Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η βάβω η Τασιά» του Μάρκου Αυγέρη
“- Άκου, παιδί μου εσύ, Γιαννιά,
μη μας ντροπιάσεις τη γενιά.
Έχεις γυναίκα που είναι νια
κ’ έχεις κοπέλα παρανιά·
δώσε σε μας μια μαχαιριά
κ’ ύστερα βάλε μας φωτιά·
και μες στην πρώτη την αυγή
πετάξου εσύ μες στη σφαγή!”
Με το ποίημα αυτό, αλλά και με το δίπρακτο δράμα «Μπροστά στους ανθρώπους», εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα ο Μάρκος Αυγέρης.
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, ο Μάρκος Αυγέρης γεννήθηκε στις 18 του Φλεβάρη 1884 στην Καρίτσα Ιωαννίνων και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Ιούνη 1973, στην Αθήνα.
Έλαβε το δίπλωμα του γιατρού το 1907 και εργάστηκε σε διάφορες κλινικές της Αθήνας.
Παντρεύτηκε την Γαλάτεια Αλεξίου, πρώτη σύζυγο του Νίκου Καζαντζάκη και αδελφή της Έλλης Αλεξίου.
Εκδιώχθηκε για την συμμετοχή του στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Ο Μάρκος Αυγέρης στη ζωή του, δεν δείλιασε και ήταν παράδειγμα αγωνιστή διανοούμενου.
Ποιήματα, κείμενα και άρθρα, έστελνε σε προοδευτικά περιοδικά της εποχής και σε διάφορες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων, ο Ριζοσπάστης και η Αυγή.
Στο βιβλίο «Η παγκόσμια έρις», που είναι συγκεντρωμένα άρθρα του, ανάμεσα στα χρόνια 1954 και 1963, διαβάζουμε:
«…Γι’ αυτό συμβουλεύουν την υπομονή κι όχι διαμαρτυρίες.
– Μα δε βάζετε με το νου σας τι θα γίνει μετά; Δεν συλλογιέστε τι θα γίνει αν πέσουν αυτές οι κακές, να πούμε, κεφαλαιοκρατίες;
Είναι πολύ γνωστό τι θα γίνει. Θα ‘ρθεί η συντέλεια του κόσμου. Από παλιά, από πάντα, κάθε φορά που οι κύριοι κινδυνεύουν, κινδυνεύει η παγκόσμια τάξη, όταν οι άρχοντες της γης κλονίζονται, κλονίζονται τα θεμέλια του πολιτισμού…»
Από άλλο άρθρο, στο ίδιο βιβλίο:
«… υπάρχουν οι κοινωνικές εντολές, οι κυρώσεις της πολιτείας, οι πειθαρχίες των θεσμών και των νόμων, η κυρίαρχη εξουσία των κοινωνικών συστημάτων, η προστασία των μεγάλων και επιβλητικών συμφερόντων, η επιβολή των ισχυρών, η δύναμη των όπλων,
η βία του δεσπότη και η αυθαιρεσία
του τυράννου και άλλες απαγορεύσεις,
που τιμωρούν αυστηρά την ατίθαση ελευθερία και τον ασυμμόρφωτο προς τα ψεύδη του κατεστημένου.»
Έργα του: Τραγούδι της τάβλας (1908), Ο Σικελιανός, η ποίησή του, το θέατρό του – κριτικός απολογισμός (1952), Κριτικά – Αισθητικά – Ιδεολογικά (Βουκουρέστι, 1959), Εισαγωγή στη νεοελληνική λογοτεχνία και Η ελληνική ποίηση – ενιαίος τόμος (Βουκουρέστι 1964), Ξένοι λογοτέχνες (1966), Έλληνες λογοτέχνες (1966), Η παγκόσμια έρις, Αντίδρομα και παράλληλα ποιήματα, Φωνές της νύχτας, δώδεκα ποιήματα, Εισαγωγή στην ποίηση (1971) και άλλα.
Μετέφρασε αρχαίους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες.
Το 1904, νεότατος, έγραψε το δίπρακτο δράμα “Μπροστά στους ανθρώπους”, το οποίο αργότερα, δυστυχώς, χάθηκε.
Τα Άπαντα ποιητικά του, εκδόθηκαν μετά θάνατον, το 1975.
Το ποίημα «Η βάβω η Τασιά» το έγραψε φοιτητής, ακολουθώντας με σεβασμό, τα βήματα της δημοτικής παράδοσης. Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς, το 1904.
Η βάβω η Τασιά
Σαν ήρθαν οι άμετροι οι οχτροί
το πήραν τ’ όμορφο καστρί·
έσυραν σκλάβους νιους και νιες,
πήραν κι ασήμια θημωνιές.
Κι οχτρός το Γιάννο αποθυμά,
μα εκειός στο σπίτι πολεμά·
γύρω – τριγύρω έχουν ερτεί
μ’ αυτός αλάργα τους κρατεί.
Κοντά η βάβω του, η Τασιά,
βάνει καινούργια φορεσιά·
κ’ η νια γυναίκα του, η Μαρώ,
κάνει στο κόνισμα σταυρό·
και τ’ άστρι η κόρη του η Αυγή,
σκυμένη κάνει προσευκή.
Σα φόρεσε τη φορεσιά
του είπε η βάβω του, η Τασιά:
“- Άκου, παιδί μου εσύ, Γιαννιά,
μη μας ντροπιάσεις τη γενιά.
Έχεις γυναίκα που είναι νια
κ’ έχεις κοπέλα παρανιά·
δώσε σε μας μια μαχαιριά
κ’ ύστερα βάλε μας φωτιά·
και μες στην πρώτη την αυγή
πετάξου εσύ μες στη σφαγή!”
“- Μάνα μου, δόσμου την ευκή!”
“- Μ’ όλη μου, γιε μου, την ψυχή,
αρκούδι νάβγεις το ταχύ!”
Κατάστηθα τη μαχαιριά
εδέχθηκ’ ύστερα η γριγιά·
κ’ η νια γυναίκα του, η Μαρώ,
τον άσπρον έδωκε λαιμό
κάτ’ απ’ τα ολόξανθα μαλλιά
κοντά στις δύο σειρές φλωριά.
Και μες στα χέρια η Αυγή κρατεί
την ολοδάκρυτη μορφή
και στη θερμή την προσευκή
έφυγ’ η άσπρη της ψυχή.
Κ’ εκεί που σφάχτηκ’ η Τασιά
γίνηκε ύστερα εκκλησιά.
Κ’ εκεί που σφάχτηκ’ η Μαρώ
σταίνουν οι νιοι κ’ οι νιες χορό.
Κ’ εκεί που πλάγιασ’ η Αυγή
πλήθος τα κρίνα έχουνε βγει.
– βάβω: γιαγιά, γριά
– αποθυμώ: επιθυμώ
– θημωνιά: σωρός (δεμένος) από θερισμένα σπαρτά ή άλλα φυτά
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.