Ο Μπεν Τζόνσον και η ντόπα του αιώνα…
Έξι από τους οκτώ αθλητές του τελικού της Σεούλ, βρέθηκαν αναμεμειγμένοι σε υποθέσεις ντόπινγκ. Ο Μπεν Τζόνσον βρέθηκε απλώς στη θέση του αποδιοπομπαίου τράγου, που χρειάστηκε να θυσιαστεί, για να συνεχίσει το θέαμα, διατηρώντας την “καλή έξωθεν μαρτυρία”: show must go on.
Το 1988, στη Σεούλ, η κούρσα της μιας ανάσας, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, στα 100 μ., πέρασε στην ιστορία για έναν αρκετά “πρωτότυπο λόγο”. Έξι από τους οκτώ συνολικά αθλητές που έτρεξαν στον τελικό του αγωνίσματος, αναμείχθηκαν είτε άμεσα είτε αργότερα, σε κάποια φάση της καριέρας τους, σε υποθέσεις αναβολικών.
Αυτός που συγκέντρωσε, ωστόσο, αρχικά τα φώτα της δημοσιότητας κι αργότερα την κατακραυγή της κοινής γνώμης, ήταν ο (γεννημένος στις 30 Δεκέμβρη του 1961) Μπεν Τζόνσον, ο πολιτογραφημένος Καναδός σπρίντερ, με καταγωγή από την Τζαμάικα, που πήρε την πρώτη θέση, κάνοντας παγκόσμιο ρεκόρ με 9.79, αλλά ακυρώθηκε μόλις τρεις μέρες αργότερα, καθώς βρέθηκε θετικός στην ουσία στανοζολόλη.
Είναι χαρακτηριστικό πως στην κούρσα εκείνη έτρεξαν τρεις Τζαμαϊκανοί σπρίντερ, αλλά μόνο ένας με τα χρώματα της Τζαμάικα (ο τρίτος ήταν ο Λίντφορντ Κρίστι, που είχε πολιτογραφηθεί Βρετανός). Μέσα σε μια νύχτα, ο Τζόνσον μετατράπηκε από “εθνικός θησαυρός” σε αποδιοπομπαίο τράγο για τους Καναδούς και κάποιοι τον θεωρούσαν “ντροπή για τη χώρα”, μετά την αποκαθήλωσή του. Κάθε ομοιότητα με τα ελληνικά δεδομένα, μόνο τυχαία δεν είναι.
Το χρυσό μετάλλιο αφαιρέθηκε από τον Μπεν Τζόνσον και κατέληξε στο μεγάλο ανταγωνιστή του, τον Αμερικάνο Καρλ Λιούις, που είχε τερματίσει δεύτερος και θεωρητικά… “καθαρός”. Όπως αποδείχτηκε βέβαια πολλά χρόνια αργότερα, είχε βρεθεί κι αυτός ντοπέ μερικούς μήνες πριν απ’ τους αγώνες της Σεούλ, αλλά “παραδόξως” η υπόθεση εκείνη συγκαλύφτηκε.
Ο Μπεν Τζόνσον ένιωθε αδικημένος και πίστευε πως του την είχαν στημένη. Αρχικά υποστήριξε πως δεν είχε πάρει καμία απαγορευμένη ουσία εν γνώσει του, στη συνέχεια υποψιαζόταν πως η ζημιά έγινε από μια μπύρα με παράξενη γεύση που του έδωσε να πιει ένας άγνωστος άντρας στην αίθουσα ελέγχου, και τελικά παραδέχτηκε ότι όντως έκανε χρήση αναβολικών ουσιών, αλλά δε χρησιμοποίησε ποτέ αυτήν στην οποία βρέθηκε θετικός -και του χορηγήθηκε εν αγνοία του, όπως υποστηρίζει. Η ουσία του πράγματος είναι πως ένιωθε αδικημένος, όχι γιατί ήταν αθώος, όσο γιατί δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από όλους τους άλλους, ήταν όμως ο μόνος που πλήρωσε το μάρμαρο.
Ο Μπεν Τζόνσον έχει δίκιο να νιώθει το κορόιδο της υπόθεσης -για να το θέσουμε κομψά. Η κάθαρση δεν επήρθε ποτέ, ο Καρλ Λιούις -ο μεγάλος του ανταγωνιστής που είχε πάρει τέσσερα χρυσά στο Λος Άντζελες- προστατεύτηκε και δεν πιάστηκε ποτέ ντοπέ, όσο ήταν εν ενεργεία, ενώ τρία χρόνια μετά, στην “κούρσα του αιώνα” στο Τόκιο, έξι αθλητές κατέβαιναν με μαγικό τρόπο από το χρονικό φράγμα των 10 δευτερολέπτων. Όσο για το δικό του 9.79, που τότε έμοιαζε εξωπραγματικό (είχε προβλεφτεί πως ο άνθρωπος δε θα έσπαγε το φράγμα του 9.80 πριν το 2000) έχει γίνει σκόνη και σήμερα μας μοιάζει σχεδόν παρωχημένο -κι ελέω Μπολτ.
Show must go on λένε οι Queens κι αυτό ισχύει προφανώς στον αθλητισμό κι εν γένει στη βιομηχανία του θεάματος. Και ο Τζόνσον βρέθηκε απλά στη θέση του αποδιοπομπαίου τράγου, που θυσιάζεται, για να φανεί καθαρή η γυναίκα του Καίσαρα, και να συνεχίσει το γαϊτανάκι.