Ισίδωρος Καρδερίνης – Ωδή στον Μαρίνο Αντύπα
“Έκανες περιοδείες κι έβγαζες λόγους στα γύρω χωριά
Και σ’ αγκάλιαζαν με θέρμη άνδρες, γυναίκες και παιδιά
Κι οι τσιφλικάδες οργίζονταν και φρούμαζαν σαν ταύροι
Κι έχυναν πύο απ’ την ψυχή τους την άραχλη και μαύρη…”
Ωδή στον Μαρίνο Αντύπα
Ω πρωτομάρτυρα γενναίε του κινήματος της αγροτιάς
Εκεί στα Φερεντινάτα στην Πύλαρο της Κεφαλονιάς
Άρχισες ν’ αναπνέεις και σαν χρυσός ήλιος να χαμογελάς
Σαν κρίνος να ευωδιάζεις και καλοσύνη να σκορπάς.
Όταν ήσουν φοιτητής στη Νομική Σχολή των Αθηνών
Πρωτάγγιξες το πλέγμα των σοσιαλιστικών ιδεών
Κι ανέπτυξες έντονη δράση μέσ’ από ένα κύκλο ομιλιών
Κι εν συνεχεία πολέμησες στο πλευρό των Κρητικών.
Επέστρεψες στην Αθήνα μ’ ένα τραύμα στο στήθος
Και διοργάνωσες συλλαλητήριο στην πλατεία Ομονοίας
Μίλησες για προδοσία του Βασιλιά σ’ ένα ευρύ πλήθος
Κι επανειλημμένα σε φυλάκισαν, γιε της ανδρείας.
Γύρισες όταν αποφυλακίστηκες πια στην Κεφαλονιά
Κι ίδρυσες την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις» αγνά
Κατήλθες ως υποψήφιος βουλευτής μια επόμενη χρονιά
Κι ύστερα ανέλαβες του θείου σου το τσιφλίκι ξαφνικά.
Εγκαταστάθηκες στην περιοχή της Ραψάνης μήνα Ιούνη
Κι είδες των κολίγων τις δραματικές συνθήκες ζωής
Αμέσως σήμανες της επανάστασης το ηχηρό κουδούνι
Ζητώντας την απαλλοτρίωση κι αναδιανομή της γης.
Οι τσιφλικάδες όριζαν τη γη κι ό,τι ζωντανό σ’ αυτή
Τα σκοταδερά τους μάτια αδίστακτα και δολοφονικά
Οι κολίγοι την καλλιεργούσαν με πολύ σκυθρωπή ψυχή
Κι αυτοί τους έκλεβαν του κόπου τους τη σοδειά.
Τους άφηναν τόσο για να φυτοζωούν κι όλο συμφορές
Μες στου καταυλισμού τις πανάθλιες χωμάτινες καλύβες
Που πλημμύριζαν με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές
Και τα όνειρά τους μες στα λασπόνερα στοίβες.
Η ελονοσία θέριζε άγρια τους κολίγους σαν το δρεπάνι
Και το καλοκαίρι οι καλύβες έβραζαν απ’ τη ζέστη
Ο Χάρος με τη μαύρη μπέρτα έβγαινε συχνά σεργιάνι
Και τα μάτια τους δεν έβλεπαν της αυγής τον ασβέστη.
Οι κολίγοι δούλευαν απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση
Η κατάπικρη ζωή τους μες στα κοντινά έλη βαλτωμένη
Μόχθος επαχθής που τα πρόσωπά τους είχε τσακίσει
Κι οι τσιφλικάδες με το κουρμπάτσι στο χέρι αγριεμένοι.
Των κολίγων οι κοπέλες μα κι οι γυναίκες οι παντρεμένες
Δέχονταν απ’ τους τσιφλικάδες επιθέσεις σεξουαλικές
Σαν τις καλούσαν ύπουλα στ’ αρχοντικά τους τις καημένες
Για να εκτελέσουν τάχα μου κάποιες δουλειές οικιακές.
Οι ψυχές τους κλαίγαν κι οι καθρέφτες δάκρυζαν
Οι ζωγραφικοί καμβάδες χλόμιαζαν κι oι τοίχοι ράγιζαν
Οι πολυέλαιοι αναστενάζαν και βουλιάζαν οι σοφάδες
Οι λέξεις κραύγαζαν κι έξω φυσούσαν άγριοι βοριάδες.
Των τσιφλικάδων οι βάναυσοι επιστάτες γυρόφερναν
Βίαζαν, ξεσπίτωναν, μαστίγωναν ανηλεώς και σκότωναν
Μια οπλισμένη συμμορία που ήταν μια τρομερή πληγή
Στου άσωτου Θεσσαλικού κάμπου το βασανισμένο κορμί.
Έκανες περιοδείες κι έβγαζες λόγους στα γύρω χωριά
Και σ’ αγκάλιαζαν με θέρμη άνδρες, γυναίκες και παιδιά
Κι οι τσιφλικάδες οργίζονταν και φρούμαζαν σαν ταύροι
Κι έχυναν πύο απ’ την ψυχή τους την άραχλη και μαύρη.
«Τα χωράφια είναι δικά σας» τους έλεγες φωναχτά
«Σας τα έχουνε κλεμμένα με τη βία και με κάθε ατιμία
Τα έχουν πάρει απ’ τη γενιά σας» κι έσπερνες τη φωτιά
Κι οι κολίγοι παίρναν δύναμη και χειροκροτούσανε γερά.
Είχες υψώσει του αγροτισμού την περήφανη σημαία
Και την κράδαινες προς τους τσιφλικάδες απειλητικά
Τα κηρύγματά σου ποτισμένα απ’ τη σοσιαλιστική ιδέα
Διόλου δεν υπέκυπτες σε μηνύματα προειδοποιητικά.
Είχες προαισθανθεί τον επικείμενο θάνατο τον τραγικό
Κι έλεγες στους κολίγους «Εμένα θα με σκοτώσουν
Μα να ’ρθείτε να με πάρετε όπου κι αν με βρει το κακό
Θέλω και νεκρός να είμαι μαζί σας» και δεν γελιόσουν.
Κι όταν ευρέθης στην Αθήνα είχες επεισόδιο φραστικό
Με τον Αγαμέμνων Σλήμαν, βουλευτή και τσιφλικά ωμό
Που σ’ έλεγε λούμπεν και θρασύ με ύφος απαξιωτικό
Και του ’δωσες χαστούκι ανυποταγής στο κράτος ηχηρό.
Οι τσιφλικάδες αποφάσισαν όντως να σ’ εξοντώσουν
Μέσα από ένα καλοστημένο επεισόδιο στον Πυργετό
Αφού δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να σε φιμώσουν
Για να πάψεις στους κολίγους να μιλάς για ξεσηκωμό.
Έτσι έβαλαν τον θηριώδη επιστάτη του αφέντη Μεταξά
Με τ’ αδίστακτα μάτια και τη στριγκιά και βάρβαρη λαλιά
Για να φέρει σε πέρας του φόνου την αισχρή δουλειά
Και στο κονάκι των επιστατών την έκανε μια βραδιά.
Γι’ αυτή του την πράξη πήρε λίγα λεφτά ο Κυριακός
Κι έτσι στους μεγαλοτσιφλικάδες κόστισε πολύ φτηνά
Μα μετά με την επανάσταση των κολίγων πολύ ακριβά
Μιας και τους εκδικήθηκε της δικαιοσύνης ο πυρσός.
Στο κονάκι ο Κυριακός προκάλεσε επίτηδες φιλονικία
Μ’ αποτέλεσμα να ανταλλαχθούν βρώμικα λόγια με κακία
Αμέσως μετά πηγαίνει στο δωμάτιό του με μεγάλη μανία
Και βγαίνει έξω κρατώντας στα χέρια του τη δολοπλοκία.
Πισώπλατα σε πυροβόλησε ο αργυρώνητος ο Κυριακός
Με το δίκαννό του εκείνη τη μαρτιάτικη μέρα χωρίς φως
Και σπάραζαν αέναα οι κολίγοι και σπάραζε ο Πυργετός
Και σπάραζε ο κάμπος και σπάραζε ο μαύρος ουρανός.
Στου ξαδέλφου σου του Παναγιώτη του Σκιαδαρέση
Πνιγμένος μες στο ρέον αίμα ξεψύχησες την αγκαλιά
«Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία» ψέλλισες με ζέση
Τα έσχατά σου λόγια βγαλμένα μέσ’ απ’ την καρδιά.
Ο θείος σου, ο Γιώργος ο Σκιαδαρέσης, πόνεσε βαθιά
Που ’ταν ο τσιφλικάς με θετική για τους κολίγους ματιά
Και στον οποίον παρέδιδαν εξαιτίας σου λιγότερη σοδειά
Κι έτσι πούλησε τα κτήματά του κι έφυγε μακριά.
Η δολοφονία σου συγκλόνισε κάθε άτομο προοδευτικό
Και ξέσπασαν σε πόλεις και χωριά εκδηλώσεις λαϊκές
Οι κολίγοι πήγαν τη σορό σου στη Λάρισα με πομπές
Κι εν μέσω επευφημιών εκτέθηκε σε προσκύνημα λαϊκό.
Η ταφή σου έγινε στο χωριό Ομόλιο που ’ναι ιστορικό
Ο τάφος σου γέμισε με στεφάνια απ’ όλη την Ελλάδα
Εκεί άπαντες κλίνουν το γόνυ για το ύψος σου το ηθικό
Και πανέμορφα άνθη φυτρώνουν κι έχει πάντοτε λιακάδα.
Τρία χρόνια μετά τη φωτοπλημμυρισμένη σου θυσία
Εξεγέρθηκαν οι δύστυχοι κολίγοι στο Κιλελέρ, στο χωριό
Κι έσφιγγαν οι γροθιές και ξεχύνονταν οι φωνές με θυμό
Απέναντι στου συνένοχου κράτους τα πολιτικά θηρία.
Κολίγοι επιχείρησαν να επιβιβαστούν δωρεάν στο τρένο
Για να μεταβούν στο μεγάλο συλλαλητήριο στη Λάρισα
Μα δεν τους επέτρεψαν με τρόπο κάκιστο κι αγριεμένο
Κι οι κολίγοι οργίστηκαν και τα σύννεφα σπαρτάρισαν.
Οι κολίγοι λιθοβολούν το τρένο κι αυτό βιαστικά ξεκινά
Πιο κάτω τα ίδια και των βαγονιών τα τζάμια σπάζουν
Οι στρατιώτες που ’ναι εντός του πυροβολούν απανωτά
Και κολίγοι πέφτουν νεκροί κι οι σώοι απ’ οργή βράζουν.
Οι συμπλοκές επεκτάθηκαν στη Λάρισα σαν πυρκαγιά
Όταν έγιναν γνωστά αυτά τα επεισόδια τα αιματηρά
Εκεί ’πεσαν πάλι κολίγοι νεκροί απ’ του Ιππικού τα πυρά
Μα οι αγώνες τους δικαιώθηκαν στο μέλλον πανηγυρικά.
Εσύ Μαρίνο Αντύπα θα είσαι ανά τους αιώνες ζωντανός
Και των αγροτών θα είσαι πάντα μπροστάρης κι οδηγός
Τα φλογισμένα σου λόγια θ’ αστροβολούνε μες στο φως
Και θα σε θυμάται και θα σε υμνολογεί όλος ο λαός.
Ισίδωρος Καρδερίνης