«Το στέμμα στα σκουπίδια!» – Έργα και ημέρες του Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ
Ο ελληνικός λαός ήταν που έστειλε τη βασιλεία στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας με το δημοψήφισμα του 1974, οπότε ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία (69,18%) υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος του θεσμού της βασιλείας στην χώρα μας.
Η βασιλεία στην Ελλάδα δεν προέκυψε όπως σε άλλα κράτη, ως κατάλοιπο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά εισήχθη μετά την Επανάσταση του 1821 ως αποτέλεσμα της άμεσης παρέμβασης των “μεγάλων δυνάμεων” της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) σε σύμπραξη με μερίδα της εγχώριας αστικής τάξης. Ως θεσμός, δεν μετεξελίχθηκε σε “διακοσμητική κορυφή” (όπως σε άλλα καπιταλιστικά κράτη), αλλά διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την ισχύ του ως κέντρο εξουσίας, πάντοτε βέβαια ενσωματωμένος στο πλαίσιο του αστικού κράτους, με άμεσες διασυνδέσεις με διεθνή καπιταλιστικά κέντρα.
Διαχρονικά, ο θεσμός της βασιλείας βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο των ενδοαστικών συγκρούσεων για την πορεία του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, για τις “ισορροπίες” ανάμεσα στα αστικά κέντρα εξουσίας εντός του (π.χ. γύρω από τον έλεγχο του στρατού) και για τις διεθνείς συμμαχίες του. Διαχρονικά επίσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αντιδραστικά αντιλαϊκά σενάρια στηρίζοντας ενεργά την καταστολή του εργατικού-λαϊκού κινήματος πραξικοπήματα, δικτατορίες κλπ.
Ο θεσμός της βασιλείας αν και αναχρονιστικός αποδείχθηκε χρήσιμος για την ισχυροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας (ως “εγγυητής” της λεγόμενης “εθνικής ενότητας”, κλπ.), ακόμη και από πολιτικούς “αντιπάλους” της, όπως ο Ελ. Βενιζέλος, παρά τις διαρκείς παρεμβάσεις του Παλατιού στην άσκηση της αστικής κυβερνητικής εξουσίας ενισχύοντας έτσι ενδοαστικές διαμάχες, κλπ.
Ιδιαίτερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βασιλεία έπαιξε κεντρικό ρόλο στη συσπείρωση των κατακερματισμένων και αποδυναμωμένων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και στη συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας, σε μια περίοδο όπου το αστικό πολιτικό σύστημα δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί και η αστική εξουσία βρισκόταν σε κίνδυνο. Στο πλαίσιο αυτό, το Παλάτι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άγρια καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος και στην ένταση του αντικομμουνισμού.
Ωστόσο, τη δεκαετία του 1950 και ακόμη περισσότερο του 1960, άρχισε να αναδεικνύεται όλο και πιο επιτακτικά η ανάγκη για μια σειρά από εκσυγχρονισμούς στο αστικό κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα, στα οποία το Παλάτι στάθηκε -αντικειμενικά, αλλά και ενεργά- εμπόδιο, με αποτέλεσμα τη συνεχή όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων.
Οι αντιθέσεις αυτές, που κορυφώθηκαν γύρω από το κομβικό ζήτημα του ελέγχου του στρατού, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας την 21η Απριλίου 1967.
Ειδικά ως προς την εξέλιξη των ενδοαστικών συγκρούσεων στην πορεία προς τη δικτατορία ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ -που είχε ανέλθει στο θρόνο ήδη από την Άνοιξη του 1964- είχε ιδιαίτερο μερίδιο ευθύνης:
-Με τις συνεχείς παρεμβάσεις του στις ενδοαστικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και στην ανάθεση της κυβερνητικής εξουσίας (ειδικά το 1965-1967 με το σχηματισμό αλλεπάλληλων κυβερνήσεων από τα αστικά κόμματα ή τμήματά τους).
-Με την επιδιωκόμενη ανατροπή του Μακαρίου στην Κύπρο, στο πλαίσιο υποστήριξης της γενικότερης πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή (σχετικό σχέδιο άλλωστε υπέβαλε ο Κωνσταντίνος στις ΗΠΑ το 1965).
-Με την προετοιμασία ελεγχόμενου υπό τον ίδιο στρατιωτικού πραξικοπήματος σε περίπτωση αδιεξόδου στην αστική πολιτική κρίση του 1965-1967, συνδράμοντας έτσι όχι μόνο στη δημιουργία σχετικής υποδομής αλλά και σχετικού κλίματος αποδοχής ενός τέτοιου ενδεχόμενου ως “λύση”. Τόσο τον Ιανουάριο όσο και το Μάρτη του 1967 ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ βολιδοσκοπούσε την Αμερικανική Πρεσβεία για τη στάση που θα κρατούσαν οι ΗΠΑ σε ενδεχόμενη επέμβαση του στρατού υπό την ηγεσία του (αξιοποιώντας προς αυτό και τη σχετική πρόβλεψη του Συντάγματος του 1952).
Τελικά η “λύση” στις ενδοαστικές συγκρούσεις και τα αδιέξοδα της περιόδου “δόθηκε” με τη Χούντα της 21ης Απριλίου, οδηγώντας τελικά και στην κατάργηση της βασιλείας.
Η στρατιωτική δικτατορία, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, είχε ανάγκη τη νομιμοποίησης που της προσέφερε ο βασιλιάς ως θεσμικά επικεφαλής του κράτους και του στρατού, αξιοποιώντας τη σημαντικότατη επιρροή που συνέχιζε να έχει ο θεσμός στο στράτευμα. Άλλωστε, τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος, πολλοί από τους αξιωματικούς δεν αντέδρασαν ή και υποστήριξαν το όλο εγχείρημα πιστεύοντας ακριβώς ότι εκκινούταν από το Παλάτι.
Ο Κωνσταντίνος, από τη μεριά του, από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος δεν αντέδρασε (παρά σχετικές παροτρύνσεις του τότε πρωθυπουργού Π. Κανελλόπουλου ή της ηγεσίας του πολεμικού ναυτικού), επέλεξε να το αναγνωρίσει, συμβάλλοντας σημαντικά στην εδραίωσή του. Σε αντάλλαγμα μπόρεσε να τοποθετήσει μια σειρά ανθρώπους του σε θέσεις-κλειδιά (όπως ο πρώτος πρωθυπουργός της Χούντας, Κ. Κόλλιας), επιδιώκοντας να έχει τον έλεγχο της κατάστασης και έχοντας στη πίσω τσέπη το σενάριο της εκδήλωσης δικού του πραξικοπήματος. .
Ωστόσο, όταν το βασιλικό πραξικόπημα-οπερέτα εκδηλώθηκε πια το Δεκέμβριο του 1967 οι δικτάτορες είχαν εδραιωθεί αρκετά ώστε να το καταστείλουν με σχετική ευκολία.
Το Σύνταγμα της Χούντας το 1973 προχώρησε στην κατάργηση της βασιλείας παρά το γεγονός ο,τι ένα τμήμα των πραξικοπηματιών είχε φιλοβασιλικό παρελθόν εκφράζοντας έτσι μια προσπάθεια εκσυγχρονισμών που είχε ανάγκη η αστική τάξη ήδη από την προδικτατορική περίοδο.
Ο ελληνικός λαός όμως ήταν που έστειλε τη βασιλεία στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας με το δημοψήφισμα του 1974, οπότε ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία (69,18%) υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ, από την ίδρυσή του, στάθηκε διαχρονικά απέναντι στη βασιλεία ως θεσμού αναχρονιστικού, εχθρικού προς τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού, ταυτισμένου με την άγρια καταστολή των αγώνων του και τον αντικομμουνισμό.