Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο επαναστατημένος Χριστός» του Δ. Θ. Φραγκόπουλου
“…κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές
που τον βαστούσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ο Χριστός
με ένα τσιγάρο στο αυτί,
με τραγιάσκα ψαρά
και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής…”
Ο ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής Θ. Δ. Φραγκόπουλος (Θεόφιλος Φραγκόπουλος) γεννήθηκε το 1923, στην Αθήνα (με καταγωγή από τη Ζάκυνθο) και έφυγε από τη ζωή το 1998. Σπούδασε νομικά και τουριστικές και οικονομικές επιστήμες.
Στον χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1943 και το 1953 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Ποιήματα». Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου για το έργο του «Καρτερία», το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή δοκιμίων «Tagliche Ernte» και το λογοτεχνικό βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους (1995).
Κείμενά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά, ενώ ποιήματά του περιλήφθηκαν σε ξένες ανθολογίες.
Ο επαναστατημένος Χριστός
I
Τα βράδια, την ώρα που ξυπνάνε τα παράθυρα
και βγαίνουν στις κορφές των σπιτιών
τα φώτα της προσμονής,
σε συνοικίες λαϊκές,
του κουρασμένου πατέρα που πλένει απ’ τα χέρια του
τον κάματο και την πονηριά της μέρας
και μπαίνει στο δωμάτιο με τα κοιμισμένα παιδιά
και το τρεμάμενο χαμόγελο της μάνας τους,
κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές
που τον βαστούσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ο Χριστός
με ένα τσιγάρο στο αυτί,
με τραγιάσκα ψαρά
και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής,
και κοιτά τα σπίτια τούτων εδώ των φτωχών
χαμογελώντας.
ΙΙ
Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε.
Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους
και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο
ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα
με τ’ όπλο ανάμεσα στα δυο τους πόδια
σε μια γωνιά του οδοφράγματος.
Δεν είναι όμορφες οι συνοικίες.
Δεν είναι όμορφη η επανάσταση.
Κι όταν νικάνε, γίνονται και τούτοι αντιπαθείς
σαν όλους τους άλλους.
Όμως
όταν, την τελευταία νύχτα της ανυποταγής,
ανάψουν ολούθε οι φωτιές
και δουν οι μαχητές πως το τέρμα τους
είναι εδώ, και τους προσμένει
με την επόμενη έφοδο της εννόμου τάξεως
που αναγγέλλουν κιόλας τα μεγάφωνα,
σαν μοιραστεί κι η τελευταία ματιά
μαζί με τα λιγοστά τους βόλια
κι επισημάνουν τις θέσεις τους,
αποδεκατισμένοι επαναστάτες χωρίς αύριο –
τότε
μέσ’ απ’ το σκοτάδι ξεγλιστράει φτωχοντυμένος,
οπλισμένος μ’ ένα μακρύκανο
και παίρνει τη θέση ανάμεσά τους, σιωπηλά,
κι αρχίζει να ντουφεκάει μαζί τους τους σταυρωτήδες του
ο Ιησούς Χριστός, του Ιωσήφ και της Μαρίας, ξυλουργός,
κλάσεως 1944.
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.