Εκκρεμότητες – Περνούν τα χρόνια
Στο ψέμα σας δε θέλω πια να μείνω,
να στέργω, να κοπιάζω, να πεινάω,
να ζω μέσα στο πένθος και στο θρήνο
κι ένα θεό νεκρό να προσκυνάω…
Δύο ποιήματα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Εκκρεμότητες
Αυτό που προσδοκάς δε θα το ζήσεις,
σου μήνυσε μια μοίρα κάποιο βράδυ
κι αλλιώτικα στον κόσμο να βαδίσεις
για να ‘χεις στη ζωή κι εσύ μεράδι…
Μυριάδες αναμένουν στην ουρά
κι αυτοί που αδιαφορούνε άλλοι τόσοι,
στα χέρια τους κρατάνε κι ένα γρόσι,
να δώσουνε πεσκέσι στη φρουρά…
Ποιο φρόνημα θα σμίξει τους ανθρώπους
που ανέχονται δυνάστες κι εξορίες,
που ψάχνουν λυτρωμό σε στέρφους τόπους,
που θρέφονται με σκάρτες ρητορείες;
Κι η κάθε τους λαχτάρα καταντάει
καρφί που τυραννά το χαύνο σώμα,
στ’ άγιο το Φως που μάτωσε στο χώμα
το άπειρο μονάχα απαντάει…
…..
Στο ψέμα σας δε θέλω πια να μείνω,
να στέργω, να κοπιάζω, να πεινάω,
να ζω μέσα στο πένθος και στο θρήνο
κι ένα θεό νεκρό να προσκυνάω…
Περνούν τα χρόνια
Περνούν τα χρόνια σαν πουλιά κυνηγημένα
κι έρχονται νύχτες και φεγγάρια με βροχές,
καράβια φεύγουν μ’ αυταπάτες φορτωμένα
κι εσύ με ζεις με ξεχασμένες προσευχές…
Τ’ αστέρια μέτρησα μια νύχτα στ’ ακρογιάλι,
σ’ άγνωρους τόπους και σε γκρίζους ουρανούς,
σ’ αυτή τη θάλασσα που με πλανεύει πάλι,
στ’ άγιο ξημέρωμα που δε το βάνει ο νους…
Τρέχουν οι άνθρωποι το χρόνο να προφτάσουν,
σφυρίζουν τρένα που δεν έχουν γυρισμό
κι ότι ασύλληπτο γεννιέται θα το χάσουν,
αφού αψήφησαν του μάντη το χρησμό…
Κάποιος μου ζήτησε ταυτότητα στο δρόμο
κι εγώ του έδωσα τσιγάρο δανεικό,
κι όταν το άναψε με άγγιξε στον ώμο
κι απ’ την οδύνη μου, ζητούσε μερτικό…
…..
Περνούν τα χρόνια ζοφερά κι ανταριασμένα
κι αίμα σταλάζει μια αλλόκοτη πληγή,
μ’ αν χαμηλώσουνε τα σύννεφα για μένα,
θα ‘ρθω κοντά σου να με ζήσεις μάνα γη…