Η Ζωρζ και η Άλκη των παιδιών
Είναι η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή, που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή τους. Το έργο τους έχει ήδη μεγαλώσει γενιές και γενιές… Ίσως επειδή το σύμπαν που έχουν φτιάξει «κλείνει το μάτι» στα παιδιά, δεν «σηκώνει» το άδικο και στρατεύεται στον αγώνα για τη ζωή…
Πόσο διαφορετικοί και διαφορετικές θα ήμασταν εμείς σήμερα αν δεν είχαμε διαβάσει κάποια βιβλία;
Αν δεν είχαμε μαγευτεί από την ευφάνταστη αλλά και υπαινικτική λεξιπλασία της Μυρτώς και της Μέλιας, ΕΥ-ΠΟ – ΛΥ-ΠΟ, στο «Καπλάνι της Βιτρίνας»…
Αν δεν είχαμε πεισμώσει για να δέσουμε όλους τους νέους και τις νέες της Γης σε ένα τεράστιο «Γαϊτανάκι» που θα κυκλώσει τη Γη…
Αν δεν είχαμε νιώσει τον φόβο και την αγωνία να μη σε καταλάβουν οι φασίστες Γερμανοί κατακτητές αλλά και την περηφάνια, την ευθύνη ότι συμμετείχες κι εσύ στον αγώνα και τη νίκη εναντίον τους, όπως στον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», ή στο «Οταν ο ήλιος»…
Αν δεν είχαμε νιώσει τη φλόγα και το ανώτερο ανάστημα των Ρώσων επαναστατών, αν δεν είχαμε διαισθανθεί τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν πέρα, μακριά, κάπου «Κοντά στις ράγες»…
Αν δεν είχαμε ονειρευτεί να σαλπάρουμε με τον «Πορτοκαλί ήλιο» και να ζήσουμε μια μεγάλη περιπέτεια όπως στον «Θησαυρό της Βαγίας»…
Για τα παραπάνω «υπεύθυνες» είναι η Αλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή, που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή τους.
Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις κάτι για τη μία χωρίς την άλλη, ακόμα και να σκεφτείς τη μία χωρίς την άλλη… Αλλωστε, η δική τους η φιλία κρατά από τα 12 τους χρόνια, όταν ξεκίνησαν να φοιτούν μαζί στο Γυμνάσιο και υπέγραφαν «Ενωμένες Πάντα» ή αλλιώς «Ε.Π.». Και αυτή η φιλία κράτησε μια ζωή. «Πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σε όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο»…
Είναι η Ζωρζ και η Αλκη των χιλιάδων παιδιών… `Η αλλιώς «ο Γιωργάκης» και «το Κούλι» όπως αποκαλούσε η μία την άλλη από τα μαθητικά τους χρόνια.
Το έργο τους έχει ήδη μεγαλώσει γενιές και γενιές… Ισως επειδή το σύμπαν που έχουν φτιάξει «κλείνει το μάτι» στα παιδιά, δεν «σηκώνει» το άδικο και στρατεύεται στον αγώνα για τη ζωή…
Τα θέματα που πραγματεύονται στα δεκάδες βιβλία τους είναι καθημερινά και πανανθρώπινα. Τις σελίδες των βιβλίων τους διατρέχουν τόσο τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια, οι παρέες, οι σκανταλιές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, τα εφηβικά όνειρα και η ενηλικίωση, οι πρώτοι έρωτες, όσο και πολλά από τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα, δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, διώξεις, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, εξορίες, χούντα, Πολυτεχνείο.
Αυτά τα μεγάλα γεγονότα στα οποία συμμετείχαν και οι ίδιες – καταβάλλοντας το τίμημα – ήταν και ο λόγος που τις ώθησε στο γράψιμο. «Αν διάλεξα να γράψω για τα παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σημαντικά έζησε η γενιά μου, που φοβάμαι μην ξεχαστούν όταν θα έχουμε φύγει εμείς», έλεγε η Α. Ζέη, ενώ η Ζ. Σαρή σημείωνε: «Καταχωνιασμένες, οι αναμνήσεις μου, όποτε θέλω, ανεβαίνουν στην επιφάνεια ολοζώντανες, φωτεινές. Σαν να ήταν χθες». Οι προσωπικές τους εμπειρίες δένονται με τα ιστορικά γεγονότα και οι μυθιστορηματικοί τους ήρωες συντονίζονται με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα και τη δράση του λαού μας.
Μόνο που η Α. Ζέη ήξερε ότι ήθελε να γράφει από «πάντα», ενώ η Ζ. Σαρή το κατάλαβε χρόνια αργότερα. «Χάρη στην Αίγινα, τα παιδιά μου και τους φίλους τους, χάρη στη Βαγία των παιδικών μου χρόνων, έγινα συγγραφέας», τότε που λόγω της χούντας σταμάτησε να δουλεύει στο θέατρο. «Μου την έφερε! Είχαμε συμφωνήσει από μικρές ότι εγώ θα γίνω συγγραφέας και εκείνη ηθοποιός», έλεγε χαριτολογώντας η Α. Ζέη.
Η Αλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, από όπου καταγόταν η μητέρα της και στη συνέχεια στην Αθήνα. Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Ηδη από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Ενας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα – Μυτούσης».
Κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Σπούδασε Φιλοσοφία του Θεάτρου στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου των Αθηνών και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, θεατρικό συγγραφέα, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1945. Κατά την υποχώρηση του ΔΣΕ ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο οποίος ήταν μέλος του κινηματογραφικού του συνεργείου, βρέθηκε στην Τασκένδη, ενώ η Ζέη συνελήφθη και εξορίστηκε στη Χίο. Επανασυνδέθηκε με τον σύζυγό της το 1954 στην Τασκένδη, όπου απέκτησαν και δυο παιδιά. Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα και η Ζέη σπούδασε στο Τμήμα Σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας.
Στη Μόσχα γράφει και το πρώτο της βιβλίο, «Το καπλάνι της βιτρίνας». Οπως έχει αναφέρει η ίδια, «ξεκίνησε επειδή διηγόμουν πολύ τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων με τον παππού μου στα παιδιά μου». Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα υπήρξε έργο – σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά.
Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα, για να ξαναφύγει πάλι το 1967 με τον ερχομό της χούντας, αυτήν τη φορά για το Παρίσι, και να επιστρέψει οριστικά το 1974. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει βιβλία. «Εφυγε» από τη ζωή το 2020.
Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στην Αθήνα από Αϊβαλιώτη πατέρα και γαλλικής καταγωγής Σενεγαλέζα μητέρα. Στα χρόνια της Κατοχής σπούδασε στη δραματική σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε τον δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση», έγραφε. Συμμετέχει ενεργά στην Αντίσταση, «με τους συντρόφους μου καταργούμε το θάνατο, την πείνα, την παγωνιά και τον φόβο. Είμαι 20 χρονών και κυρίαρχος του κόσμου».
Στις μάχες του Δεκέμβρη τραυματίστηκε σοβαρά στην πλατεία Κυψέλης. Το 1947 αναγκάστηκε να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Σαρλ Ντιλέν. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1962 εντάχθηκε στον θίασο του Δημήτρη Ροντήρη, που περιόδευε στο εξωτερικό με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες της στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Στην παιδική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1969, με το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο θησαυρός της Βαγίας». Εκτοτε επιδόθηκε, κυρίως, στο γράψιμο, εμπνεόμενη πρωτίστως από την πολιτικοκοινωνική ιστορία του τόπου μας στον 20ό αιώνα, τα ιδανικά, τους αγώνες και τις περιπέτειες του λαού μας και τις δικές της. Πέθανε το 2012.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι δύο συγγραφείς θεμελίωσαν στη χώρα μας τη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία. Κατοχύρωσαν τη διεύρυνσή της σε επίπεδο θεμάτων και απόψεων. «Κορίτσια και αγόρια μάθανε να διαβάζουν καλά μυθιστορήματα, να βλέπουν πόσο έντονα το ατομικό συνυπάρχει με το συλλογικό, να αναγνωρίζουν στους χάρτινους ήρωες δικά τους όνειρα μα και αδιέξοδα», γράφει ο λογοτέχνης Μ. Κοντολέων.
Με χιούμορ, τρυφερότητα, ωραία και δουλεμένη πλοκή, διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, καθαρή γραφή απευθύνονται κατευθείαν στην καρδιά των παιδιών. Δεν μιλάνε τυποποιημένα ή ευκολοχώνευτα. «Το καπλάνι της βιτρίνας», «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», «Κοντά στις ράγες», «Μωβ ομπρέλα», «Οταν ο ήλιος», «Το ψέμα», «Οι νικητές», «Τα στενά παπούτσια», «Ε.Π», «Ο χορός της ζωής», «Ο θησαυρός της Βαγίας» είναι κάποια μόνο από τα βιβλία τους που τόσο έχουν αγαπηθεί και τα μηνύματά τους έχουν λάβει τη δική τους θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει.
Με το έργο τους ζωντάνεψαν παλιότερα χρόνια και εποχές που έχουν περάσει, όμως έχουν πολλά ακόμα να μας μάθουν. Αλλωστε, αυτό είναι και ένα χαρακτηριστικό του καλού λογοτεχνικού βιβλίου, να ανοίγει νέους ορίζοντες προσφέροντας απλόχερα μια συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, μια πείρα που ποτέ δεν θα μπορέσει από μόνο του το παιδί να την αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του.
Τα έργα τους αποτελούν τομή στην παιδική – εφηβική λογοτεχνία για το πρωτοπόρο ιδεολογικό, πολιτικό περιεχόμενό τους, σε πείσμα του κυρίαρχου αφηγήματος ότι η πολιτική σκοτώνει τη λογοτεχνία. Είναι έργα που βοηθούν τους νέους ανθρώπους να δουν τον κόσμο «αλλιώς», να αναγνωρίσουν την αξία των κοινωνικών αγώνων, να συμμεριστούν τα μεγάλα κοινωνικά ιδανικά, να αγαπήσουν εκείνους που τα υπερασπίζονται, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή τους, σε αντίθεση με τον ατομικισμό, τη ματαιοδοξία, την ιδιοτέλεια που καλλιεργεί το κυρίαρχο σύστημα από τα παιδικά κιόλας χρόνια.
Αλλωστε, η Τέχνη δεν είναι μια στιγμιαία διαδικασία, αλλά μια διαρκής πορεία και συνομιλία μέσα στον χρόνο. Και εκεί είναι που ο γονιός και ο φωτισμένος δάσκαλος πρέπει να βοηθήσουν τα αρχικά ερεθίσματα ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου να πάρουν οριστική θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει. Αυτό είναι που κάνουν και οι ιστορίες της Ζέη και της Σαρή. Δεν «επαναπαύουν». Καλούν τον μικρό αναγνώστη να ψάξει να βρει την αλήθεια του τόπου του, δηλαδή του κόσμου όλου…