Γ. Μούχινα – Η άνοδος και η πτώση μιας πρωταθλήτριας
Το όνομα της σοβιετικής γυμνάστριας Γ. Μούχινα θα μείνει αθάνατο, αλλά η ίδια θα προτιμούσε μια απλή ζωή χωρίς να πληρώσει το τίμημα της δόξας. Η υπόθεσή της ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση για το ρόλο του αθλητισμού στην κοινωνία του μέλλοντος και αν έχει θέση σε αυτήν ο πρωταθλητισμός.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 2006, έφυγε από τη ζωή η γυμνάστρια Γελένα Μούχινα, μία πολλά υποσχόμενη αθλήτρια και μέλος της τρομερής σοβιετικής ομάδας της δεκαετίας του 70′, που είχε όμως τραγική μοίρα.
Το 1976 στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ, η Ρουμάνα Νάντια Κομανέτσι εκτελεί άψογο το πρόγραμμά της και με ένα ατόφιο δεκάρι στο δίζυγο, εκθρονίζει τη σοβιετική ομάδα-όνειρο -με επικεφαλής την περίφημη Κόρμπουτ. Στις διοργανώσεις που μεσολαβούν μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Μοσχα, η σοβιετική ομάδα δίνει σκληρές μάχες με τις Ρουμάνες στο σύνθετο ατομικό και το ομαδικό και στηρίζει πολλά στο ταλέντο της Γ. Μούχινα που καταφέρνει να βρίσκεται πάντα στο βάθρο, σε όλα τα αγωνίσματα και σπάει το αήττητο της Κομανέτσι.
Όμως ένας τραυματισμός την κρατάει πίσω, κι όταν επισπεύδει την επιστροφή της στις προπονήσεις, για να προλάβει τους αγώνες της Μόσχας, έρχεται η μοιραία πτώση κι ένα χτύπημα στο λαιμό, που την αφήνει παράλυτη για το υπόλοιπο της ζωής της -που τελείωσε για αυτήν μόλις στα 46 της χρόνια, μετά από μια επιπλοκή στην τετραπληγία της.
Ο μοιραίος τραυματισμός έρχεται μόλις δύο εβδομάδες πριν την έναρξη των αγώνων και τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει πιθανότατα ο προπονητής της, Μ. Κλιμένκο, που απουσίαζε την ώρα της εκτέλεσης μιας δύσκολης άσκησης (η οποία απαγορεύτηκε στη συνέχεια από την Ομοσπονδία), αλλά βεβαίωνε την αθλήτριά του πως “άτομα σαν κι εσένα δε σπάνε το λαιμό τους…”, αγνοώντας τα παράπονα που έκανε για ενοχλήσεις. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Ιταλία, όπου και πέθανε την προηγούμενη δεκαετία μερικούς μήνες μετά τη Μούχινα.
Η Σοβιετική Ένωση τίμησε την άτυχη γυμνάστρια με το βραβείο Λένιν, αλλά κάποιες αντισοβιετικές αναγνώσεις του ζητήματος παρουσιάζουν τον Κλιμένκο ως το θύμα ενός συστήματος που επιχειρούσε να πάρει το μέγιστο από τους αθλητές και του προπονητές του.
Εδώ μπορεί να ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση, που επεκτείνεται σε πολλά ζητήματα:
-τη σκοπιμότητα του πρωταθλητισμού και του κυνηγιού μεταλλίων για τις σοσιαλιστικές χώρες και το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε ως επιλογή τη συμμετοχή σε αυτήν την άτυπη κούρσα με το καπιταλιστικό μπλοκ (αν και η πιο σημαντική αντίπαλος ήταν η επίσης σοσιαλιστική Ρουμανία του Τσαουσέσκου, που είχε όμως φυγόκεντρες τάσεις από τη σοσιαλιστική κοινότητα, με το δάνειο από το ΔΝΤ κτλ)
-την απαιτητική πειθαρχία και τους αυστηρούς κανόνες που διέκριναν μια σειρά πτυχές της σοβιετικής δημιουργίας, ακόμα και στις τέχνες -πχ το χορό, που συγγενεύει κάπως με τη γυμναστική, κι απαιτεί μεγάλη ακρίβεια κινήσεων.
-τις απαιτήσεις που έχει ο πρωταθλητισμός σε αυτές τις ηλικίες, σε μικρά κορίτσια, που δεν έχουν καν ενηλικιωθεί.
Αυτό όμως απαιτεί μια σφαιρική, νηφάλια προσέγγιση, απαλλαγμένη από εύκολα κλισέ και έτοιμα συμπεράσματα. Μια προσέγγιση που δε θα αγνοεί το τεράστιο επίτευγμα του μαζικού, λαϊκού αθλητισμού που αναπτύχθηκε σ’ αυτές τις χώρες και ήταν η βάση για την επιλογή και καλλιέργεια των μεγάλων ταλέντων που έκαναν πρωταθλητισμό και συμμετείχαν σε διεθνείς διοργανώσεις.
Μια βάση για αυτό θα μπορούσε να είναι και το παρακάτω ντοκιμαντέρ, σοβιετικής παραγωγής, που δείχνει διάφορες στιγμές από την προετοιμασία των αθλητριών. Μολονότι δεν είναι ίσως απαλλαγμένο σε κάποια σημεία από κάποιες τάσεις εξιδανίκευσης, αποτυπώνει αρκετά ρεαλιστικά κι ακριβοδίκαια την πραγματικότητα: πχ στο σημείο όπου αναφέρεται στη σχεδόν πατρική σχέση των κοριτσιών με τον προπονητή τους, που παίρνει τις πιο σημαντικές αποφάσεις, ή στην πίεση που ασκείται πάνω τους και την ευεργετική επίδραση του κλάματος ως μια μορφή ξεσπάσματος κι αποφόρτισης για τις αθλήτριες.
Όσο για τη Μούχινα, έδωσε το όνομά της σε κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις, που ήταν πρωτοποριακές για την εποχή (κι όχι μόνο, αφού πολλές εκτελέσεις προγραμμάτων μας αφήνουν ακόμα και σήμερα με το στόμα ανοιχτό) κι έτσι θα μνημονεύεται για πολλά χρόνια ακόμα. Είναι σίγουρο όμως πως θα προτιμούσε μια κανονική ζωή, χωρίς να έχει πληρώσει το ακριβό τίμημα του πρωταθλητισμού και της δόξας…