Νόπη Ταχματζίδου: Προς την αναζήτηση του εαυτού – Η λογοτεχνική απόδοση της αλλοτρίωσης ως ατομικού και κοινωνικού φαινομένου σήμερα
Η συλλογή διηγημάτων «Αδιέξοδοι Καιροί» του Κωνσταντίνου Λίχνου (Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022) διαπραγματεύεται λογοτεχνικά αυτό το μείζονος σημασίας για τον άνθρωπο και το σύνολο θέμα καταθέτοντας προβληματισμούς στην κατεύθυνση των αποτελεσμάτων της αλλοτρίωσης και της βίωσής τους από το κοινωνικό υποκείμενο.
Η αλλοτρίωση είναι μια σύνθετη φιλοσοφική έννοια που έχει πολλαπλές (κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτικές, ηθικές) διαστάσεις και αναφέρεται στην αποξένωση του ανθρώπου από την ίδια του τη δραστηριότητα και από τα αποτελέσματά της και εντέλει από τον ίδιο του τον εαυτό, επομένως είναι δύσκολο να διερευνηθεί τόσο επιστημονικά όσο –και κυρίως- λογοτεχνικά. Η συλλογή διηγημάτων «Αδιέξοδοι Καιροί» του Κωνσταντίνου Λίχνου (Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022) διαπραγματεύεται λογοτεχνικά αυτό το μείζονος σημασίας για τον άνθρωπο και το σύνολο θέμα καταθέτοντας προβληματισμούς στην κατεύθυνση των αποτελεσμάτων της αλλοτρίωσης και της βίωσής τους από το κοινωνικό υποκείμενο. Με εξαίρεση το διήγημα «Ο φράχτης», το οποίο εντάσσεται στη μεγάλη παράδοση της ηθογραφίας, τα διηγήματα θεματολογικά αλλά και αφηγηματικά διερευνούν την αλλοτρίωση ως ατομική και κοινωνική πραγματικότητα με τους τρόπους, κυρίως, της ρεαλιστικής πεζογραφικής τεχνοτροπίας. Ακόμη και στο διήγημα «Ονείρου Μονόπρακτο» όπου είναι εμφανής ο συμβολισμός, τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και των τρόπων αφήγησης, εύκολα ανιχνεύεται η πρόθεση του συγγραφέα να διερευνήσει το θέμα αυτό. Θα παρουσιάσω τη λογοτεχνική απόδοση της αλλοτρίωσης ως φαινομένου της σύγχρονης ζωής με τεκμηριωτικές αναφορές στα διηγήματα της συλλογής (από τα οποία θα εξαιρέσω τον Φράχτη και το Ονείρου μονόπρακτο ) ορίζοντας στο τέλος των αποσπασμάτων τον τίτλο του διηγήματος, ώστε να διευκολυνθεί η εμβάθυνση στο έργο του συγγραφέα. Για τη διευκόλυνση της ανάγνωσης θα προηγηθεί μια σύντομη αναφορά στην έννοια της εργασιακής αλλοτρίωσης, σύμφωνα με τον εισηγητή της, τον πολιτικό φιλόσοφο Κάρλ Μάρξ.
Στο έργο του Μαρξ, ο όρος αλλοτρίωση συνδέεται με την εργασιακή δραστηριότητα και τις παραγωγικές σχέσεις στις αστικές καπιταλιστικές κοινωνίες και δηλώνει την αποστέρηση-αποξένωση του εργαζόμενου τόσο από τα εργαλεία του και τα μέσα παραγωγής όσο και από τον έλεγχο του προϊόντος της εργασιακής-παραγωγικής του δραστηριότητας. Η αποστέρηση-αποξένωση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και από το προϊόν της εργασίας του έχει ως αποτέλεσμα αυτός να χάνει τον έλεγχο τόσο της ίδιας του της δραστηριότητας όσο και του αποτελέσματός της. Έτσι, η σχέση του εργαζόμενου τόσο με την ίδια την εργασιακή-παραγωγική του δραστηριότητα όσο και με το προϊόν αυτής διαμεσολαβείται από τη βούληση, τις ανάγκες και το συμφέρον του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Αυτός ο τελευταίος, όχι μόνο καθορίζει τη μορφή και το περιεχόμενο της εργασιακής-παραγωγικής δραστηριότητας αλλά, εντέλει, ιδιοποιείται, για το δικό του ιδιωτικό όφελος, το αποτέλεσμά της. Από αυτή την άποψη, η εργασιακή-παραγωγική δραστηριότητα παύει να εκφράζει τη δημιουργικότητα, τη βούληση, τις ανάγκες και το συμφέρον του εργαζόμενου και προσαρτάται-εγκλωβίζεται στη βούληση και το συμφέρον του καπιταλιστή.
Έτσι, κατά τον Κ. Μαρξ, η αλλοτριωμένη εργασία στην αστική καπιταλιστική κοινωνία «είναι εξωτερική για τον εργάτη, δηλαδή δεν ανήκει στη βαθύτερη ύπαρξή του, […] επομένως ο εργάτης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του στην εργασία, αλλά αρνείται το εαυτό του, νιώθει μίζερος και καθόλου ευτυχισμένος, δεν αναπτύσσει ελεύθερα την πνευματική του και φυσική του ενεργητικότητα, αλλά απονεκρώνει τη σάρκα του και καταστρέφει το πνεύμα του. Έτσι, ο εργάτης βρίσκει τον εαυτό του μόνο έξω από την εργασία του. Την ώρα της εργασίας του αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δε βρίσκεται στη δουλειά του και δε νιώθει άνετα όταν βρίσκεται στη δουλειά του. Έτσι η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά καταναγκαστική, είναι καταναγκαστική εργασία. Για το λόγο αυτό η εργασία δεν είναι ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά ένα μέσο να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτήν. Ο αλλότριος χαρακτήρας της φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι μόλις πάψει να υπάρχει φυσικός ή άλλος εξαναγκασμός η εργασία αποφεύγεται σαν μάστιγα» (Κάρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Γλάρος, 1975, σελ. 95-96).
Στο πλαίσιο αυτό, η αλλοτρίωση συνιστά ένα ιστορικό-κοινωνικό φαινόμενο της αστικής καπιταλιστικής κοινωνίας που έχει ως αποτέλεσμα τόσο την αποξένωση του εργαζομένου από τον ίδιο του τον εαυτό (δηλαδή από τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντά του) ως κοινωνικού παραγωγού όσο και την απώλεια του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας-παραγωγής, καθώς αυτή προσαρτάται ολοκληρωτικά στο ιδιωτικό καπιταλιστικό συμφέρον. Η εσωτερίκευση στη συνείδηση του εργαζομένου αυτής της ιστορικοκοινωνικής συνθήκης ως φυσικής και αυταπόδεικτης πραγματικότητας πέραν κάθε επερώτησης και αμφισβήτησης βρίσκεται στη βάση της ψευδούς συνείδησης, δηλαδή της συνείδησης που διαμορφώνεται από την κυρίαρχη ιδεολογία της ταξικής και εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Στα διηγήματα του Λίχνου, η εργασία παρουσιάζεται ως ένας παράγοντας ξένος και πολλές φορές εχθρικός προς τον άνθρωπο, ενώ παράλληλα η επιλογή, νομίζω συνειδητή, της λογοτεχνικής διαπραγμάτευσης μέσω του διηγήματος και όχι εκτενέστερων αφηγήσεων (π.χ. μυθιστόρημα ή νουβέλα) βοηθούν στη συμπύκνωση της λογοτεχνικής στόχευσης και στην ανάδειξη των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τον εργασιακό χώρο σήμερα.
Έτσι ξεκινά πάντα η ζωή, με βλέψεις και όνειρα, μα σταδιακά η βιοπάλη απομυζά την φαιά ουσία του εγκεφάλου και στραγγίζει τους χυμούς του κορμιού. Μέχρι να μην έχεις κουράγιο παρά μόνο για δουλειά και την απαιτούμενη ξεκούραση για να συνεχίζεις να εργάζεσαι. Μέχρι να πάψει να ρέει η σκέψη και να γιομίσει κόμπους, άλυτους και λιγδιασμένους, ώστε να μην πηγαίνει ποτέ παραπέρα από εκεί που ορίζουν αυτοί που μας περάσαν το χαλινάρι. Απόλυτη προσαρμογή στις συνθήκες, πλήρης υποταγή στην αναγκαιότητα της μισθωτής εργασίας· που όσο πιο ανυπόφορη γίνεται, τόσο αναγκάζεσαι να την παραβλέπεις. Προϋπόθεση επιβίωσης οι ψευδαισθήσεις λοιπόν, κι αυστηρώς απαραίτητο το αφιόνισμα του μυαλού. Αβάσταχτη καταλήγει η ζωή χωρίς αυταπάτες, που θα εξωραΐζουν την επιβίωση σε ζωή, τη σκλαβιά σε εργασία, το ματωμένο υστέρημα σε κομπόδεμα.
(Από τον «Νόστο»)
Τονίζεται η στείρα επαναληπτικότητα και η ανηλεής λειτουργία της επαγγελματικής ιεραρχίας επομένως η εκ των άνωθεν επιβολή των επαγγελματικά ισχυρών στους αδύναμους χωρίς την αναφορά κριτηρίων ποιότητας ή στοιχείων που θα δικαιολογούσαν , αν όχι ηθικά τουλάχιστον λογικά, τη λειτουργία αυτή. Παράλληλα, απουσιάζουν παντελώς τα στοιχεία του ενδιαφέροντος, της αναζήτησης και της εμβάθυνσης στους επαγγελματικούς ρόλους, που αναλαμβάνουν οι ήρωες των διηγημάτων. Οι παραπάνω παρουσιάζονται να γνωρίζουν τον ισοπεδωτικό τρόπο λειτουργίας της εργασίας σήμερα και να περιορίζουν τις επιδιώξεις τους στην εξεύρεση μιας θέσης, ώστε να καλύπτουν, έστω μερικώς, τις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Έχω την υποψία, πως σχετίζεται με την συνομιλία που είχα πριν μερικές ημέρες με τον κ. Δεσποτόπουλο. Αν είχες μπει στο κόπο να με ρωτήσεις ευθέως… θα σου απαντούσα, πως δεν θυμάμαι καν τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ εμού και του προϊσταμένου μας. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αδυνατώ να ανακαλέσω επακριβώς μονάχα τα όσα είπα εγώ, γιατί απλούστατα δεν συγκρατώ ποτέ κατά γράμμα όσα λέω. Μπορεί αυτό να συμβαίνει διότι είμαι, κατά κάποιον τρόπο, επιπόλαιος ή επειδή έχω στον εαυτό μου εμπιστοσύνη ακράδαντη. Ένας «ψεύτης και δολοπλόκος» επιβάλλεται να έχει μνήμη καλή, μα εγώ τέτοιος δεν είμαι. Παρά τις κατηγορίες που έχουν -κατά καιρούς- διατυπωθεί, δεν έχω υπάρξει ποτέ μου χειριστικός και ουδέποτε έδρασα ως μηχανορράφος ή συκοφάντης! Σε κάθε μεμονωμένη κουβέντα, στην οποία συμμετέχω, νιώθω τη βεβαιότητα πως έχω την ευχέρεια να εκφραστώ δίχως να εκθέσω πρόσωπα και καταστάσεις, εφόσον φυσικά δεν είναι τέτοια η επιθυμία και η πρόθεσή μου.
(Από την «Επιστολή»)
Αυτός ο στείρος βιοπορισμός χαρακτηρίζει το σύνολο της αφήγησης και διαμορφώνει μια έντονη αίσθηση κενότητας και απαισιοδοξίας, κυρίως επειδή, αφ’ ενός οι οικονομικές υποχρεώσεις ποτέ δεν πληρούνται στο έπακρο, οπότε και ο βιοπορισμός ως στόχος της εργασίας δεν ικανοποιείται εξ ολοκλήρου, αφ’ ετέρου διαμορφώνει μια πραγματικότητα βαρετή και λυπηρή για τους ήρωες. Παράλληλα η επισφαλής εργασία, οι τουλάχιστον ανεπαρκείς όροι μέριμνας για την προστασία ακόμη και της ζωής στους χώρους δουλειάς, η προβληματική λειτουργία των φορέων, που παραδοσιακά επιβλέπουν τον χώρο της εργασίας ώστε να παρεμβαίνουν διορθωτικά υπέρ του εργαζομένου, διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό αφηγηματικό παρόν για τους ήρωες και επιτείνουν τη ματαιότητα αφού αφηγηματικά δεν πορίζονται στοιχεία ώστε να δικαιολογείται μια διαφορετική οπτική και πρακτική για το μέλλον.
Μέσα σε λίγες ημέρες, άλλαξε ο τόπος μας εντελώς και γίνηκε αγνώριστος. Στις πλατείες στήνονταν ολοένα συσσίτια και λαϊκοί έρανοι, ενώ σε κάθε γωνιά ξεφύτρωνε κι απ’ ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας. Μαζί με τις συνθήκες, αλλάζαν κι οι άνθρωποι: βολόδερναν φοβισμένοι γυρεύοντας προοπτική, ενώ οι δουλείες ήταν λιγοστές, τα μεροκάματα ισχνά και οι τιμές των αγαθών όλο και αύξαιναν. Οι λαϊκοί ξεσηκωμοί και οι εργατικές απεργίες είχαν καταντήσει φαινόμενο καθημερινό, μα λύση δεν δινόταν.
(Από τον «Καφενέ»)
Η αφηγηματική στόχευση δεν εξαντλείται στην κατάδειξη των όρων εργασίας, που διαμορφώνονται σήμερα, αλλά επεκτείνεται και στα αποτελέσματά τους: απ’ αυτήν την άποψη τα διηγήματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ψυχογραφήματα, αφού παρέχονται επαρκή στοιχεία της ψυχολογίας που χαρακτηρίζει τους ήρωες εξ αιτίας των όρων αυτών , της εικόνας του εαυτού έτσι όπως διαμορφώνεται επί τη βάσει της εργασιακής ματαιότητας και των συναισθημάτων που βιώνουν, επιβεβαιώνοντας τις τοποθετήσεις κορυφαίων πολιτικών φιλοσόφων (όπως ο Marx επί παραδείγματι) για τη λειτουργία της αλλοτρίωσης στην ανθρώπινη ψυχολογία.
Όταν ξύπνησα, ο ήλιος είχε ήδη πάρει να δύει. Λίγο θα ξάπλωνα δήθεν, μα κοιμήθηκα με τις ώρες και ξεγλίστρησε μέσα από τα χέρια μου η μέρα ολάκερη. Σάμπως θα έκανα και τίποτα το αξιομνημόνευτο αν έμενα ξύπνιος; Ούτως ή άλλως, αναξιοποίητο θα περνούσε και τούτο το απόγευμα, παρανάλωμα του χρόνου θα γινόταν· όπως και τόσα άλλα -αμέτρητα άλλα- πριν απ’ αυτό. Τουλάχιστον ξεκουράστηκα, και ίσως εδώ να βρίσκεται η ουσία των διακοπών.
(Από τον Άξεινο Πόντο)
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει την ταύτιση με τους κεντρικούς ήρωες και την ανάδειξη των χαρακτηριστικών τους. Τονίζεται η θλίψη, η δυστυχία, η παντελής έλλειψη χαράς και αισιοδοξίας : οι ήρωες δεν καταθέτουν οράματα για το μέλλον, δεν ονειρεύονται καν, λειτουργούν παθητικά υπομένοντας απλώς την εργασιακή πραγματικότητα, που έχει διαμορφωθεί. Αυτό επιδρά στις σχέσεις που διαμορφώνουν με τους άλλους και –κυρίως- με τον εαυτό τους. Οι σχέσεις παρουσιάζονται προβληματικές και στρεβλές, στις οποίες κανείς δεν επενδύει χρόνο και κυρίως συναισθήματα και επομένως δεν ικανοποιούν ούτε στοιχειωδώς την ανάγκη του ανθρώπου για μοίρασμα, επικοινωνία, κοινωνικότητα.
Χαμήλωναν τα μάτια σκύβοντας το κεφάλι και προχωρούσαν ακάθεκτοι. Έτσι περιδιάβαιναν οι άνθρωποι στο μικρό πεζοδρόμιο, δίπλα από τη στάση του λεωφορείου. Νευρικοί σαν να είχαν αργοπορήσει, και ενοχικοί, λες κι αναγνώριζαν κάτι το επιλήψιμο στο γεγονός πως απέφευγαν κάθε επαφή με το περιβάλλοντα κόσμο. Χαμοκοιτώντας προσπερνούσαν τους πάντες και αντιπαρέρχονταν τα πάντα, έχοντας το βολικό πρόσχημα της αναγκαίας βιασύνης. Μιας βιασύνης που θα μπορούσε να αποκαλύπτει απάθεια αλλά και φόβο συγκαλυμμένο.
(Από το διήγημα «Η στάση¨)
Ο εαυτός επίσης παρουσιάζεται ξένος, αλλότριος, ένας τόπος μακρινός, αγαπημένος μεν αλλά άγνωστος, και έτσι παρέχονται λογοτεχνικά τα στοιχεία της αλλοτρίωσης. Οι ήρωες δεν έχουν συγκροτηθεί ως προσωπικότητες, παρουσιάζονται δειλοί, ανίκανοι πολλές φορές να πάρουν μια απόφαση -ακόμη κι αν αυτή αφορά απλά θέματα της καθημερινότητας-, αντιφατικοί στις επιλογές τους, αδύναμοι στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων για την προσωπική τους ζωή.
Κανείς δεν κοντοστέκεται ούτε στιγμή, όλοι τους προχωρούν αδιάλειπτα. Μια αδιάκοπη ροή περαστικών κατακλύζει τα πάντα και ξεχύνεται προς κάθε κατεύθυνση. Ένα άπειρο σύνολο πεπερασμένων κορμιών, αμιλλώμενο την υπεραριθμία των αυτοκινήτων που διασχίζουν το δρόμο. Η γλώσσα του σώματος, η σημειολογία της κίνησης, στέλνει περίτρανα το μήνυμα: «Μην ενοχλείτε!» Κάποιοι το κατορθώνουν αυτό φορώντας ακουστικά, άλλοι με το να δείχνουν απορροφημένοι στο κινητό τους τηλέφωνο. Παραδομένοι όλοι τους σε μια βουβαμάρα απόκοσμη, αρκούμενοι μονάχα στο να κρυφοκοιτάζουν αδέξια τους διπλανούς τους και, πότε-πότε, να ψευτογελούν λυπηρά.
(Από τη «Στάση»)
Ακολουθούν μια ρότα ζωής η οποία, χωρίς να έχει επιλεγεί στη βάση της συνειδητότητας, καθορίζει το σύνολο των προσωπικών επιλογών και παράλληλα εκτός από το παρόν διαμορφώνει και τις συνθήκες του μέλλοντος: αυτή η αίσθηση της ματαιότητας στις επαφές με τον εαυτό και τους άλλους καθορίζει, νομίζω, την αφηγηματική στόχευση και ερμηνεύει τη χρήση των εκτενών περιγραφών, που αναφέρονται στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των ηρώων, τον ελεύθερο πλάγιο λόγο αλλά και τα πολλά σχόλια που χαρακτηρίζουν τους τρόπους της αφήγησης. Μόνο η επαφή με τη φύση φαίνεται ότι είναι ικανή να συγκινήσει ψυχικά τους ήρωες και να τους παρακινήσει σε δράση, κυρίως επειδή τα χαρακτηριστικά της έρχονται σε άμεση και κάθετη αντίθεση με το αστικό περιβάλλον, που επιτείνει την αίσθηση της εσωτερικής σύγχυσης που βιώνουν.
Να χαθεί το μάτι μου στις απόκρημνες βουνοπλαγιές, τις αλλεπάλληλες λοφοσειρές και τα πυκνόφυτα δάση της Ακαρνανίας. Να ακολουθήσω το ντροπαλό βουητό του νερού απ’ τους παραπόταμους του Αχελώου. Το βουητό εκείνο, που τον χειμώνα, μετά από βροχές, γίνεται βροντερή οιμωγή· Και το ρέμα πίσω απ’ το σπίτι μου, χιμά σαν αποχαλινωμένο θεριό, για να ξεριζώσει τα πάντα. Να συμπαρασύρει κλαδιά, πέτρες, χώμα και θύμησες, ενώ ο κρυφός του καημός, είναι ν’ αφανίσει το πέτρινο γεφύρι που αιωρείται από πάνω του σαν φοβερό χαλινάρι. Σε εκείνο τον τόπο, ίσως και να κατόρθωνα να μονιάσω με τη μηχανή μου, ίσως να έπαυα να την περιφέρω άσκοπα, σαν εγκόλπιο ακαλαίσθητο που μου πιέζει το στήθος (…) Εδώ στην πόλη, δεν ξεφεύγω ποτέ, με κατατρύχουν διαρκώς οι ίδιες εικόνες. Ανάκατες και συχνά ελαφρώς παραλλαγμένες, μα ουσιαστικά ίδιες, όμοιες σαν τους αστέγους και τους επαίτες που καθημερινά προσπερνώ, αυτούς που ‘χουν πια καταλήξει να φαντάζουν μορφές ασχημάτιστες. Στην πόλη, οι εικόνες με ταράζουν και μ’ αποδιώχνουν ολότελα. Όχι, να τις απαθανατίσω δεν θέλω, μα ούτε και να τις αφήσω να καταγραφούν μέσα μου.
( Από το «Ο άνθρωπος με τη φωτογραφική μηχανή»)
Ο έρωτας επίσης ως κινητοποιός δύναμη του ανθρώπου απουσιάζει παντελώς. Με εξαίρεση τους ήρωες του διηγήματος «Νόστος», όπου υπάρχει επικοινωνία στη βάση της συντροφικότητας, τόσο τα κεντρικά όσο και τα δευτερεύοντα πρόσωπα των διηγημάτων, μολονότι είναι νέοι άνθρωποι, δεν ερωτεύονται, δεν εκστασιάζονται, ούτε συγκινούνται σ’ αυτό το επίπεδο: λείπουν τα σκιρτήματα της καρδιάς, οι κινήσεις των σωμάτων, το ονειροπόλημα που χαρακτηρίζει τον έρωτα και έτσι επιτείνεται η συναισθηματική κατάσταση που βιώνουν αλλά και επιτυγχάνονται λογοτεχνικά οι στόχοι της αφήγησης: η αλλοτρίωση εγκλωβίζει τα άτομα σε μια επαναλαμβανόμενη άχαρη πραγματικότητα από την οποία απουσιάζουν όλα τα στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν παρακινητικά στην ενεργητική κατάφαση της ζωής.
Πέντε μέρες έχω να βγω έξω. Π έ ν τ ε ολόκληρες μέρες. Κλεισμένος! Κι έφτασα να σιχαίνομαι το ίδιο μου το σπίτι. Πόσο ν’ αντέξεις μέσα σε τέσσερις τοίχους; Είναι τόσο αδιανόητες οι συνθήκες της διαβίωσής μας πλέον, που κατέληξα να χρησιμοποιώ κάθε δυνατό μέσο για να τις υπομένω.
(Από την «Επιδημική κρίση»)
Ο αφηγητής συνειδητοποιεί τα προσωπικά αδιέξοδα των ηρώων του, «συμπάσχει» μαζί τους, τους ακολουθεί στην καθημερινή τους διαδρομή, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητά τους (εξωτερική και εσωτερική), κατανοεί τις αντιφάσεις τους και συγκινείται από το δράμα των απλών αυτών ανθρώπων που ζουν μια ζωή ισοπεδωτική, η οποία ακυρώνει το «κοινωνείν» και μαζί μ’ αυτό τον ίδιο τον εαυτό.
Ξένος πορεύτηκα στο Μόναχο, ξένος βαδίζω κι εδώ και τα παιδιά μου θα είναι ξένα ολούθε. Κι αυτά τα χώματα σαν ξένος τα πατώ τώρα, παρόλο που από παντού αναδύεται η ξεγνοιασιά των παιδικών μου των χρόνων.(…) Το άσχημο δεν είναι να ξεριζώνεσαι όμως, ούτε το να κατοικείς σε άγνωρα μέρη με συνήθειες παράξενες. Το άσχημο είναι να καταλήγεις ξένος στους δικούς σου ανθρώπους. Τι πιο αλλότριο άλλωστε, από το οικείο που με το χρόνο καθίσταται αγνώριστο;
(Από τον «Νόστο»)
Παράλληλα η λογοτεχνική παρουσίαση της ψυχικής κατάστασης των ηρώων του διηγήματος γίνεται ρεαλιστικά, χωρίς υπερβολές: ο αφηγητής παίρνει από το χέρι τους ήρωες αλλά και τους αναγνώστες και τούς παρουσιάζει μια πραγματικότητα λυπηρή, πολύ προβληματική ακόμη και αρρωστημένη, με διάθεση όμως παιδαγωγική και διδακτική. Στόχος είναι η κατάδειξη της νοσηρής πραγματικότητας, η κατανόηση των όρων δημιουργίας της και κυρίως των αποτελεσμάτων της και η κινητοποίηση τελικά των δεκτών στην κατεύθυνση της αναζήτησης ιδανικών -όχι αναγκαστικά στον χώρο εργασίας- και τρόπων διαμόρφωσης μιας νέας πραγματικότητας, η οποία θα δομείται στη βάση της ομαλής σχέσης με τον εαυτό, του υγιούς οραματισμού του μέλλοντος, της έλλογης αισιοδοξίας, της συνύπαρξης.
Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό εγχείρημα το οποίο έμπρακτα αμφισβητεί την τοποθέτηση σύγχρονων κριτικών λογοτεχνίας ότι πολλά από τα λογοτεχνικά έργα που κυκλοφορούν σήμερα δεν έχουν κάτι να πουν, κάτι να προσθέσουν στον σωρό των νέων αφηγήσεων: το έργο έχει να πει πολλά και σημαντικά θέματα τόσο για εμάς τους μεσήλικες, που με λύπη βλέπουμε τα αποτελέσματα των παρελθοντικών επιλογών μας στο παρόν, όσο -και κυρίως- για τους νέους ανθρώπους που ακυρώνονται καθημερινά εξ αιτίας των συνθηκών που δημιουργήθηκαν χωρίς τη συμμετοχή τους, αλλά κυριαρχούν με την συμμετοχή τους (η οποία είναι άκριτη, χωρίς συνειδητότητα, αποσπασματική, αλλά πάντως συμμετοχή). Η συλλογή δομείται απολύτως στους στόχους της, δεν πλατειάζει με την παρεμβολή εμβόλιμων στοιχείων αφηγηματολογίας, τα οποία κουράζουν τον δέκτη και αποπροσανατολίζουν από τις λογοτεχνικές στοχεύσεις, και παράλληλα η ελληνική γλώσσα ως όργανο παρέχεται από έναν αφηγητή, που μπορεί να μην έχει τη σκευή του φιλολόγου, αλλά αποδεικνύεται ικανότατος στον χειρισμό της τόσο ως προς την διαπραγμάτευση τόσο λεπτών για τον άνθρωπο ζητημάτων όσο και ως προς την ανάδειξή τους ως κυρίαρχων στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Παράλληλα η επιλογή του είδους του διηγήματος (το οποίο έχει χαρακτηριστεί αφήγημα της μιας ανάγνωσης) διευκολύνει την εστίαση των αφηγηματικών στόχων αλλά και την κατανόησή τους ακόμη και από άπειρους αναγνώστες δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας λογοτεχνικής ανταποκρισιμότητας που σπανίζει τη σύγχρονη εποχή. Ο Κωνσταντίνος Λίχνος δεν είναι ένας κομήτης που έτυχε να περάσει από δίπλα μας.. Ο Κωνσταντίνος Λίχνος, με τα ωραιότατα ελληνικά του, την εμβάθυνση στα κοινωνικά φαινόμενα, την κατανόηση των όρων διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τη λογοτεχνική διαπραγμάτευση φλεγόντων σύγχρονων προβλημάτων που άπτονται φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών τοποθετήσεων με στόχο την κατανόησή τους από τον δέκτη και όχι τον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό, ήλθε για να μείνει.