Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Επιτάφιος» του Loys Masson (Λόις Μασόν)

“Για τους Μωρίς Λανγκλουά, Ροζέ Ράντισον και άλλους συντρόφους”

Ο Loys Masson (Λόις Μασόν) γεννήθηκε στις 31 του Δεκέμβρη 1915  στο Rose Hill  στον Μαυρίκιο.  Τότε ο Μαυρίκιος ήταν Βρετανική αποικία.

Προερχόταν από γαλλομαυρικιανή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν Γάλλος.

Μόλις άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πήγε στο Παρίσι και εντάχθηκε στην Αντίσταση κατά του φασισμού.

Ήταν μέλος της ομάδας ποιητών και καλλιτεχνών της Αντίστασης, που συγκεντρώθηκαν στην Προβηγκία για να οργανώσουν, όπως μπορούσαν, τον αγώνα τους κατά του ναζισμού.

Καταδικάστηκε σε θάνατο ερήμην και καταζητείτο από την Γκεστάπο.

Εντάχθηκε στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Από το 1945 είχε αποκτήσει πλέον, την γαλλική υπηκοότητα.

Έκανε διάφορες δουλειές και μετά ασχολήθηκε αποκλειστικά με την συγγραφή. Έγραψε ποιήματα διηγήματα, δοκίμια, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και άλλα. Έχει βραβευτεί για το έργο του.

Τα μυθιστορήματά του L’Étoile et la Clef (1945) και Le Notaire de Noirs (1961), αποκαλύπτουν μια πολιτική επιθυμία για ανεξαρτησία και αποαποικιοποίηση του Μαυρικίου. Ο Μαυρίκιος έγινε, τελικά, ανεξάρτητη χώρα το 1968.

Ο Loys Masson έφυγε από τη ζωή στις 24 του Οκτώβρη 1969.

Το ποίημά του «Επιτάφιος», που φιλοξενεί η στήλη, μεταφρασμένο από τον μεγάλο μας ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό  “Θεμέλιο 2”, το 1947. Αναδημοσιεύτηκε από τον Κερκυραίο ποιητή Ιάσωνα Δεπούντη, σε άρθρο του, στο αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη, του περιοδικού  “η λέξη” –  Νοέμβρης, Δεκέμβρης ’95,  τεύχος 130.

Επιτάφιος
Για τους Μωρίς Λανγκλουά, Ροζέ Ράντισον και άλλους συντρόφους

Σύντροφοι της ζωής μου καβαλλικέψατε
τη φαρδιά ράχη του πεπρωμένου
κι’ απ’ τη γη σας βλέπω πάνω σε μεγάλα άστρα περνώντας –
σας είδα να βοηθάτε τ’ όνειρο
για ν’ αστράψουν μακριά των αστεριών οι ανταύγειες.
Αν είναι δίκηος ένας πόλεμος, ήταν αυτός εδώ.
Πάνω στους ώμους σας κυλάει σε καταρράχτες ένα φως
γαλάζιο σαν την ανοιχτή θάλασσα, σαν το αίμα των αγγέλων –
μ’ αυτοί που πέσαν ήταν άνθρωποι.
Αν είναι δίκηος ένας πόλεμος ήταν ο δικός σας
που ανάμεσα από τ’ ουρανού το λαμπερό κριό, μας άνοιγε μια χώρα
όπου ο άνθρωπος ανεβαίνει να βασιλέψει,
όχι πια από μέταλλο μα γινομένος σάρκα
ουράνια σάρκα που οι αχτίδες της μεθάνε τα πουλιά.
Ο πόλεμος παύει τις κραυγές του
ο αέρας του νέου ταξιδιού μέσ’ στον αέρα είναι Πάσχα.
Μα δεν ξεριζωθήκατε χωρίς ν’ αφήσετε
στον κόσμο μια βαθειά πληγή.
Αγκαλιασμένοι με την Άνοιξη το δάσος θυμάται
τα χαμένα φύλλα του φθινόπωρου.
Αν λέω για έναν κήπο, είναι για τις καρδιές σας
που κάτω από της λευτεριάς τη ροδονιά
αδέρφια μου μας μάθατε την πένθιμη γλώσσα των ρόδων.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: