Από τον Ντα Βίντσι στην Ιουλιέτα: Μιλάνο – Βερόνα – Λίμνη Κόμο (ΦΩΤΟ)
Το Μιλάνο ξεγελάει και σε εκδικείται στο τέλος, επιπόλαιε ταξιδιώτη. Μην το υποτιμήσεις, εκτός κι αν θες να ξαναγυρίσεις. Κατά προτίμηση το συντομότερο δυνατόν.
Λένε πως τα περισσότερα ταξιδιωτικά πρακτορεία στριμώχνουν μέσα σε λίγες μέρες άπειρα αξιοθέατα και μέρη, προκειμένου να ρίξουν το κόστος, αλλά και να προσελκύσουν ευκολότερα πελάτες. Τίποτε όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρόγραμμα που μπορείς να φτιάξεις μόνος σου, εφόσον έχεις αποφασίσει να εκμεταλλευτείς τουλάχιστον 16 με 17 ώρες του 24ωρου.Έτσι λοιπόν σε ένα τετραήμερο η υποφαινόμενη με τη στωικά υπομείνουσα συνταξιδιώτισσά της, χώρεσε τρεις πόλεις, δύο χωριά και δύο νομούς (Λομβαρδία και Βένετο) της Ιταλίας. Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η ποσότητα μοιραία ως ένα βαθμό απέβη σε βάρος της βαθύτερης γνωριμίας με έναν τόπο, ξεχωρίζοντας τον ταξιδιώτη από τον τουρίστα (μεγάλη συζήτηση κι αυτή βέβαια, αλλά όχι της παρούσης).
Το Μιλάνο, ειδικά για όποιον έχει επισκεφτεί άλλες “διάσημες” πόλης της γειτονικής χώρας, μπορεί να μοιάζει λίγο “φτωχός” συγγενής συγκριτικά, τόσο σε ομορφιά όσο και σε πλήθος αξιοθέατων. Όχι ότι είναι άσχημη πόλη, μόνο που είναι διαφορετική από τις άλλες, με μια αισθητική που σε πολλά σημεία παραπέμπει περισσότερο στη γειτονική Ελβετία, την Αυστρία (που επί Αψβούργων κυριάρχησε στην πόλη για περίπου ενάμιση αιώνα) ή ακόμα και τη Γερμανία. Μιλάμε κυρίως για το κέντρο και τα πέριξ βέβαια, καθώς τα προάστια που μπορεί να δει κανείς κατά μήκος της 55λεπτης περίπου διαδρομής με το τραίνο Malpensa Express από το ομώνυμο αεροδρόμιο, παραπέμπουν σε μάλλον βαλκανικές καταστάσεις, με το σκουπίδι δίπλα από τις ράγες να θυμίζει σταθμό Λαρίσης στο ύψος του Μεταξουργείου (σ.σ. Το κείμενο γράφτηκε πριν το δυστύχημα στα Τέμπη). Η άφιξη έγινε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό (Milano Centrale), το μεγαλύτερο σε διαστάσεις στην Ευρώπη, που φέρει ακόμα έντονα, παρά τις κατά καιρούς μετασκευές που προσθέτουν περισσότερα καφέ και μαγαζιά εν είδει mall, τη σφραγίδα της εποχής κατά την οποία κατασκευάστηκε, στην καρδιά της φασιστικής περιόδου, δηλαδή το 1931. Η προσπάθεια μετεπιβίβασης στο μετρό, αν και στην αρχή θυμίζει Θησέα χαμένο στο λαβύρινθο, στέφεται τελικά από επιτυχία. Βγαίνοντας από το σταθμό, το θέαμα οδηγών σταματημένων στη μέση του δρόμου να τσακώνονται σε στιλ “ξέρεις-ποιος-είμαι-εγώ-ρε” αλά ιταλικά, υπενθυμίζει ότι το κεντροευρωπαϊκό σκηνικό και ο μουντός καιρός δεν πρέπει να μας ξεγελά: Τι κι αν οι Μιλανέζοι έχουν μεταξύ των συμπατριωτών τους τη φήμη αγέλαστων καριεριστών (sic), το ταμπεραμέντο παραμένει σταθερά μεσογειακό.
Όλα αυτά ξεχνιούνται γρήγορα φτάνοντας στην καρδιά της πόλης, που υπέφερε πολύ από βομβαρδισμούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφαιρώντας από την ομορφιά της, όχι όμως και από το χαρακτήρα της. Τι κι αν η πόλη έχει “λιγότερα” αξιοθέατα από άλλες της χώρας, όλα τους είναι ένα κι ένα, και δυο μέρες κι αυτές κουτσουρεμένες δε φτάνουν για να τα δεις, πολλώ δε μάλλον να τα χαρείς όλα, παρά τις σχετικά κοντινές αποστάσεις. Απόλυτος πρωταγωνιστής είναι φυσικά ο καθεδρικός ναός του Μιλάνου, η απλά Ντουόμο. Τυπικά είναι ο μεγαλύτερος ναός της Ιταλίας, αφού ο Άγιος Πέτρος εδρεύει στο Βατικανό, και η κατασκευή του διήρκεσε μόλις 6 αιώνες, από το 1386 ως το 1965. Η ιδέα ανήκε στον κυβερνήτη της πόλης, Τζαν Γκαλεάτσο Βισκόντι (ναι, πρόγονος του γνωστού κι ως “κόκκινου βαρώνου” σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι), που ήθελε να εναρμονίσει την πόλη του με τις δυτικοευρωπαϊκές μόδες της εποχής, δηλαδή το γοτθικό στιλ. Έλα όμως που αυτά στους Ιταλούς φαίνονταν… κινέζικα, οπότε η λύση βρέθηκε κάνοντας εισαγωγή τεχνιτών και μηχανικών από τη Γαλλία. Καμία φωτογραφία δε με είχε προετοιμάσει για τις διαστάσεις και την ομορφιά αυτού του ναού, που έξαφνα απέκτησε μια ρόδινη απόχρωση από τις αχτίδες ενός κλέφτη ήλιου που το έσκασε για λίγο από το βρώμικο μπαμπάκι του νοεμβριάτικου ουρανού.
Πέριξ της πλατείας του Ντουόμο βρίσκεται η Γκαλερία Βιτόριο Εμανουέλε B’, που ολοκληρώθηκε το 1877 και αποτελεί άμεσο πρόδρομο των εμπορικών κέντρων όπως τα ξέρουμε σήμερα. Γύρω από τον εντυπωσιακό γυάλινο θόλο στις τέσσερις πλευρές βρίσκονται ψηφιδωτά με γυναικείες μορφές που προσωποποιούν τις ηπείρους, με εξαίρεση την Αυστραλία που μάλλον έπεφτε μακριά. Η αισθητική των μορφών παραπέμπει ευθέως στα αποικιοκρατικά κι οριενταλιστικά στερεότυπα της εποχής, ενώ το μωσαϊκό του δαπέδου αποτελεί ευθεία αναφορά στην εποχή του Risorgimento, της ιταλικής ενοποίησης δηλαδή, που είχε ολοκληρωθεί μόλις μιάμιση περίπου δεκαετία πριν τα εγκαίνια της Galleria. Στο μωσαϊκό αυτό απεικονίζονται συμβολικά οι τρεις πρωτεύουσες του ιταλικού βασιλείου (Ρώμη, Φλωρεντία, Τορίνο) αλλά φυσικά και το ίδιο το Μιλάνο.
Ανάμεσα σε αυτά τα σύμβολα, δημοφιλέστερο είναι αναμφισβήτητα εκείνο που απεικονίζει τον ταύρο – σύμβολο της πρωτεύουσας του Πεδεμοντίου, λίκνου της ιταλικής εθνικής αναγέννησης, καθώς Τορίνο κυριολεκτικά σημαίνει ταυράκι (όχι στο ζώδιο). Μια παράδοση άγνωστης προέλευσης οδηγεί χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο να πατάνε στα ευαίσθητα σημεία του ταύρου για λόγους καλοτυχίας, με αποτέλεσμα στο σημείο να έχει σχηματιστεί κρατήρας. Η ξεναγός μας επέμενε πως το έθιμο των τριών στροβιλισμών με το τακούνι στην τρύπα των δίδυμων γενετικών αδένων είναι ξενόφερτη αλλοίωση για τουρίστες, γι’ αυτό κάθε επιμένων ιταλικά επισκέπτης θα πρέπει να αρκεστεί σε ένα απλό πάτημα μέζεων και θα συνεχίσει το δρόμο του προς τις βιτρίνες. Οι οποίες φυσικά υπάρχουν σε όλο το κέντρο, για κάθε γούστο και βαλάντιο. Κι επειδή είμαστε βλάχες, βλαχάρες, τελευταίες, δεν περιμέναμε ότι θα υπήρχαν τιμές παντού, ακόμα και στις πιο φιρμάτες βιτρίνες, δίνοντας έτσι άπειρη τροφή για σκέψη και όταν λέμε σκέψη, εννοούμε υπολογισμούς μηνιαίων μισθών απαραίτητων για την αγορά μίας και μόνο τσάντας ή φορέματος μάρκας που έχει εξυμνήσει και ο γνωστός τροβαδούρος Γεώργιος Μαζωνάκης, πριν η επέλαση της τραπ καταστήσει το αράδιασμα brands κοινό στιχουργικό τόπο.
Η είσοδος της Γκαλερία βλέπει προς την πιάτσα ντέλα Σκάλα, η οποία φυσικά πήρε το όνομά της από το διασημότερο λυρικό θέατρο του κόσμου, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την πλατεία. Στο κέντρο της υψώνεται ένα άγαλμα του Λεονάρντο ντα Βίντσι κυκλωμένου από μαθητές του, έργο του 19ου αιώνα κάπως δεύτερης καλλιτεχνικής κλάσης, αν με ρωτάτε. Αφιερωμένο σε αυτό τον homo universalis της Αναγέννησης είναι και ένα μουσείο ακριβώς στη δεξιά πλευρά της εισόδου προς τη Γκαλερία, το οποίο έπεσε θύμα του εξαιρετικά περιορισμένου χρόνου μας. Η ίδια όπερα είναι ένα αυστηρό νεοκλασικό του 18ου αιώνα, ενώ το αρκετά τσουχτερό εισιτήριο των 12 ευρώ περιλαμβάνει εκτός από την είσοδο στη σκηνή, τις ώρες που αυτή επιτρέπεται, το μουσείο της Σκάλας περιλαμβανομένων περιοδικών εκθέσεων. Οι επισκέψιμες ώρες είναι προσβάσιμες στο ίντερνετ, με τούτα και με κείνα όμως, οι συνταξιδιώτισσες φτάσαμε αργούτσικα κι έτσι ρίξαμε μόνο κυριολεκτικά μια ματιά στη σκηνή μέσα από τις βιτρινούλες στα φουαγιέ, καθώς γινόταν πρόβα στη σκηνή. Ακόμα κι αυτό όμως αρκεί για να καταλάβεις πόσο έντονη εμπειρία πρέπει να είναι μια παράσταση εδώ, ακόμα και για τους μη φίλους της όπερας και της κλασικής μουσικής εν γένει.
Η μόνιμη έκθεση του μουσείου είναι ενδιαφέρουσα, αλλά αρκετά μικρή, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων το πιάνο αλλά και τη νεκρική μάσκα (!) του Τζουζέπε Βέρντι, όπως και πορτραίτα συνθετών και ερμηνευτών που δοξάστηκαν στη Σκάλα κατά τους περίπου 2,5 αιώνες της λειτουργίας της. Κι αν το ένα και μοναδικό πορτραίτο της Μαρίας Κάλλας φαίνεται φτωχός φόρος τιμής στην “Diva”, η περιοδική έκθεση αφιερωμένη στις παραστάσεις του Φράνκο Τζεφιρέλι στη Σκάλα (ναι, δε γύρισε μόνο τον Ιησού από τη Ναζαρέτ), αποζημιώνει με άφθονες φωτογραφίες, αλλά και αυθεντικά κοστούμια από τη συνεργασία της με τον Ιταλό σκηνοθέτη.
Η τέχνη στο Μιλάνο φυσικά δε σταματάει στη Σκάλα, σε μια πόλη εξαιρετικά πλούσια σε κάθε είδους δρώμενα όλων των μορφών τέχνης. Η κατεξοχήν καλλιτεχνική συνοικία θεωρείται η περιοχή Μπρέρα, μια συνοικία πλούσια όχι μόνο σε γκαλερί, αλλά και καφέ, εστιατόρια και φούρνους-καφέ-μπιστρό, που αποτελούν μια κάπως ανθρώπινη για την τσέπη εναλλακτική για ένα aperitivo, τουτέστιν ένα aperol συνοδεία σνακ. Μεγάλος πρωταγωνιστής είναι βέβαια η Πινακοθήκη Μπρέρα, με μεγάλες ουρές ακόμα και τέλη Νοέμβρη, που επιτρέπει δωρεάν είσοδο στο πανέμορφο αίθριο και συγκεκριμένο αριθμό επισκεπτών κάθε φορά στο ίδιο το μουσείο. Περιμένοντας τη σειρά μου για την τελευταία είσοδο πριν το κλείσιμο, απόλαυσα την ακριβότερη μπρουσκέτα της ζωής μου στο κομψότατο καφέ, που φαίνεται πάντως να είναι στέκι ντόπιων περισσότερο, παρά τουριστών. Σε ό,τι αφορά τη συλλογή των πινάκων, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα η παράθεση τίτλων και ονομάτων μεγάλων Ιταλών και άλλων Ευρωπαίων δημιουργών από το Μεσαίωνα μέχρι τον 20ό αιώνα, απλά όσοι πιστοί προσέλθετε.
Στο μέσο του Μουσείο στέκει καμαρωτός ο Ναπολέοντας, σμιλεμένος γυμνός με αναλογίες Απόλλωνα σε λευκό μάρμαρο από τον μεγαλύτερη γλύπτη της εποχής του, Αντόνιο Κανόβα. Αγνοώ την αντίδραση του κοντού Κορσικανού μπροστά σε τόση εξιδανίκευση, βέβαια για αυτοκράτορα μιλάμε που σίγουρα θα θεωρούσε ότι η μετριοφροσύνη ταιριάζει στους μέτριους. Το μόνο σίγουρο είναι πως η γυμνότητα του έργου σκανδάλισε τους Γάλλους, όχι όμως και τον αντιβασιλιά της Ιταλίας και υιοθετημένο γιο του Ναπολέοντα Ευγένιο ντε Μπωαρναί (όποιος θυμάται πόσους από το σόι τους διόρισε ο αυτοκράτορας να διαφεντεύουν την Ευρώπη, κερδίζει μαγνητάκι 5 ευρώ από το σουβενιράδικο του μουσείου), που ενθουσιάστηκε τόσο ώστε διέταξε να κατασκευαστεί και μπρούτζινο αντίγραφο του αγάλματος, που σήμερα κοσμεί το αίθριο της Πινακοθήκης.
Ένα από πλεονεκτήματα του Μιλάνου, ακόμα και για τους πιο διαπρύσιους αρνητές της ομορφιάς του, είναι η στρατηγική του θέση και η εξαιρετική σιδηροδρομική του διασύνδεση με μια τεράστια ποικιλία προορισμών, εντός κι εκτός Ιταλίας. Χωρίς πολλή σκέψη, σαν έτοιμες από καιρό βάλαμε πλώρη – στη στεριά – για τα λημέρια των Μοντέγων και των Καπουλέτων. Η Βερόνα προσιδιάζει περισσότερο σε “κλασική” ιταλική πόλη ως αισθητική και ως αίσθηση. Η μετάβαση προς το κέντρο από το σιδηροδρομικό σταθμό ήταν ελαφρώς… περιπετειώδης, λόγω του ημιμαραθωνίου που λάμβανε χώρα εκείνη την ημέρα, οδηγώντας σε τροποποιήσεις δρομολογίων των λεωφορείων. Ευτυχώς η πόλη είναι αρκετά συμμαζεμένη κι έτσι με λίγο περπάτημα φτάνει κανείς στην Piazza Bra, όπου βρίσκεται και το εμβληματικότερο μνημείο της πόλης, δηλαδή η περίφημη ρωμαϊκή αρένα της Βερόνα. Εντυπωσιακή μέσα κι έξω, με ουρές ακόμα και στα τέλη του Νοέμβρη, αξίζει και για τη θέα που προσφέρει σε όποιον σκαρφαλώσει ως την κορυφή των κερκίδων.
Δέκα λεπτά περπάτημα μέσα από γραφικά σοκάκια και ακριβές μπουτίκ φτάνεις στη βίλα της Ιουλιέτας. Αν η τουριστοπαγίδα έπρεπε να αποδοθεί με μια φωτό, θα ήταν αυτή, ομολογώ ωστόσο ότι η επίσκεψη ήταν πιο διασκεδαστική από ό,τι την περίμενα, αρκεί να έχεις επίγνωση του τι πας να συναντήσεις. Το σπίτι αγοράστηκε από το δήμο Βερόνας το 1905 (στην πιο διορατική επιχειρηματική κίνηση όλων των εποχών, με το δήμαρχο να αποφασίζει ότι, αφού οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες λέγονταν Καπέλο, το όνομα έμοιαζε πολύ με τους Καπουλέτους κι άρα θα μπορούσε εύκολα να μετονομαστεί σε βίλα της Ιουλιέτας. Οι Μοντέγοι και οι Καπουλέτοι ήταν υπαρκτές αριστοκρατικές οικογένειες της περιοχής, που μνημονεύονται κι από το Δάντη στη Θεία Κωμωδία του τον 13ο αιώνα, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα από την άλλη ήταν φυσικά αποκυήματα ποιητικής φαντασίας (η αρχική πηγή του θρύλου είναι μέχρι σήμερα αμφισβητούμενη), την οποία αξιοποίησε και έφτασε σε μέχρι σήμερα ανυπέρβλητα ύψη η μεγαλοφυΐα του Σαίξπηρ.
Ποτέ όμως δεν αφήνουμε την ιστορική πραγματικότητα να χαλάσει την πιο όμορφη ιστορία αγάπης του κόσμου. Πολύς κόσμος, για να αποφύγει τα 7 ευρώ της εισόδου, συνωστίζεται απλά στην αυλή που έχει ελεύθερη πρόσβαση, όπου μέγιστη ατραξιόν είναι ένα μπρούτζινο άγαλμα της Ιουλιέτας, το οποίο τοποθετήθηκε για πρώτη φορά το 1972 και αντικαταστάθηκε μερικά χρόνια πριν από ρέπλικα, λόγω της μαζικής “παρενόχλησης” του από τουρίστες, που θωπεύουν το μαστό του αγάλματος για γούρι (κι εννοείται ότι δε θα μπορούσα να λείψω από τέτοιο επικό κριντζάρισμα). Το επόμενο highlight είναι φυσικά το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, όπου δε θέλω να ξέρω τι γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, μέχρι να έρθει η σειρά κάποιου για την πολυπόθητη σέλφι. Οι υπόλοιποι όροφοι επιεικώς αδιάφοροι, με ράντομ κεραμικά της Αναγέννησης να προσπαθούν μάταια να προσδώσουν μια αίσθηση “αυθεντικότητας”, κοστούμια και σκηνικά από το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” του Τζεφιρέλι, αλλά και έναν υπολογιστή για συγγραφή επιστολής στην Ιουλιέτα. Στη συνέχεια μάλιστα οι επιστολές προβάλλονται και σε ξεχωριστές οθόνες, γιατί αν δεν είναι κατάλληλη ερωτική σύμβουλος μια έφηβη παρθένος και αυτόχειρας, ποιος άλλος είναι δηλαδή; Η εμπειρία ολοκληρώνεται με μια επίσκεψη στο σουβενιράδικο του προαυλίου, όπου οι τιμές ακολουθούν πιστά το δόγμα του “πουλάμε το προϊόν αερισμού μας κονσέρβα”.
Ακολούθησε γεύμα στην Piazza delle Erbe, την ομορφιά της οποίας αλλοίωνε το ντεκόρ του ημιμαραθωνίου, δημιουργώντας συνθήκες παρκούρ μέχρι να φτάσουμε στο εστιατόριο, όπου απολαύσαμε ντόπιες σπεσιαλιτέ. Χωρίς να λείπουν τα ζυμαρικά, και δη η τοπική ποικιλία bigoli, η παραδοσιακή κουζίνα της Βερόνας δεν προσιδιάζει σε αυτό που συνήθως θεωρούμε “ιταλική κουζίνα” στο εξωτερικό. Πέρα από την πανταχού παρούσα στον ιταλικό βορρά πολέντα, ξεχωρίζει η αγάπη των Βερονέζων στο κρέας αλόγου, αλλά και γαϊδάρου, παραπέμποντας σε εποχές που η ακραία ένδεια ή οι πολιορκίες πρόσταζαν σφαγή χρήσιμων ζώων για λόγους επιβίωσης. Οι εκδοχές που δοκιμάσαμε ήταν σε “λάιτ” μορφή αλλαντικού και γευστικά θύμιζαν κάτι σε πολύ βαρύ μοσχαρίσιο κρέας. Η χώνεψη από όλα αυτά τα τέως τετράποδα καλούδια (βίγκαν μη με μαλώνετε) επήλθε χάρη στο περπάτημα προς το Καστελβέκιο, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα από μία αψίδα ρωμαϊκής εμπνεύσεως, που ανακατασκευάστηκε επί Μουσολίνι, γι’ αυτό και είναι κάτασπρη σαν να πλύθηκε με γνωστή μάρκα απορρυπαντικού που συνιστούν 29 κατασκευαστές πλυντηρίων. Στο αρκετά μεγάλο κάστρο στεγάζεται και μουσείο με τοπικούς αναγεννησιακούς καλλιτέχνες, ως επί το πλείστον αρκετά “επαρχιακής” τεχνοτροπίας.
Η μέρα έκλεισε με μια επίσκεψη στην γραφικότερη γέφυρα της πόλης, την Ponte Pietra, που φωτισμένη ήταν ακόμα πιο ατμοσφαιρική. Η επιστροφή στο Μιλάνο αποδείχτηκε περιπετειώδης, καθώς – εικάζω λόγω και του ημιμαραθωνίου – το τοπικό τραίνο που είχαμε κλείσει για λόγους οικονομίας γέμισε ασφυκτικά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεκινήσει. Εννοείται πως κανείς δεν μπήκε στον κόπο να βγάλει ανακοίνωση σε άλλη γλώσσα πλην ιταλικών, ώσπου τελικά οι όρθιοι εκόντες – άκοντες μπήκαν στον επόμενο συρμό κι αφού είχαν περάσει 40 λεπτά. Ούνα – φάτσα, ούνα ράτσα λοιπόν και στον “ελβετόψυχο” ιταλικό βορρά.
Το άλλο πρωί περιλάμβανε τουρ με γκρουπ στη λίμνη του Κόμο, ο πιο εύκολος τρόπος για όποιον δεν έχει αμάξι και την υπομονή να σχεδιάσει μόνος του δρομολόγια, δεδομένου ότι στη χαμηλή σαιζόν αυτά περικόπτονται κατά περίπτωση από αρκετά ως εντελώς. Η ξενάγηση ήταν δίγλωσση στα αγγλικά και τα ισπανικά, αν και τα δεύτερα ήταν τα μόνα που κάπως μπορούσα να πιάσω, καθώς τα αγγλικά του ξεναγού παρέπεμπαν σε εκείνα του Ματέο Ρέντσι.
Πέρα από αυτή την ελάσσονα όχληση, η εκδρομή ήταν ευχάριστη, αν και λίγο απομυθοποιητική. Για να το πούμε λίγο μπακάλικα, η λίμνη του Κόμο από άποψη φυσικής ομορφιάς είναι κάτι σαν τη μεγάλη Βόλβη με βίλες. Ανάμεσά τους και η πιο διάσημη, αυτή του Τζορτζ Κλούνεϊ, που υπάρχει και σε καρτ – ποστάλ, τόσο δημοφιλής που ήταν η μόνη που είχε εξαντληθεί σε κεντρικό περίπτερο του Κόμο.
Κι όταν λέμε Κόμο, εννοούμε την ίδια την πόλη και πρωτεύουσα της περιοχής, γενέτειρα του Πλίνιου του Πρεσβύτερου που τον έφαγε ο Βεζούβιος και του Αλεσάντρο Βόλτα, εφευρέτη της μπαταρίας. Μια πόλη με έναν όμορφο καθεδρικό και ωραίες βιτρίνες στα ως επί το πλείστον κλειστά λόγω ώρας και περιόδου μαγαζιά της, τόσο ήσυχη που αναρωτιόσουν πού κρύβονται οι μόνιμοι κάτοικοί της όταν φεύγουν οι τουρίστες.
Το πολυδιαφημισμένο Μπελάτζο προσωπικά δε μου άφησε ιδιαίτερες αναμνήσεις πλην της μιλανέζικης κοτολέτας, μεγέθους μισού τετραγωνικού, που πρώτη φορά δοκίμασα και δε θα αποτελείωνα χωρίς βοήθεια. Για να μη μείνει όμως η γεύση του “απλά συμπαθητικού” από την μονοήμερη εκείνη εξόρμηση, ο τελευταίος σταθμός της περιήγησης στη Βαρένα, ένα χωριό κάτω των 800 κατοίκων, ήρθε να ξεπεράσει κάθε ινσταγκραμική προσδοκία. Ο λαμπερός – με δοντάκια – ήλιος του πρωινού είχε δώσει τη θέση του σε μια ελαφριά συννεφιά, που απλά υπογράμμιζε την πολυχρωμία του χωριού. Είναι δύσκολο να περιγράψεις την αίσθηση που σου αφήνει η Βαρένα, δίχως να υποκύψεις στη δικτατορία των κλισέ χαρακτηρισμών. Κρίμα που ακόμα και το φωτογραφικό τάλαντο της υποφαινόμενης αδικεί τη σιωπηλή μαγεία των στενών της και την υποβλητική ηρεμία της πλατεΐτσας με τις τρεις εκκλησιές, ανάμεσά τους και μια παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Ιωάννη, που δεν κουράστηκε να βλέπει τα πάθη των ανθρώπων για μιάμιση και βάλε χιλιετία.
Η τελευταία μέρα ενός ταξιδιού έχει αναπόφευκτα μια μελαγχολία, την οποία μόνο το μεγαλείο ενός Λεονάρντο θα μπορούσε να απαλύνει. Σωστά καταλάβατε, είχε έρθει η ώρα του “Μυστικού Δείπνου”. Το πιο πολυσυζητημένο έργο του Ντα Βίντσι μετά τη Μόνα Λίζα είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα πολλαπλών εργασιών αποκατάστασης ανά τους αιώνες, με τελευταία εκείνη του 1999. Ο αυθεντικός πίνακας στο εσωτερικό της δομινικανής μονής Santa Maria delle Grazie (από μόνη της ένα κόσμημα, κυρίως χάρη στον εντυπωσιακό τρούλο του Μπραμάντε), λόγω της προτιμώμενης από το Λεονάρντο τεχνικής al secco, είχε αρχίσει να ξεθωριάζει και να ξεφλουδίζει από τα πρώτα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του.
Έκτοτε τράβηξε του λιναριού τα πάθη, περιλαμβανομένων της διάνοιξης πόρτας στο κάτω τμήμα του, γιατί οι μοναχοί ήθελαν άμεση επικοινωνία της κουζίνας με το εστιατόριο, στον τοίχο του οποίου βρισκόταν ο πίνακας, της κάλυψής του με κουρτίνα, η οποία σε κάθε άνοιγμά της έξυνε λίγο σοβά ακόμα, αλλά και ενός βομβαρδισμού του Μιλάνου το 1943, από τον οποίο προστατεύτηκε εν μέρει χάρη στα τσουβάλια με άμμο που είχαν τοποθετηθεί μπροστά του. Σύμφωνα με την ξεναγό μας μάλιστα υπάρχει η σκέψη για την προστασία του έργου, κάποια στιγμή η πρόσβαση να κλείσει τελείως στους επισκέπτες. Εκδοχή που κόβω κάπως χλωμή, καθότι πολλά τα λεφτά Άρη για τα 15 αυστηρά λεπτά παραμονής στο εσωτερικό της αίθουσας σε ομάδα των 35 ατόμων. Η κράτηση γίνεται μόνο διαδικτυακά και κατά προτίμηση μήνες πριν.
Στην αίθουσα με τον απόλυτα ελεγχόμενο φωτισμό, επίπεδο υγρασίας και θερμοκρασίας, εκτός από το Μυστικό Δείπνο, βρίσκεται στην απέναντι ακριβώς πλευρά, η τοιχογραφία της Σταύρωσης από τον Τζοβάνι Ντονάτο, έργο σε πολύ καλύτερη κατάσταση συντήρησης (καθότι νωπογραφία), καταδικασμένο φυσικά να μείνει για πάντα στη σκιά του διάσημου αριστουργήματος, σαν φτωχός συγγενής.
Λέγεται ωστόσο ότι κι εδώ έβαλε – κυριολεκτικά – το χεράκι του ο Λεονάρντο, προσθέτοντας ανάμεσα στις μορφές του Ντονάτο μέλη της οικογένειας των Σφόρτσα. Οι οποίοι, αν είχαν διορατικότητα αντίστοιχη της ματαιοδοξίας τους, προφανώς και θα επέλεγαν να μπουν με κάποιο τρόπο οι μούρες τους στον απέναντι τοίχο. Όχι βέβαια ότι υπήρχε περίπτωση να τους ξεχάσουν οι Μιλανέζοι, με τόσα ίχνη τους στην πόλη. Φυσικά τι δούκες θα ήταν αυτοί δίχως το κάστρο τους, ένα τεράστιο και σκυθρωπό σύμπλεγμα του 15ου αιώνα, που σήμερα στεγάζει εκλεκτές μουσειακές συλλογές και βιβλιοθήκες. Τις οποίες δεν προλάβαμε να επισκεφθούμε, όπως και τόσα άλλα, γιατί το Μιλάνο ξεγελάει και σε εκδικείται στο τέλος, επιπόλαιε ταξιδιώτη. Μην το υποτιμήσεις, εκτός κι αν θες να ξαναγυρίσεις. Κατά προτίμηση το συντομότερο δυνατόν.