποι, λογοτεχνική ύφανση των κεφαλαίων). Θα εστιάσω στο θέμα των στοχεύσεων της λογοτεχνίας, επειδή θεωρώ ότι ο λογοτεχνικός μύθος του παραπάνω μυθιστορήματος είναι λίγο ή πολύ γνωστός στο αναγνωστικό κοινό και κυρίως επειδή κρίνω ότι τα λογοτεχνικά έργα πρέπει να κρίνονται, κυρίως, από τη στόχευση του συγγραφέα, γεγονός που δεν γίνεται αντιληπτό στην έκταση που πρέπει δεδομένου ότι η πρόθεση θα ακολουθεί το έργο στο διηνεκές και δεν θα εξαντληθεί στην ανάγνωση της στιγμής.
Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία; Γιατί αυτό το είδος τέχνης έχει τόσο ένθερμους υποστηρικτές, οι οποίοι το ακολουθούν είτε ως αναγνώστες, από την αρχή μέχρι και το τέλος της ζωής, είτε ως φιλόλογοι-δάσκαλοι του λόγου, είτε ως, επαγγελματίες ή μη, κριτικοί; Γιατί οι λέσχες λογοτεχνικής ανάγνωσης, ακόμη και σήμερα, παρουσιάζονται ακμαίες στη λειτουργία τους διεκδικώντας μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων ανεξάρτητα από την ηλικία τους; Γιατί η λογοτεχνία καταλαμβάνει μεγάλο και κύριο μέρος της επίσημης διδασκαλίας των σχολικών προγραμμάτων και μάλιστα ανεξάρτητα από τον χρόνο αλλά και από τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες οργάνωσης και λειτουργίας των κρατών; Γιατί η κοινωνία ως σύνολο ανατρέχει στη λογοτεχνία κάθε φορά που θέλει να αναφερθεί σε ένα θέμα ή να πιστοποιήσει την κρισιμότητά του σε μια συγκεκριμένη κοινωνία;
Αυτό συμβαίνει διότι η λογοτεχνία αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας, μια αντανάκλαση όσων η ίδια θεωρεί σημαντικά και άξια να συζητηθούν στην κοινωνική σφαίρα, έναν αντικατοπτρισμό των προβληματισμών αλλά και των προβλημάτων της είτε αυτά βιώνονται ως κληρονομήματα του παρελθόντος είτε ως δημιουργήματα του παρόντος. Το είδος της λογοτεχνίας, ως περιεχόμενο και μορφή, αποκαλύπτει δηλαδή το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας, αλλά παράλληλα αναδεικνύει και τις προσπάθειες που γίνονται για τον εντοπισμό προβλημάτων, που τεκταίνονται στα πλαίσιά της. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται ένα μείζονος σημασίας θέμα και της λογοτεχνίας αλλά και της κοινωνίας: οι προθέσεις των λογοτεχνών, έτσι όπως διαγιγνώσκονται και από την επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων, τα οποία διαπραγματεύονται, και από τους τρόπους, αφηγηματικούς και εκφραστικούς, που χειρίζονται προκειμένου να « κοινωνήσουν» το περιεχόμενο του έργου τους σε όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, των προθέσεων δηλαδή του λογοτεχνικού έργου, μπορούμε να διαγνώσουμε πολλές κατηγορίες συγγραφέων. Υπάρχουν αυτοί που ασχολούνται με τα κοινά, και εν πολλοίς τετριμμένα, θέματα, έστω με διαφορετική οπτική που, όμως, δεν είναι σε θέση να εισάγουν ούτε νέα θέαση των πραγμάτων ούτε νέα προσέγγιση. Υπάρχουν αυτοί που καινοτομούν ασχολούμενοι με ασυνήθη θέματα, σχετιζόμενα περισσότερο με τις νέες κοινωνικές ή και πολιτικές εξελίξεις, προσανατολιζόμενοι περισσότερο στο μέλλον των κοινωνικών συνυπάρξεων. Υπάρχουν, τέλος, αυτοί που τολμούν και δείχνουν με το έργο τους πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, που εκτείνονται σε όλο το εύρος του χρόνου- ιστορικού και αφηγηματικού-, καρκινώματα του κοινωνικού ιστού που διαβιούν και αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τον κατακτημένο, θεωρητικά τουλάχιστον για τα δυτικά πρότυπα, πολιτισμό μας, δυσχέρειες σχετιζόμενες με τη λειτουργία κυρίαρχων κοινωνικών θεσμών αλλά και τα αποτελέσματα αυτών των δυσλειτουργιών στο παρόν και στο μέλλον των ατόμων ως μελών του κοινωνικού συνόλου.
Ο Αντώνης Χαριστός με την «Αγία Οικογένεια» αποδεικνύει ότι εντάσσεται σε αυτήν την τρίτη, ολιγάριθμη –ακόμη και για τα εξωελλαδικά δεδομένα- αλλά δυναμική, κατηγορία λογοτεχνών, οι οποίοι δε διστάζουν να βάλουν το μαχαίρι στο κόκκαλο και να αποκαλύψουν προβλήματα, που ενώ όλοι μας γνωρίζουμε ότι υπάρχουν, εντούτοις ελάχιστα συζητούνται στην κοινωνική σφαίρα και ,επί τω προκειμένω, ελάχιστα τίθενται στον χώρο της λογοτεχνίας. Προβλήματα της παιδικής ηλικίας: το είδος και ο τρόπος της διαπαιδαγώγησης, η εικόνα του εαυτού ως δημιούργημα του ατόμου από τη μια μεριά αλλά και ως αντανάκλαση της εικόνας που οι άλλοι έχουν δημιουργήσει για το άτομο, η σχέση με τη μητέρα, η σχέση με τους –κυρίαρχους πάντα έστω και μόνο λόγω ηλικίας- ενηλίκους, η ιδιοτέλεια, η έκφραση των ενστίκτων, η κυριαρχία του δυνατού επάνω στον αδύναμο, οι πονηρές σκέψεις και η εμπράγματη εφαρμογή τους στον ανίσχυρο, η παιδεραστία. Προβλήματα της μέσης ηλικίας: η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό, η συνειδητότητα των πράξεων ως επιλογών ζωής κοινωνικής αλλά και πολιτικής, η υποκρισία των κοινωνικών συναναστροφών, η προσπάθεια κατανόησης των δυνάμεων της δημιουργίας, η ομοφυλοφιλία ως πρακτική έκφρασης του βαθύτερου εαυτού, το κοινωνικό και πολιτικό έρεισμα, οι διαρκείς μνημονικές αναδρομές και η επαναβίωση τραγικών καταστάσεων του παρελθόντος σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των αποτελεσμάτων τους στο παρόν, η απώλεια της μητέρας (μιας μητέρας απούσας μεν, βασανιστικής στην παρουσία της και ακυρωτικής στην πρακτική της, αλλά πάντως μητέρας), η αίσθηση του απόλυτου προσωπικού εκμηδενισμού είτε ως σώμα είτε ως πνεύμα και ψυχή λόγω των αποφάσεων των άλλων.
Τα παραπάνω αποτελούν το αφηγηματικό υλικό του μυθιστορήματος του Χαριστού. Ως προς το πρώτο ο κεντρικός ήρωας βιώνει συνθήκες ακραίας και άγριας κακοποίησης ως παιδί στο ίδρυμα, χριστιανικό-καθολικό, όπου μεγαλώνει, αφού η μητέρα του τον εντάσσει σ’ αυτό αρνούμενη την προσωπική ενασχόληση με το παιδί της και γνωρίζοντας τη σεξουαλική κακοποίηση ,που υφίσταται ο γιός της. Η εκμετάλλευση του μικρού Alfread, σωματική αλλά και ψυχολογική, είναι πλήρης και πολυετής, ώστε η προσωπικότητά του τελικά, τόσο στη διαμόρφωση όσο και στην ενήλικη έκφρασή της, στιγματίζεται από τις εμπειρίες αυτές. Ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας, από τη μια μεριά, συνειδητοποιεί τα όρια της κακοποίησής του και τα αποτελέσματά της στο παρόν, που βιώνει, ενώ, από την άλλη είναι ανίκανος να χαράξει μια νέα πορεία για τον εαυτό του, ιδιαίτερα λόγω της προβληματικής σχέσης με τη μητέρα αλλά και της ανυπαρξίας υγιών και ανιδιοτελών (με ελάχιστες εξαιρέσεις) σχέσεων με το κοινωνικό του περιβάλλον. Αντίθετα αναπαράγει τον εαυτό που οι άλλοι δημιούργησαν μέσα από την εκδήλωση πράξεων βίας προς τους ανηλίκους – ακόμη και μέσα στο σπίτι του-, αψυχολόγητων προσωπικών επιλογών και, σε κάθε περίπτωση, συμπεριφορών που δε συνάδουν με τα χαρακτηριστικά της λογικής, του ελέγχου και της αυτοσυγκράτησης. Μέσα από τις αντιδράσεις και τις επιλογές του κεντρικού ήρωα, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να δει αλλά και να συνειδητοποιήσει τα αποτελέσματα της κακοποίησης των παιδιών στην ενήλικη ζωή τους. Τίθεται, επομένως, το θέμα της παιδεραστίας όχι μόνο τυπικά ως τετελεσμένη πράξη, που ούτως ή άλλως είναι καταδικαστέα, αλλά ως αποτέλεσμα που βιώνει το άτομο στο παρόν και ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Αυτό χρωματίζει ιδιαίτερα την αφήγηση, αφού οι παιδεραστικές πράξεις και οι συνέπειές τους αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της αφήγησης και συνιστούν μεγάλο μέρος της αφηγηματικής δράσης. Η στόχευση, η ανάδειξη δηλαδή αυτού του μείζονος θέματος για την ψυχολογία του ατόμου αλλά και για την ηθική της κοινωνίας, επιτελείται σε άριστο βαθμό: ο αναγνώστης συνειδητοποιεί το είδος των κακοποιητικών δράσεων, τα αποτελέσματά τους στον άνθρωπο, αλλά και τις συνέπειές τους στην κοινωνία. Ειδικά σ’ αυτές τις συνέπειες επιμένει ο Χαριστός παρουσιάζοντας στο αφηγηματικό παρόν τον κεντρικό ήρωα ανίκανο να αλλάξει τη ρότα της ζωής του ή και να αντισταθεί ακόμη σε «ανορθόδοξες» κλίσεις και πρακτικές είτε αυτές παρουσιάζονται ως επιλογές του ήρωα είτε ως επιβολές από τους ισχυρότερους, που σε μεγάλο ποσοστό τον «χρησιμοποιούν» δίδοντάς του ως αντάλλαγμα μια θέση στην κοινωνία, ισχυρή και θελκτική κυρίως λόγω της πολιτικής ισχύος που επιφέρει, ανίκανη, όμως, να διαμορφώσει στον ήρωα τους όρους και τις προϋποθέσεις της προσωπικής ισορροπίας.
Ως προς το δεύτερο ο Χαριστός αναδεικνύει τη σχέση που συνδέει τον άνθρωπο, ως μονάδα, με το παρελθόν του: οι επιλογές του παρόντος, οι πράξεις, οι συνειδητές συμπεριφορές, ακόμη και οι παρορμήσεις ανάγονται στα βιώματα του παρελθόντος. Αυτή η ισχυρή, ψυχολογική θα έλεγε κανείς, οπτική διαχέει μεγάλο μέρος της αφήγησης και διαμορφώνει την πλοκή του έργου, όχι αναγκαστικά στους ίδιους αφηγηματικούς τόπους (από τη Σουηδία στην Πολωνία και στο Άουσβιτς) και διαμορφώνει τις τελικές πράξεις του κεντρικού ήρωα όχι ως ελεύθερες επιλογές αλλά ως επιβαλλόμενες επί τη βάσει των εμπειριών του παρελθόντος. Ο άνθρωπος εμφανίζεται ανίκανος να αλλάξει τις συνιστώσες του παρόντος στη βάση της έλλογης αντιμετώπισης των συνεπειών του παρελθόντος, άγεται και φέρεται από βίαιες, απάνθρωπες συμπεριφορές που του επιβλήθηκαν ως παιδί αλλά είναι ανίκανος ως ενήλικας να τις χαλιναγωγήσει ή έστω να τις αντιμετωπίσει με έλλογο τρόπο. Μήπως δεν έχει το κουράγιο; Μήπως κατά βάθος δεν θέλει; Μήπως παρόλη την αγαστή προαίρεσή του δεν μπορεί; Αυτά είναι ερωτήματα που γεννώνται στον συνειδητό αναγνώστη και σχετίζονται με τον χώρο της ψυχολογίας περισσότερο αλλά, πολύ σωστά, δεν απαντώνται αφηγηματικά, ώστε να οξυνθεί το ενδιαφέρον για την αφηγηματική λύση. Σε κάθε περίπτωση η προσωπική και κοινωνική πραγματικότητα του ενήλικα-ήρωα διαμορφώνεται από τις εμπειρίες του παιδιού-ήρωα και αυτό είναι ιδιαίτερα γοητευτικό από αφηγηματική άποψη, διότι επιφέρει σύμπλευση των χρόνων της αφήγησης. Έτσι, το παρελθόν και το παρόν πολλές φορές συνυπάρχουν στις επιλογές και στις συμπεριφορές του ήρωα δημιουργώντας μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αφήγηση για τον αναγνώστη αλλά και έντονους προβληματισμούς για την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν.
Παράλληλα ο Χαριστός αναδεικνύει τη σαθρότητα των κοινωνικών σχέσεων, ιδιαίτερα των ενηλίκων, και καταγγέλλει, άμεσα και αποτελεσματικά, τα συμφέροντα που υπολανθάνουν πίσω από αυτές. Ο κεντρικός ήρωας απολαμβάνει προσωπικό γόητρο και κύρος στην κοινωνία της Σουηδίας λόγω των σχέσεων που του επιβλήθηκαν ως παιδί στο ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας. Η κοινωνική και πολιτική του θέση τού επιτρέπει να λειτουργεί έξω από τις συμβάσεις, που δημιουργεί η ανάγκη του βιοπορισμού (ταξίδια στο εξωτερικό, κάρτες ελευθέρας εισόδου σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ), είναι όμως εγκλωβισμένος στην αήθη σχέση με τους πρώην βιαστές του, ουσιαστικά δυστυχισμένος, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικών προσωπικών επιλογών, θαμμένος σ’ ένα παρόν το οποίο αφενός μεν μισεί, επειδή του θυμίζει το παρελθόν του, αφετέρου αρνείται να απαρνηθεί λόγω των οικονομικών και πολιτικών πλεονεκτημάτων που επιφέρει ανεξάρτητα από το – κυρίως ψυχολογικό- κόστος τους στον ίδιο και στην οικογένειά του.
Τα παραπάνω ούτε ευχάριστα είναι ούτε, ίσως, αρεστά – ακόμη και ως αναγνώσματα-σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας. Είναι όμως πράγματα υπαρκτά και η απόφαση του συγγραφέα να τα παρουσιάσει αποδεικνύει την πρόθεσή του καταρχάς να θέσει επί τάπητος θέματα ταμπού, ώστε είτε να συζητηθούν είτε να αποτελέσουν αντικείμενο προσωπικού προβληματισμού στον αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση να μην αποσιωπηθούν κάτω από τον μανδύα του καθωσπρεπισμού, της ιδιοτέλειας ή του εφησυχασμού, αλλά να τεθούν ως φλέγοντα και, κυρίως, υπαρκτά προβλήματα των ανθρώπων σήμερα, που διαμορφώνουν όχι μόνο το παρόν αλλά και το μέλλον τους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η πρόθεση του συγγραφέα να καταδείξει τον προβληματικό τρόπο λειτουργίας αναγνωρισμένων θεσμών των σύγχρονων κρατών, όπως π.χ. της επίσημης εκκλησίας, θέμα λεπτότατο και πολύ ευαίσθητο, εφόσον σχετίζεται με τις πίστεις, σε μεγάλο βαθμό ανεπιβεβαίωτες και ατεκμηρίωτες, των ανθρώπων, οι οποίες παρουσιάζοντες ιδιαίτερα ισχυρές και σήμερα. Ο συγγραφέας δεν θίγει σε καμιά περίπτωση το θρησκευτικό ένστικτο, αλλά καυτηριάζει τη λειτουργία του θεσμού της εκκλησίας συσχετίζοντάς την με τους ανθρώπους που την υπηρετούν και όχι με το δόγμα. Θα έλεγα ότι στο τελευταίο του έργο ο Χαριστός, παράλληλα με τη συγγραφική του ιδιότητα, επιστρατεύει αυτήν του παιδαγωγού της κοινωνίας δείχνοντας με το δάχτυλο τα κακώς κείμενα με πρόθεση να γίνουν αντιληπτά και να αντιμετωπιστούν, ώστε να μην αποτελούν παράγοντα ανάσχεσης της ηθικής, της προσωπικής συνειδητότητας και της γνήσιας κοινωνικότητας των ανθρώπων.
Η «Αγία Οικογένεια» μας αφορά όλους ως πολίτες και ως ανθρώπους. Αφορά κυρίως τον συνειδητό αναγνώστη που θέλει να σκύψει με γενναιότητα πάνω στο παρελθόν του, να αναζητήσει τα αίτια της συμπεριφοράς του στο παρόν με διάθεση να απαλλαγεί από βάρη, κυρίως πνευματικά και ψυχολογικά, που τον ακολουθούν και περιορίζουν την ελευθερία του.
Η Νόπη Ταχματζίδου είναι απόφοιτος του τμήματος φιλολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης και εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση .Έχει επιμεληθεί πλήθος μαθητικών εκδόσεων και έχει εισηγηθεί και εφαρμόσει ποικίλες καινοτόμες εκπαιδευτικές δράσεις. Συμμετείχε στην έκδοση του βιβλίου τοπικής ιστορίας του ΟΕΔΒ «Διδυμότειχο Καστοριά: από τον μεσαίωνα έως σήμερα» συλλέγοντας και σχολιάζοντας λαογραφικό υλικό της δυτικής Μακεδονίας, κυρίως της πόλης της Καστοριάς. Τον Σεπτέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ το βιβλίο της, σχολικό βοήθημα,» Το Λογοτεχνικό σχόλιο στη Νεοελληνική γλώσσα». Κριτικές μελέτες της έχουν δημοσιευτεί στον τύπο (ηλεκτρονικό και έντυπο).