Ο παντα-ολικός Νίκος Αλέφαντος
Ο Αλέφαντος είναι κάτι σαν κομμάτι της ψυχής και της νοοτροπίας του λαού μας, συνάμα όμως και καρικατούρα του, σαν συλλογικός ήρωας που συγκεντρώνει όλες τις αρετές και τα ελαττώματά του.
Αν κάποιος αποκαλούσε τον Αλέφαντο “Καραγκιόζη των γηπέδων” -και σίγουρα το έχουν κάνει πολλοί- πιθανότατα θα έπεφτε μέσα στο χαρακτηρισμό. Είναι θέμα πώς τον εννοεί όμως, γιατί έχει διπλή ανάγνωση. Κάποιοι τον θεωρούν ημίτρελο, γραφικό που δεν μπορεί να πει καν σωστά τα ονόματα των ξένων παικτών: “έλα μωρέ, πες το κι έτσι”. Στο μυαλό τους μπορεί να είναι και μία από τις αιτίες της κρίσης, μαζί με τις αποδείξεις από τις τυρόπιτες και την ελληνική νοοτροπία.
Ο Καραγκιόζης όμως δεν είναι αυτό σα φιγούρα. Είναι βαθιά λαϊκός χαρακτήρας σε κόντρα διαρκείας με τους εκάστοτε Χατζατζάρηδες (ή και τους Πανουτσοκαρπετόπουλους, που τον διαβάλλουν). Φοβερός γλωσσοπλάστης, πονηρός, καταφερτζής, αθυρόστομος, ατακαδόρος. Είναι κομμάτι της ψυχής και της νοοτροπίας του λαού, συνάμα όμως και καρικατούρα του, σαν συλλογικός ήρωας που συγκεντρώνει όλες τις αρετές και τα ελαττώματά του.
Ο Αλέφαντος είναι αυτό ακριβώς. Αυθεντική και γνήσια λαϊκή προσωπικότητα, που έγινε μάλιστα και τραγούδι από “τα παιδιά της Πάτρας”: γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι. Παράλληλα όμως είχε “δουλικό πνεύμα” αυλικού για όσους θεωρούσε μεγάλους ηγέτες και στοιχιζόταν πίσω τους, με πομπώδη, φουσκωμένα εγκώμια (πχ τον Ανδρέα και τον εκάστοτε πρόεδρο του Ολυμπιακού).
Μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία που έγινε οικεία και συμπαθής σε όλα τα σπίτια από τις μιμήσεις του Μητσικώστα, που καθιέρωσε και τη γνωστή έκφραση: “τα παντα-όλα”. Ατίθασο πνεύμα, που δε στέριωνε πουθενά, σπάζοντας τα αντίθετα ρεκόρ από αυτά του Γκέραρντ (όπως στην Καστοριά, όπου παραιτήθηκε μετά από τον πρώτο αγώνα στον πάγκο της ομάδας!), αλλά έκανε παντού αισθητή την παρουσία του. Ελάχιστες ομάδες εξάλλου -ακόμα και από τις θεωρούμενες μεγάλες- δεν κατέφυγαν κάποια στιγμή στις υπηρεσίες του.
Ο Αλέφαντος έχει μείνει στην ιστορία για διάφορους λόγους και περιστατικά, που αγγίζουν τα όρια του μύθου.
Μιλούσε για ποδόσφαιρο στο κυλικείο του Πανελληνίου -που ήταν κοντά στο σπίτι του στα Εξάρχεια- και έδειχνε συστήματα με τους μεζέδες και τα κεφτεδάκια, αλλά θύμωσε πολύ όταν κάποιος του έφαγε έναν παίκτη, κι έψαχνε να βρει πού πήγε.
Είχε διασκεδαστικές προλήψεις, που τον έκαναν να φοράει κάποιες φορές κοντομάνικα μπλουζάκια (που ο ίδιος θεωρούσε γουρλίδικα) μες στο καταχείμωνο.
Με χειμαρρώδη, μεστό λαϊκό λόγο, με ωραίες αναλύσεις, αλλά και χοντροκομμένες υπερβολές, που πολλές φορές τον άφηναν εκτεθειμένο, όπως το περίφημο “καλώς τα παιδιά, τα τρία-μηδέν”, πριν από έναν αγώνα με τον ΠΑΟΚ, που έφυγε με το διπλό από το Καραϊσκάκη.
Τα πάντα-όλα (και τα αντίθετά τους). Μια φράση που δημιουργήθηκε για τον Αλέφαντο κι είναι η μόνη ικανή να τον περιγράψει.
Ο Αλέφαντος ήταν βαμμένος Παπανδρεϊκός Πασόκος και φανατικός οπαδός του Σωκράτη Κόκκαλη, πίνοντας νερό στο όνομά του. Αυτός ήταν εξάλλου ο πρόεδρος που τον εμπιστεύτηκε και του έδωσε την ευκαιρία να γυρίσει για 2η και για 3η φορά στον πάγκο του Ολυμπιακού ως προπονητής (είχε κάνει κι ένα σύντομο πέρασμα ως παίκτης, αλλά δεν έκανε τίποτα ιδιαίτερο τότε). Μπορεί να μην πήρε κάποιο τρόπαιο με την αγαπημένη του ομάδα, αλλά πέρασαν στην ιστορία οι δύο αγώνες με τον ΠΑΟ, το 2004, που έκριναν τους δύο τίτλους της χρονιάς. Ο ένας στη Λεωφόρο, όπου ο Αλέφαντος θεωρεί πως αδικήθηκε κατάφωρα κι έμεινε αξέχαστο το παράπονο που έβγαλε στην εκπομπή της Έλλης Στάη -όπου πήγε καλεσμένος- για το διαιτητή της συνάντησης.
-Γιατί δε βγαίνει ο Δούρος στο τηλέφωνο;
Κι ο τελικός στη Νέα Σμύρνη, λίγες μέρες αργότερα, όπου ο Ολυμπιακός βρέθηκε από νωρίς πίσω στο σκορ, με τον Αλέφαντο να κάνει διπλή αλλαγή μόλις στο 20λεπτο της αναμέτρησης, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να γυρίσει το ματς!
Αυτό που κανείς δεν μπορεί πάντως να μην του το αναγνωρίσει, ακόμα κι οι Πανουτσοκαρπετόπουλοι (ή άλλοι δημοσιογράφοι που τον αδικούν, και στους οποίους επιτέθηκε κι ο ίδιος, γιατί δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω) είναι οι επαφές του κι η αμοιβαία εκτίμηση με κορυφαίους ξένους προπονητές (όπως ο Ερνστ Χάπελ παλιότερα), οι γνώσεις του κι η αγάπη του για το άθλημα, και προπαντός η ευθύτητά του. Η οποία πέρασε και στο επιθετικό παιχνίδι των περισσότερων ομάδων του, που μπορεί να μη σήκωσαν ποτέ κάποιο τίτλο, πρόσφεραν όμως θέαμα και συγκινήσεις, και δε μας άφηναν ποτέ να πλήξουμε…