Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Οι σημειώσεις της Παρθένας Εδεσσαίας» της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου

“Πάλι είμαι άστεγη
και τα ερείπια που είδα
τα φωτογράφησα…”

Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα, όπου και ζει (Πλάκα), αποτραβηγμένη από τα φώτα της δημοσιότητας.

Σπούδασε Φιλολογία, Ιστορία και Αρχαιολογία. Δίδαξε στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ από το 1986 έως το 2012.

Έργα της – Ποίηση: Οίκος (1972), Αναστάσιμα (1972), Εμπαιγμός και μαγγανεία της Εδεσσαίας και του Γαβριήλ (1975), Οι περιπλανήσεις της Εδεσαίας – Ποιήματα 1985 έως 2005  (2007).

Μελέτες για τον υπερρεαλισμό: Δεν άνθισαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού (1980), Νίκος Εγγονόπουλος. Η ποίηση στον καιρό του τραβήγματος της ψηλής σκάλας (1987)  κ. ά.

Άλλα έργα της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου: Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων (1993), Ο άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στην λογοτεχνία (1998), Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης (2000),  Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα (2017)  κ. ά.

Έχει ασχοληθεί και με τη μετάφραση λογοτεχνικών και δοκιμιακών έργων (Πίκο ντε λα Μιράντολα, Πετράρχης, Φουκώ, Αυγουστίνος, Αξελός  κ.ά.).

Της έχει απονεμηθεί το Κρατικό Βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης έργων ξένων λογοτεχνών στην ελληνική γλώσσα (2000) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων (2018).

Το ποίημα που παρουσιάζει σήμερα η στήλη εμπεριέχεται στην ποιητική συλλογή  “Εμπαιγμός και μαγγανεία της Εδεσσαίας και του Γαβριήλ” (εκδ. Ηριδανός, 1975).

 

Πάλι είμαι άστεγη
και τα ερείπια που είδα
τα φωτογράφησα.

 

α

Κάθου να ονειρευτείς τόπους πιο χλοερούς
σταχολογώντας λόγους
με το γνωστό ύφος, τα πάθη
σε κατωφέρειες ξωκκλήσια και βραγιές
να κυματίζεις το έλεος για λίγη μοναξιά
λίγα ξεφτίδια που τα ‘θελες
άστρα.

 

β

Στη στέγη μου οι καταιγισμοί περνούν ξυστά
στα νύχια κι όλο φτεροκοπούν
κάτι άγγελοι
λυσσαλέοι για το μάνα
από πέρσι που με τέχνη
σ’ άπλωνα να ‘ρθεί το ρίγος·

 

γ

στη στέγη μου οι άγγελοι περνούν ξυστά.
Βλέπεις τα πεύκα;  τους μιλούσα
και με χαιρετούσαν
κι η καρδιά μου ακόμη σαν το παιδάκι
μπλεκότανε στα γόνατά σου·
ποιος αφαλόκοψε ποτέ τα όνειρά του;

 

δ

Χρόνια που τα ‘καμες παγώνια
τα περγελάς με το μάτι του αετού
που σου ‘λειψε το σήμαντρο
απ’ την αμασχάλη·
χτίσε τα τώρα στα τειχιά
εσύ διαλέγεις και σε διαλέγουν.

 

ε

Δύο χρόνια με τον ίδιο καθετήρα
τον ίδιο βηματοδότη
έρμαιο θα πουν και σε γελούσε
γύρευε αλόη στη Νέα Σμύρνη.

 

στ

Σε περγελώ καλέ σε περγελώ
το ερωτικό το στη φωλίτσα στην αγκαλίτσα
πού μας πηγαίνουν ώστε μοναχούς
χιλιάδες και μονάχους;

 

ζ

Τα χεράκια σου να γίνουν φαρφουρί
στην ταμπακιέρα της καρδιάς μου

 

η

και κίονες·  μην πεις κακό
μην το θελήσεις.
Δε βλέπεις;  βαστούν φυσεκλίκια και φτύνουν.

 

θ

Γιώργο αγαπητέ μου Γιώργο
ιδού το θέατρο των πράξεων
να το ποδοπατούν με τα τσαρούχια·
τι μ’ άφησες λοιπόν να φλυαρώ
για περιστέρια στο δραγάτη;

 

ι

Με ξέρουνε πολλοί μ’ αλώσανε
μ’ αναλώσανε
μη λοιπόν τ’ αποκόψεις μην ξεφτίσει
χαμηλά στη ρίζα.

 

κ

Τα χεράκια σου ν’ αναδεύουνε
στοιχειά να τ’ αντραλίζουνε
φωτιές για φανάρια.

 

λ

Κάθιδροι στα δημόσια
και φθέγγονται στο σπίτι
άτσαλα και κάθε τρεις
μπαρμπούνια. Αστερισμός τους
ο αστερίξ και ο λέων.

 

μ

Καταλύσαμε στα λουξ, και λέξη
για τον πόνο των ανθρώπων.
Χτίσε το ματολάφτη στα ντουβάρια
ασήμωσε για να σου πω
άνθρωπος μέτρο ανάγκης.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: