Οι λέξεις που ξύπνησαν
“Απ’ τα χθεσινά λαβωμένος βγαίνω
Άφησα τον χρόνο να περάσει
Μπροστάρη τη σκέψη μου θα βάλω
Να οδηγήσω πάλι τη ζωή “
Ένας εργάτης κάθεται σε ένα, από τα πολλά παγκάκια, που ο ίδιος έφτιαξε, κάποιας πλατείας της πόλης του και καπνίζοντας ένα τσιγάρο, συλλογιέται.
“Σήμερα όλα παράξενα είναι.
Όλα τριγύρω,
όσα έχω φτιάξει,
ξένα μου φαίνονται.
Και ζωή μου, ως εδώ;
Και η ζωή μου, από εδώ και πέρα;
Τα πράγματα.
Έτσι ήταν;
Έτσι είναι;
Έτσι θα είναι;
Έξω από μένα; ”
Κι έπειτα μονολογούσε με λέξεις που ξύπνησαν, αποκοιμισμένες λες, χρόνια, ύπουλα, στα πιο πυκνά του σκοτάδια.
Κάτι πληγώνει τη σκέψη μου
Βαριά, έρχονται και φεύγουν, βαριά
Αλλοτριωμένες μέρες
Αλλοτριωμένα πράγματα χθεσινά
Όλα, τη σκέψη μου πληγώνουν
Η ζωή, αθόρυβα, την προσπερνά
Ανάμεσα σ’ εκείνη και σ’ αυτήν
Σαν ακροβάτης ισορροπώ
Απ’ τα χθεσινά λαβωμένος βγαίνω
Άφησα τον χρόνο να περάσει
Μπροστάρη τη σκέψη μου θα βάλω
Να οδηγήσω πάλι τη ζωή
Στρατής Γαλιάτσος