Μαρία Πολυδούρη: «Α φαύλοι, δεν θα μου το κλείσετε ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!»

Σαν σήμερα, την 1η του Απρίλη 1902, γεννήθηκε η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Δυναμική και ανατρεπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη, έζησε μόλις 28 χρόνια αναζητώντας και πιστεύοντας σε μια ιδανική ευτυχία που ποτέ δεν συνάντησε…

Υπήρξε για την εποχή της μια γυναίκα απίστευτα δυναμική και ανατρεπτική και ταυτόχρονα εύθραυστη. Έζησε μόλις 28 χρόνια αναζητώντας και πιστεύοντας σε μια ιδανική ευτυχία που ποτέ δεν συνάντησε. Από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες της μεσοπολεμικής μας ποίησης, η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε την 1η του Απρίλη 1902.

Το 1916 δημοσίευσε στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ» το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» και συγκέντρωσε τα ποιήματά της στην ανέκδοτη συλλογή με τίτλο «Μαργαρίτες». Το 1918 πέρασε με άριστα τις εξετάσεις και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας.

Το 1920 χάνει και τους δυο γονείς της. Το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής (Αττικοβοιωτίας ονομαζόταν τότε), ενώ είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή.

Η Μαρία Πολυδούρη διεκδίκησε μαχητικά μια θέση διαφορετική από αυτή που της επεφύλασσε η ανδροκρατούμενη κοινωνία, για να ηττηθεί κατά κράτος εντός των στενών ορίων που η ίδια περιόριζε, φυλακίζοντας ουσιαστικά, την ύπαρξή της.

Ο τρελός

Ένας τρελός καθότανε στην είσοδο
τη νύχτα απόψε και μιλούσε,
μιλούσε βιαστικά κι όταν απόσταινε
κάποτε, σκεφτικά χαμογελούσε.

Μιλούσε για τη γνώση, την ονόμαζε
την πρώτη αδυναμία των ανθρώπων.
«Μα θα μιλήσω απόψε κι ας με δέσουνε,
ξέρω τα μυστικά των άγιων τόπων!

»Ξέρω όλο μυστικά και γύρω μου άφοβα
θα τα βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ήμουν τρελός τόσον καιρό που σώπαινα
κι αυτά μου ‘χουν βαρύνει το κεφάλι.

»Φίλε μου να ‘σαι απλώς πολυλογάς
χωρίς ουσία, θα ‘σαι βάρος.
Φρόντιζε να ‘σαι ο πιο επικίνδυνος
και μόνος σου να παίρνεις θάρρος.

»Να ‘χεις καρδιά κι όλο να ευφραίνεται
Μ’ αίσθημα και φιλοτιμία,
είναι… να καρτεράς το θάνατο
και να ‘ρθει μία λιποθυμία!!!

»Είδες ο φουκαράς ο τζίτζικας
ψόφησε εχτές από ειλικρίνεια.
Τα λέγε αληθινά κι επίμονα
και εμείς τα παίρναμε για γκρίνια.

»Στο τέλος έσκασε από ευγένεια
κ’ επίσημα κυλίστηκε στο χώμα…
Α φαύλοι, δε θα μου το κλείσετε
ποτέ τ’ αχρείο μου το στόμα!».

Και τα ‘λεγε τόσο ήρεμα
τόσο γλυκά η ματιά του εφωτοβόλει,
γελούσε ξαφνικά κ’ έτσι χαρούμενα
σα να ‘ταν η καρδιά του περιβόλι!

(1929)

Ο έρωτάς της για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη ήταν αυτός που έδωσε στη ζωή της νόημα, επηρέασε  καθοριστικά το έργο της, αλλά και της στέρησε σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. «Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη, που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για το χαμό του. Και δεν αντιπροσώπευε γι’ αυτήν έναν τυφλό έρωτα. Ήξερε τη ζωή, εγνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος. Γι’ αυτό κι ορισμένα από τα ποιήματά της, πέρα από τη συγκίνηση που μας δίνουνε, είναι συγκλονιστικά», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στην Εισαγωγή της στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη.

Όταν ο Καρυωτάκης ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη της ζητά να χωρίσουν. Η Πολυδούρη αρνείται ζητώντας του να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης δεν το δέχεται και χωρίζουν, και έξι χρόνια μετά αυτοκτονεί στην Πρέβεζα.

Το 1924 εγκαταλείπει τις σπουδές της στη Νομική και γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 συμμετέχει στην παράσταση «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι και βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής.

[Άλλοτε, ήμουν περήφανη…]

Άλλοτε, ήμουν περήφανη Αγάπη και μπροστά σου.
Ήσουν καλή· κι αν ήσουνα δύστροπη, περνούσα
κρατώντας μόνο το άφωνο και τρομαγμένο «στάσου».

Κι ήμουν περήφανη για σένα, Αγάπη, κι ας περνούσα.
Γιατί δεν ήταν βολετό ποτέ να σταματήσω,
της έγνοιας σου κι ας έμοιαζεν ο πόνος που πονούσα.

Τώρα που όλα μ’ αφήσανε κι όλα με ξεγελούνε,
ακόμα εσύ λυπητερή περνάς, γλυκοθωρούσα,
Αγάπη με τα μάτια σου που λατρευτά μιλούνε.

Μα εδώ που εγώ σταμάτησα κι ο ουρανός μου λείπει
κι αν ούτε την καρδιά μου πια δεν έχω να χαρίσω,
Αγάπη, εσύ το θέλησες να τη μαράνει η λύπη.

Στο Παρίσι προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και εισάγεται στο σανατόριο «Σωτηρία».

Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, που σιγόκαιγε ασταμάτητα μετά τον χωρισμό τους, θα σβήσει ταυτόχρονα με τους χτύπους της καρδιάς της, σ’ ένα κρεβάτι της κλινικής Χρηστομάνου, όπου νοσηλευόταν τσακισμένη από την αρρώστια, τη νύχτα της 28 προς 29 του Απρίλη 1930.

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και «Ηχώ στο χάος» (1929).

Διαβάστε στην Κατιούσα:

Η Λιλή ζωγράφου αναφέρεται στη ζωή και το τέλος της Μαρίας Πολυδούρη:

«Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα…» – Η Λιλή Ζωγράφου γράφει για το τέλος της Μαρίας Πολυδούρη

Η σχέση της με την Κώστα Καρυωτάκη ήταν ευχή και κατάρα για την πρόσληψη της ποίησης της μετά το τέλος της πολύ σύντομης ζωής της:

Μαρία Πολυδούρη: Η τρίλλια που δεν έσβησε

Ο Άγγελος Τερζάκης ιστορεί τις δυο φορές που βρέθηκε κοντά στη Μαρία Πολυδούρη, που συνέπεσαν με τις τελευταίες στιγμές της ζωής της:

Ο ματωμένος λυρισμός – Ο Άγγελος Τερζάκης για τη Μαρία Πολυδούρη

Αφιέρωμα της Σοφίας Αδαμίδου στην ποιήτρια – εκπρόσωπο της νεορομαντικής σχολής, αλλά και στη γυναίκα που αγάπησε τη ζωή με πάθος, με αφορμή τα εβδομήντα τρία χρόνια από το θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη:

Μαρία Πολυδούρη – Μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του ’20, απ’ ό,τι είναι πολλές γυναίκες σήμερα

Δείτε ακόμα:

Μαρία Πολυδούρη: Έλα γλυκέ / Γιατί μ’ αγάπησες – 2 ποιήματα / 10 τραγούδια

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Του Καρυωτάκη» της Μαρίας Πολυδούρη

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας» της Μαρίας Πολυδούρη

Ο τηλεοπτικός Καρυωτάκης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: