«Πάρε με, όταν φτάσεις»
Εκείνα τα παιδιά που έφυγαν σκέφτομαι. Εκείνα τα παιδιά που στις βαλίτσες τους είχαν όνειρα για το μέλλον. Εκείνους τους γονείς που αναζητούν ακόμη και τώρα στις ψυχρές αίθουσες των νεκροτομείων κάτι από τα παιδιά τους. Εκείνους τους γονείς που ψάχνουν ένα προσωπικό αντικείμενο να θάψουν… Και εκείνο το «Έφτασα Μάνα» που δεν πρόλαβε να ειπωθεί…
Δεν μπορώ να θυμηθώ όλες τις στιγμές από την παιδική και την εφηβική μου ηλικία. Αυτά που μπορώ να θυμηθώ με σιγουριά είναι την φροντίδα των γονιών μου, την ζέση, το ζεστό γάλα το πρωί, την προετοιμασία για το σχολείο, τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα παραμύθια, τις βόλτες στο Λούνα Παρκ, τα παιδικά πάρτι, τα κεράκια στην τούρτα, τα χαμόγελα του μπαμπά μου, τις ξέγνοιαστες καλοκαιρινές διακοπές, την ανεμελιά, εκείνο το ασφαλές δίκτυο που σου προσφέρει η οικογένεια, τους χαζό- τσακωμούς για ασήμαντους λόγους, την υπερηφάνεια στα μάτια των γονιών, για κάθε μικρό επίτευγμα και για κάθε τι μικρό και χαζό, το ξάγρυπνο βλέμμα του μπαμπά μου μετά από νυχτερινή έξοδο, τα τηλέφωνα ανησυχίας και νοιαξίματος αλλά και τις μυρωδιές και τη θαλπωρή από τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια…
Θυμάμαι όμως έντονα και εκείνο το «Πάρε με όταν φτάσεις», της μάνας και του πατέρα. Εκείνο το «Πάρε με όταν φτάσεις» που η μόνη απάντηση που έδινες ως παιδί, ως έφηβος, ως ενήλικας ήταν: «Θα σε πάρω. Κοιμήσου. Μην ανησυχείς. Ναι, αν αργήσω θα στείλω μήνυμα»… Εντάξει! Θα περιμένω παιδί μου»…
Μας μεγαλώνουν με όνειρα, μας φιλούν γλυκά στο μέτωπο, μας κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους, στέκονται διακριτικά δίπλα μας, είναι εκεί για να ακούσουν τα άγχη μας, τις ανησυχίες μας, είναι εκεί για απαλύνουν τον πόνο και έρχεται εκείνη η στιγμή που παύει η καρδιά να χτυπά.
Στα Τέμπη συντελέστηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ελληνικής ιστορίας. Ένα έγκλημα με πολλούς ηθικούς αυτουργούς. Ένα έγκλημα για το οποίο ευθύνονται όλες οι Κυβερνήσεις διαχρονικά. Όλες. Κανένας στην απέξω… Ένα έγκλημα που δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητο. Που δεν θα αφήσουμε εμείς να μείνει ατιμώρητο…
Γονείς μέχρι και τώρα βρίσκονται στα σκοτάδια. Ζωντανοί-νεκροί πια. Θέλουν να πενθήσουν και να θάψουν τα παιδιά τους. Δεν μπορούν. Δεν υπάρχουν άψυχα σώματα. Μόνο διαμελισμένα μέλη και κουτιά με στάχτες. Αρκετοί πλέον μιλούν για εκατόμβη νεκρών…
Γράφω και κομπιάζω. Μιλάω με φίλους και γνωστούς το ίδιο συναίσθημα. Ένας τεράστιος κόμπος στο στομάχι. Σαν να μας ξερίζωσαν το μέσα μας… Εκείνα τα παιδιά που έφυγαν σκέφτομαι. Εκείνα τα παιδιά που στις βαλίτσες τους είχαν όνειρα για το μέλλον. Εκείνους τους γονείς που αναζητούν ακόμη και τώρα στις ψυχρές αίθουσες των νεκροτομείων κάτι από τα παιδιά τους. Εκείνους τους γονείς που ψάχνουν ένα προσωπικό αντικείμενο να θάψουν… Και εκείνο το «Έφτασα Μάνα» που δεν πρόλαβε να ειπωθεί…
Μπορεί να μας αντιπροσωπεύει εκείνο το τραγούδι των Στίχοιμα που λέει πως είμαστε από την χώρα των δημοσίων εγκληματιών και των νεκρών μαθητών σε μια στροφή των Τεμπών όμως δεν θα αφήσουμε τίποτα να ξεχαστεί… Το χρωστάμε σε αυτά τα παιδιά και στην ίδια την ιστορία…