Σουρεαλιστικές καταστάσεις στη Νέα Υόρκη

Μεταφρασμένο απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ιταλού θεωρητικού των σύνθετων φυσικών συστημάτων, Τζόρτζιο Παρίζι (Νόμπελ Φυσικής 2021), “Gradini che non finiscono mai” («Σκαλοπάτια που δεν τελειώνουν ποτέ») που κυκλοφόρησε πρόσφατα

Ο Τζόρτζιο Παρίζι (Giorgio Parisi, 1948), βραβείο Νόμπελ Φυσικής 2021, στην αρχή της ερευνητικής του καριέρας,  πέρασε δύο χρόνια (1973-74) στη Νέα Υόρκη ως προσκεκλημένος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου εργάστηκε κυρίως σε θέματα της Φυσικής των θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Σκαλοπάτια που δεν τελειώνουν ποτέ» (“Gradini che non finiscono mai“) που μόλις εκδόθηκε στα Ιταλικά, και βασίζεται σε διηγήσεις που κατέγραψε ο φίλος του Πιερτζόρτζο Πατερλίνι (Piergiorgio Paterlini),  ο Παρίζι αφηγείται  επεισόδια από τη ζωή του, ιδιωτική και επιστημονική, και με πολύ απλό και άμεσο τρόπο  μοιράζεται με τον αναγνώστη αρκετές αναμνήσεις μαζί με διάφορες σκέψεις και  απόψεις  για την  επιστήμη, την πολιτική,  τις τέχνες, τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, στο απόσπασμα που ακολουθεί με δικό μας τίτλο, ο Παρίζι περιγράφει σύντομα και ανεκδοτολογικά  πλευρές από την καθημερινότητα της Νέας Υόρκης. 

[Δημοσιευμένο επίσης στην Κατιούσα, ένα απόσπασμα από το προηγούμενο βιβλίο του Τζ. Παρίζι, «Σε ένα πέταγμα ψαρονιών»,  με τίτλο «Τζόρτζο Παρίζι – Η Φυσική στη Ρώμη, μια πενηνταριά χρόνια πριν».]  

Από τη Νέα Υόρκη γνώρισα τη βίαιη πλευρά της, η οποία μου παρουσιάστηκε περίεργα με την πιο σουρεαλιστική όψη της. 

Το 1973, για να κάνω οικονομία, είχα νοικιάσει ένα δυάρι μαζί με έναν φίλο μου με τον οποίον  γνωριζόμασταν από μικροί και είχε γίνει μαθηματικός, τον Φραντσέσκο Τζιρίλι (Francesco Zirilli).  Ένα βράδι, ο Φραντσέσκο γυρίζει στο σπίτι πολύ ανάστατος.  «Τι σου συνέβη;» Και μου διηγείται αυτή την ιστορία.

«Σήμερα το πρωί, εκεί που περπατούσα στον δρόμο, τρέχει κατά πάνω μου ένας και με μια σπρωξιά  με ρίχνει κάτω. Προτού μπορέσω να ξανασηκωθώ, βγάζει ένα μεγάλο μαχαίρι. Καταφτάνει ένας άλλος κι αρχίζει να διαπληκτίζεται με ένταση με αυτόν με το μαχαίρι. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα από αυτά που λένε, και φεύγουν. Μετά από λίγο, βλέπω τον ίδιον που με είχε ρίξει κάτω να έρχεται μισοχαμογελώντας  προς το μέρος μου πάνω στο ίδιο πεζοδρόμιο. Εγώ ήθελα να το σκάσω, αλλά ήταν πολύ πιο αθλητικός τύπος από μένα και σίγουρα θα με είχε φτάσει λίγο παρακάτω. Τότε, αποφασίζω να τον περιμένω και να δοκιμάσω να του μιλήσω, αμυνόμενος με  τα λόγια. Και μου λέει: “Ακούστε,  πρέπει να σας ζητήσω μια τεράστια συγγνώμη, έκανα ένα φοβερό σφάλμα, ο φίλος μου μού εξήγησε ότι έκανα λάθος. Πρέπει να σκοτώσω έναν άντρα και ήμουν πεπεισμένος ότι ήσασταν εσείς.  Λυπάμαι πάρα πολύ, θα χαιρόμουν να σας προσέφερα ένα ουίσκι στο μπαρ.”» Ο Φραντσέσκο αρνήθηκε την πρόταση ευγενικά. 

Μια μέρα είχα πιάσει  κουβέντα για σκάκι με έναν κύριο γύρω στα 75 στην πλατεία Ουάσινγκτον, στο κέντρο του Βίλατζ.  Αυτός μου διηγήθηκε ότι δύο φορές, ενώ περπατούσε ήσυχα στο δρόμο,  είχε βρεθεί με ένα μαχαίρι στα πλευρά και του είχαν πάρει όλα τα λεφτά. 

Και σε μένα είχαν εξηγήσει ότι δεν έπρεπε να γυρίζω έξω ούτε με περισσότερα από είκοσι δολάρια μα ούτε και με λιγότερα: όχι πάνω από είκοσι δολάρια, επειδή θα μπορούσαν να σε ληστέψουν και στη συνέχεια να σε σκοτώσουν, ώστε να σε εμποδίσουν να  πας στην Αστυνομία. Μα ούτε και με λιγότερα από είκοσι,  επειδή δεν θα ήταν πιστευτό κι επίσης καθόλου χρήσιμο στην πράξη. 

Ήταν σαφώς γραμμένο στον Οδηγό του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αν βρίσκεστε στο Μετρό και συνειδητοποιήσετε ότι έχετε κάνει λάθος, μην κατεβείτε στη στάση του Χάρλεμ για να αλλάξετε γραμμή, συνεχίστε μέχρι την επόμενη στάση κι από κει γυρίστε πίσω. Μην βγείτε έξω και μην έρθετε  στο Πανεπιστήμιο περπατώντας.

Είχα ένα φίλο τροτσκιστή που πήγαινε στο Χάρλεμ να μοιράσει προκηρύξεις και την εφημερίδα τους. Ήταν ένας από τους ελάχιστους λευκούς που μπορούσε να μπει στο Χάρλεμ χωρίς να κινδυνεύσει. Μία φορά τον συνόδευσα και πράγματι εκτός από εμάς τους δύο, όλοι οι άλλοι ήταν μαύροι. Το Χάρλεμ ήταν off limits για τους λευκούς και θεωρούνταν ένα άκρως επικίνδυνο μέρος.         

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Νικόλα Καμπίμπο1 (Nicola Cabibbo) πάει στη Νέα Υόρκη με τη σύζυγό του Πάολα Ιαντόλο και τον γιό τους Αντρέα που ήταν τότε 12-13 ετών περίπου. Μια μέρα, γυρίζοντας στο σπίτι βρίσκει το παιδί δεμένο σε μια καρέκλα και φιμωμένο. Είχαν  μπει κλέφτες. Ήταν μεγάλη τύχη που αρκέστηκαν μόνο να το δέσουν. 

Η Πάολα μία φορά καθόταν στο καφέ Ρέτζο, στο Βίλατζ, μια ήσυχη περιοχή. Άκουσε έναν συριγμό και στη συνέχεια βλέπει τον κύριο που ήταν καθισμένος στο τραπεζάκι δίπλα στο δικό της να καταρρέει. Τον είχαν πυροβολήσει από το δρόμο. Έμεινε στον τόπο.   

Αλλά η ιστορία που συνδέεται με τη Νέα Υόρκη και είναι πραγματικά σουρεαλιστική θα μου συνέβαινε έπειτα από χρόνια με τον πιο αδιανόητο τρόπο. Ταξίδευα με το Παλατίνο, το διάσημο τρένο που συνέδεε τη Ρώμη με το Παρίσι για σαράντα χρόνια, από το 1969 μέχρι το 2011. Τo ’70 κανείς από τον κύκλο των φίλων μου δεν έπαιρνε το αεροπλάνο για να πάει στο Παρίσι. Το Παλατίνο αναχωρούσε από το Τέρμινι2 γύρω στις 7 το βράδι και στις 10 το πρωί της επομένης ήσουν στο Παρίσι, στο Σταθμό της Λυών. Δειπνούσες στο τρένο, κοιμόσουν στην κουκέτα της δεύτερης θέσης (έξι κρεβάτια στο ίδιο κουπέ), έπαιρνες το πρωινό σου στο τρένο.  Θα το έχω πάρει ένα εκατομμύριο φορές. Συχνά με τη Ντανιέλα3 και ακόμη με τη Λουτσέτα4.

Συμβαίνει λοιπόν μία φορά να έχω πιάσει κουβέντα με τον διπλανό μου και να τα λέμε πολύ φιλικά,  επειδή αυτός ήταν από τη Φροζινόνε5 κι εγώ του είχα πει ότι και η οικογένεια της γυναίκας μου είχε καταγωγή από κείνα τα μέρη. Μου διηγείται ότι είναι συνταξιούχος και ότι είχε περάσει όλη του τη ζωή στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας ως οδηγός για την Οικογένεια  Γκαμπίνο6. Κάθε βράδυ συνόδευε κάνα δυο τύπους  με το αυτοκίνητο σε διάφορα μέρη της μητρόπολης. Αυτοί κατέβαιναν και λίγο μετά επιβιβάζονταν πάλι στο αυτοκίνητο. Ήταν φανερό ότι έκαναν την είσπραξη για προστασία για μία από τις διασημότερες και πιθανά την ισχυρότερη οικογένεια της Μαφίας στη Νέα Υόρκη. Μία φορά είχε συμμετάσχει σε ένα τραπέζι με διακόσια άτομα στη Σικελία. Αλλά ο ίδιος αισθανόταν ένας φυσιολογικός εργαζόμενος, ένας υπάλληλος. Ένας μετανάστης που είχε βάλει στην άκρη κάποια χρήματα και στο τέλος γύριζε στην Ιταλία να τα επενδύσει. Είχε προσληφτεί κανονικά, είχε πάρει αποζημίωση και με αυτή σχεδίαζε να ανοίξει δύο πιτσαρίες στη Φροζινόνε. Πήγαινε στο Παρίσι για να βολιδοσκοπήσει και την αγορά εκεί.

Η κανονικότητα του εγκλήματος, επαναλάμβανε συχνά η Λουτσέτα.

Η κοινοτοπία του κακού, θα είχε πει η Χάνα Άρεντ.    

Μετάφραση από τα Ιταλικά, σημειώσεις, επιλογή φωτογραφιών – Π.Δ

 

Τίτλος βιβλίου:  “Gradini che non finiscono mai – Vita quotidiana di un premio Nobel“, Giorgio Parisi – Piergiorgio Paterlini, Εκδ.  “La nave di Teseo”, 1η έκδοση, Νοέμβριος 2022.

Σημειώσεις

1.Nicola Cabibbo (1935-2010),  διάσημος θεωρητικός Φυσικός.  Υπήρξε δάσκαλος και συνεργάτης του Παρίζι στο Πανεπιστήμιο “La Sapienza” της Ρώμης.

2.Termini,  ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός της Ρώμης. 

3.Daniella Ambrosino (1947), σύζυγος του Τζ. Παρίζι.

4.Luce d’ Eramo (1925-2001), γνωστή συγγραφέας με περιπετειώδη και τραγική προσωπική ζωή και ευρύτατη δημόσια, πολιτική και κοινωνική, δραστηριότητα. Ένα από τα πιο γνωστά  βιβλία της, «Εκτροπή»,  κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. 

5.Frosinone, περιοχή και ομώνυμη μικρή πόλη του Λατίου, νοτιοανατολικά της Ρώμης. Mέχρι και τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Πόλεμο πολύ φτωχή και υποανάπτυκτη.

6.Οικογένεια Γκαμπίνο (Gambino), μία από τις πέντε βασικές και ισχυρές οικογένειες της Σικελικής Μαφίας της Νέας Υόρκης.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: