Ισίδωρος Καρδερίνης – Ωδή στον Γρηγόρη Λαμπράκη

“«Ζεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς» φώναζε παθιασμένα ο λαός
Κι είχαν συγκινηθεί βαθιά ο Παρθενώνας κι ο Λυκαβηττός
Κι έραινε μ’ αχτίδες το φέρετρό σου ο ήλιος ο φλογερός
Και στον αγέρα σπαρμένος ένας ύμνος δοξαστικός.”

Στη μνήμη του Γιώργου Τσαρουχά, δολοφονημένου από την Απριλιανή Δικτατορία βουλευτή της ΕΔΑ και γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του παράνομου ΚΚΕ.

Ω ηρωικέ πρωτομάχε της ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη
Στην Κερασίτσα της Αρκαδίας κείνο τον φωτερό Απρίλη
Πρωτοείδες του ήλιου το παιχνίδισμα στο παραθυράκι
Κι ένιωσες της ζωής το φιλί στα ρόδινά σου χείλη.

Ήσουν μιας πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας παιδί
Και σπούδασες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την Ιατρική
Εισήχθης απ’ τους πρώτους κι έτσι έλαβες υποτροφία
Και διαδοχικά απόκτησες ειδικότητα στη γυναικολογία.

Με τις σπουδές σου συνάμα σε κέρδισε ο αθλητισμός
Κι αναδείχθηκες στο τριπλούν χάλκινος βαλκανιονίκης
Στης Αθήνας τους Βαλκανικούς σε πλημμύρισε το φως
Τα τρία σου χρυσά μετάλλια φτερούγισμα της νίκης.

Στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου έγινες φίλος στενός
Με τον Τζέσε Όουενς, τον μαύρο χρυσό ολυμπιονίκη
Που ανάγκασε τον Χίτλερ σαν θεϊκός άνεμος φτερωτός
Να αποστρέφει το βλέμμα του από κάθε του νίκη.

Ήρθε ύστερα στην Ελλάδα η βάρβαρη τριπλή Κατοχή
Πείνα, ομαδικές εκτελέσεις και φρικιαστικά εγκλήματα
Σκελετωμένα πτώματα κι αναρίθμητα αθώα θύματα
Πόνος, μάτια δακρυσμένα, θλίψη και βαθύτατη οργή.

Γιατρός πια ίδρυσες Ένωση κι οργάνωνες αγώνες συχνά
Απ’ τα έσοδά τους στηρίζονταν τα συσσίτια τα λαϊκά
Μες στης γερμανικής Κατοχής την πυκνή την καταχνιά
Και σε χειροκροτούσαν όλοι για τη μεγάλη σου καρδιά.

Αναγορεύτηκες κατόπιν υφηγητής στην Ιατρική Σχολή
Στην έδρα της Μαιευτικής και της Γυναικολογίας
Και πολιτεύτηκες στις εκλογές της βίας και της νοθείας
Στις οποίες ο λαός του Πειραιά σ’ εξέλεξε βουλευτή.

Τη χώρα διαφέντευαν αστυνομικοί και παρακρατικοί
Διώξεις, φυλακίσεις κι αντικομουνιστικά πάθη ισχυρά
Και συνάμα κοινωνικών φρονημάτων πιστοποιητικά
Που καθόριζαν ποιος σε δουλειά θα κατορθώσει να μπει.

Με δική σου ενέργεια ιδρύθηκε κίνημα ειρήνης ελληνικό
Και διοργάνωσε Απρίλη την πρώτη Μαραθώνια Πορεία
Η τότε κυβέρνηση την απαγόρευσε χωρίς κανένα δισταγμό
Και παντού τριγυρνούσαν η Χωροφυλακή κι η Αστυνομία.

Η Αθήνα βρισκόταν «επί ποδός πολέμου» κυριολεκτικά
Στους Αμπελόκηπους ηχούν των σειρήνων τα ουρλιαχτά
Οι οδοιπόροι της ειρήνης διαλύονται απ’ τα περιπολικά
Και πιάνονται πρώην βουλευτές και στελέχη της ΕΔΑ.

Μα εσύ ο ατρόμητος ο βουλευτής δεν πτοήθηκες διόλου
Κατόρθωσες κι έφτασες στον Τύμβο του Μαραθώνα
Και λουλούδια βλάσταιναν στα κοίλα τ’ ουράνιου θόλου
Και πουλιά ορμούσαν απ’ του ήλιου τον περιστερώνα.

Από εκεί ξεκίνησες τη λεβέντικη πορεία προς την Αθήνα
Κρατούσες ένα πανό με τη λέξη «EΛΛAΣ» κι ολόγυρα κρίνα
Και τον δρόμο σου οδηγούσε της ειρήνης η χρυσακτίνα
Κι ανθοβολούσε της πλάσης η καταπράσινη ποπλίνα.

Οι ασφαλίτες κινήθηκαν να σε ανακόψουν στη Ραφήνα
Μα κάτοικοι οργισμένοι ανέτρεψαν τα σχέδια εκείνα
Τελικά δεν σου επέτρεψαν να ολοκληρώσεις την πορεία
Σε συνέλαβαν στο Χαρβάτι και σ’ άφησαν στη Νέα Ιωνία.

«Η κυβέρνηση δε θέλησε ο λαός» δήλωσες στον τύπο εδώ
«Να εκδηλώσει τη θέλησή του για την ειρήνη» με θυμό
«Η πορεία, έστω και συμβολικά έγινε» συνέχισες σ’ αυτό
Όντως δεν κατάφεραν να κάμψουν του λαού το ηθικό.

Ένα μήνα μετά στης Θεσσαλονίκης τη δροσερή καρδιά
Με του Βαρδάρη τα γερά αγγίγματα και την ψυχρή ματιά
Επρόκειτο ένα βράδυ να γίνει εκδήλωση για την ειρήνη
Κι εσύ θα μιλούσες για το πώς θα υπάρξει αδελφοσύνη.

Απ’ το απόγευμα είχαν συγκεντρωθεί έξω απ’ το κτίριο
Στα λερά πεζοδρόμια αρκετοί φασίστες και παρακρατικοί
Πραγματοποιώντας αντίθετο πολεμικό συλλαλητήριο
Και βγάζοντας αλλόφρονες κραυγές που δονούσανε τη γη.

Όταν έφτασες εκεί απ’ το ξενοδοχείο μες στο βαρύ αγιάζι
Προπηλακίστηκες απ’ το άγριο «αγανακτισμένο» πλήθος
Το οποίο δεν είχε κανένα χαλινάρι μα και κανένα ήθος
Και με τις πέτρες αδιάκοπα να πέφτουν σαν το χαλάζι.

Του παρακράτους τ’ αφιονισμένα ρετάλια παραληρούν
«Κάτω η ειρήνη», «Θέλουμε πόλεμο» και ξεσπαθώνουν
«Λαμπράκη, θα πεθάνεις» και σαν κοπρόσκυλα αλυχτούν
Και της Θεσσαλονίκης την καρδιά τη μουτζουρώνουν.

Σαν τελείωσες όπως όπως την ομιλία σου γενναίε μαχητή
Φώναξες δυνατά απ’ το μικρόφωνο «Προσοχή, προσοχή!
Εδώ βουλευτής Λαμπράκης» και λυσσομανούσαν αυτοί
«Καταγγέλλω σχέδιο δολοφονίας μου» κι έπλεαν σ’ οργή.

Αφού σε διαβεβαίωσαν οι παριστάμενοι αστυνομικοί
Ότι καθαριζόταν ο χώρος και δεν υπήρχαν παρακρατικοί
Ξεκίνησες να περάσεις μαζί μ’ άλλους στην άλλη πλευρά
Μα απ’ τους φανοστάτες στάλαζαν προμηνύματα κακά.

Τότε άξαφνα ακούστηκε ενός τρίκυκλου η στριγκή φωνή
Που όρμησε σαν αστραπή προς το μέρος που ήσουν εσύ
Κι ένας απ’ την καρότσα σε κτύπησε με λοστό στο κεφάλι
Και σπαρταρούσαν δυο σύννεφα και είχαν λύπη μεγάλη.

Έπεσες στην άσφαλτο πλημμυρισμένος μες στο αίμα
Και βάφτηκε κατακόκκινο εκείνου του Μαγιού το γέρμα
Μες στα δάκρυα τού φεγγαριού το χρυσοκίτρινο βλέμμα
Και πληγιασμένο των άστρων το αργυρόλευκο δέρμα.

Ένας δικός σου οπαδός πήδηξε στην καρότσα σαν τίγρης
Και ξεκίνησε με μπουνιές και κλωτσιές πάλη φρενήρης
Τον νίκησε κι ο κακούργος πετάχτηκε κάτω στον δρόμο
Και κύλησε σαν βαρέλι κι ύστερα το ’σκασε με τρόμο.

Το τρίκυκλο σε λίγο σταμάτησε και κατέβηκε ο οδηγός
Που μ’ ένα κλομπ χτύπησε τον γενναιόψυχο οπαδό σου
Μετά εμφανίστηκε όλως τυχαίως ένας τροχονόμος απλός
Κι ευθύς συνέλαβε αυτόν τον τρόφιμο του υποκόσμου.

Σε διακόμισαν σ’ ένα κοντινό νοσοκομείο εσπευσμένα
Όπου διαπιστώθηκε ότι ήσουν βαρύτατα τραυματισμένος
Οι καρδιές των δικών σου ηλιοβασιλέματα ματωμένα
Πάνω σου έπεσε του δεξιού παρακράτους όλο το μένος.

Πέντε μέρες μετά έσβησε απ’ το καντήλι σου το φως
Και σπάραζε ακατάπαυστα της ειρήνης ο γερτός σταυρός
Κι ηχούσε ένας κοπετός και θρηνούσε ο Πύργος ο Λευκός
Και δάκρυζε ο ανοιξιάτικος ουρανός κι ήταν σκυθρωπός.

Η σορός σου μεταφέρθηκε στην Αθήνα μέσα σ’ οδυρμό
Και στον Άγιο Ελευθέριο εκτέθηκε σε προσκύνημα λαϊκό
Η κηδεία σου έγινε στη Μητρόπολη ένα απόγευμα ανθηρό
Που τους δρόμους είχε πλημμυρίσει ένα ποτάμι βουερό.

Η ταφή σου έγινε στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας
Τη μνήμη του λαού μας σημάδεψε αιώνια εκείνος ο μήνας
Λουλούδια μοσχομύριστα σκόρπισαν απ’ όλα τα χέρια
Και μεμιάς φτερούγισαν τέσσερα πάλλευκα περιστέρια.

Το δραματικό γεγονός έγινε πρωτοσέλιδο στο εξωτερικό
Κι ευθύς ευαισθητοποίησε διανοούμενους και καλλιτέχνες
Οι φιλειρηνικές οργανώσεις είχαν έναν ειρηνιστή ηρωικό
Κι όλο αυτό αποτυπώθηκε στα γράμματα και τις τέχνες.

«Στα μαλακά έπεσαν» της δολοφονίας οι δυο αυτουργοί
Κι αθωώθηκαν οι ηθικοί αυτουργοί χωρίς καμιά ντροπή
Όλοι ανταμείφθηκαν όταν τα τανκς κατέλαβαν τη χώρα
Κι αλυσόδεσαν τον λαό εκείνου τ’ Απρίλη τη μαύρη ώρα.

Της ειρήνης και της δημοκρατίας εσύ διαπρύσιε αγωνιστή
Θα είσαι πάντα μια εξόχως δυνατή αντιπολεμική κραυγή
Θα είσαι το φως κόντρα στο σκοτάδι που βασανίζει τη γη
Θα είσαι μια αθάνατη ακτινοβόλα αντιφασιστική φωνή.

Χίος, Οκτώβριος 1963. Από αριστερά: Γιάννης Καρδερίνης, Κώστας Δεσποτόπουλος, Ηλίας Ηλιού, Δημήτρης Αιγινήτης, Δημήτρης Καζάνας.

Καρδερίνης Ισίδωρος
Ποιητής

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: